Το Σούλι έχει γίνει γνωστό για τους αγώνες του εναντίον του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, αλλά από αυτόν σκοτώθηκαν , κυνηγηθήκανε , απομακρύνθηκαν και διαλύθηκαν πλήρως από τον τόπο τους, το 1803. Το τέλος τους ήταν τον Απρίλιο του 1804 στην μονή Σέλτσου των Πηγών Άρτας, όπου έγινε η μεγάλη σφαγή και σκορπίσανε οι εξήντα μόνο που ζήσανε, στους τέσσερις ανέμους.
Οι Σουλιώτες ήταν 46 φάρες, αρκετές ήταν πλήρως χαμένες ή μείνανε ελάχιστοι , όμως γνώριζαν οι επιζήσαντες, να κρατούν το όπλο και την τέχνη του πολέμου. Ερχόμενο το 1821, πολλοί από αυτούς επανήλθαν στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας, είχαν όμως το πλεονέκτημα καθότι 2-3 από αυτούς ήταν από τους πρωτεργάτες σε πολλούς αγώνες. Οι κυριότεροι ήταν ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Κίτσος Τζαβέλας και ο Λάμπρος Βέϊκος.
Οι μεγαλύτερες φάρες του Σουλίου ήταν: Τζαβελαίοι, Μποτσαραίοι, Κουτσονικαίοι, Φωτομαραίοι, Κολετσαίοι, Παπαζαχαίοι, Δρακαίοι, Δαγηλαίοι, Καραμπιναίοι, Μπουτζαίοι, Σεχαίοι, Καλογεραίοι, Ζαρμπαίοι, Βελιαίοι, Θανασαίοι, Κασκοραίοι, Τοραίοι, Μαντζαίοι, Παπαγιανναίοι, Βασιαίοι, Τονταίοι, Σαχιναίοι, Παλαμαίοι, Ματαίοι, Μπουσμπαίοι, Κορδαίοι, Ζερβαίοι, Νικαίοι, Φωταίοι, Πανταζαίοι, Σαλαραίοι, Μπουφαίοι, Τζιοραίοι, Μπεκαίοι, Δαγκλιαναίοι, Ηραίοι.

Καλοκαίρι 1803. Ολάκερο το Σούλι είχε κλειστεί απ΄ τα φουσάτα των Τουρκαλβανών του Αλή πασά. Σχεδόν τρία χρόνια συμπλήρωνε η στενή πολιορκία κι όλο έσφιγγε πιότερο το ζωνάρι της φωτιάς γύρω απ΄ την ορεινή κοιλάδα του Σουλίου. Πρώτα έπεσαν τα Σκάπετα, από την άνοιξη κι έπειτα είχε μείνει λεύτερο μονάχα το στενό οροπέδιο στα νότια, η κυρίως περιοχή του Σουλίου, το θρυλικό Τετραχώρι, ο Αβαρίκος, η Κιάφα, η Σαμονίβα και το ίδιο το Σούλι. Οι αδάμαστοι ορεσίβιοι και σκληροτράχηλοι Σουλιώτες ,κλεισμένοι ολοτρίγυρα απ΄ τα ψηλά, γυμνωμένα βουνά τους, στους αιώνες και στα χρόνια που κύλησαν είχαν γενεί ένα με αυτά…

Η τιμή και η μπέσα όριζαν κάθε σκέψη και κάθε πράξη τους. Ασκούνταν στο τρέξιμο, το λιθάρι, το σπαθί και το ντουφέκι. Από παιδιά είχαν μάθει καλά τα σουλιώτικά χούγια και γνώριζαν το τίμημα της λευτεριάς που απολάμβαναν. Οι γυναίκες πολεμούσαν και αυτές και επίσης ζαλώνονταν τα μπαρουτοβάρελα, τα φισέκια και τα βόλια και τρέχανε να τα μοιράσουν στις ράχες των λόφων ,στα ταμπούρια και στις ντουφεκίστρες. Όταν ήταν φθινόπωρο οι πρώτες νεροποντές ήτανε λυτρωτικές για τους πολιορκημένους Σουλιώτες γιατί γιόμιζαν τα 300 πηγάδια των χωριών, το νερό έφθανε άφθονο, το καλοκαιρινό μαρτύριο της δίψας κι οι επικίνδυνες κατεβασιές στον Τσαγκαριώτικο και τον Αχέροντα σταματούσαν. Δεν συνέβαινε το ίδιο με το μαρτύριο της πείνας. Οι περισσότερες φαμιλιές λάβαινα ανά εβδομάδα δύο χούφτες κοπανισμένο στάρι για χυλό, πέντε έξι λωρίδες παστωμένο κρέας, μισό μαστραπά λάδι, μουχλιασμένο τυρί, κρεμμύδια και λίγα μισοξεραμένα χορταρικά και ρίζες που μάζωναν οι γυναίκες από τις πλαγιές.


Όταν άρχισε να στενεύει η πολιορκία άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Κούγκι και στην Κιάφα, τα δυο άπαρτα κάστρα. Το χειμώνα του 1803 έφευγαν. Το μαντάτο της απόφασης του Κριτηρίου βρισκόταν σε κάθε στόμα ανάμεσα στα σφιγμένα δόντια. Έφευγαν. Οι φάρες που πεισματικά έμειναν γαντζωμένες στους απόκρυμνους λόφους, εξαντλημένες ,πεινασμένες, αιματοπότιστες, θα εγκατέλειπαν οριστικά το Σούλι. Η αβάσταχτη πείνα λύγισε τους ηρωικούς Σουλιώτες. Έπειτα από τρεις πολέμους και τρία χρόνια αντίστασης στον αιμοσταγή Αλή Πασά, είχαν πια φτάσει στο σημείο που δεν είχε γυρισμό. Είχαν μείνει λίγοι. Απελπιστικά λίγοι πια. Ξέροντας την μπέσα του Αλή πασά, ο λόγος του μήτε ένα μπακίρι, όσες βούλες και σφραγίδες κι αν είχαν τα χαρτιά του, μα δεν μπορούσαν να πράξουνε άλλο τι. Αποφασίσανε να μην φύγει όλο το Σούλι μεμιάς, αλλά να χωριστούν οι φάρες. Αν κατεβαίνανε όλοι αντάμα και μαζωμένοι, πιο εύκολα θα μπορούσαν να τους λιανίσουν οι Τούρκοι σε κάποιο πέρασμα. Δεν θα παραδίδανε τα όπλα, θα φεύγανε περήφανοι, όχι ατιμασμένοι. Σχεδιάσανε την αναχώρηση χωρισμένοι σε τρεις φάλαγγες, ανάλογα με τις φάρες και τους αρχηγούς. Μια με τους Τζαβελαίους, θα τραβούσε για Πάργα κι από εκεί για νησιά του Ιουνίου, μια άλλη με τους Κουτσονικαίους για την Πρέβεζα να πιάσει τον κάμπο της Λάμαρης και μια Τρίτη με τον Μπότσαρη επικεφαλής θα προχωρούσε νοτιοανατολικά, στα ενδότερα της Ηπείρου, προς τα Τζουμέρκα, για να πιάσει πάλι ο Κίτσος το αρματολίκι, που είχε η φάρα του από πριν στο Βουλγαρέλι. Μπροστά θα πήγαιναν οι αρχηγοί και οι άντρες της κάθε φάρας, πίσω τα γυναικόπαιδά τους και την πομπή θα έκλειναν οι πολεμιστές της οπισθοφυλακής οπλισμένοι με τα άρματά τους. Θα φεύγανε τρεχάτοι, μαθημένοι οι Σουλιώτες στην πηλάλα, ταχυπόδαροι και νυχτομάχοι, διότι αυτά ήταν τα μεγάλα τους όπλα στον πόλεμο. Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, θα είχαν όλοι αναχωρήσει και το Σούλι θα ερήμωνε έπειτα από τρεις αιώνες. Θα έμενα λίγα γεροντάκια που δεν θα άντεχαν την πορεία και ο καλόγερος Σαμουήλ .Στο Κούγκι συγκέντρωσε ο καλόγερος Σαμουήλ αρκετό μπαρούτι για να μην το παραδώσει στους Τουρκαλαβανούς. Θα έβαζε φωτιά στο μπαρούτι…

Οι Σουλιώτες πήρανε μαζί τους και τα θαυματουργά εικονίσματα του Αγίου Δονάτου. Τελευταίος έφυγε ο πάπα-Νάστος με ένα μικρό μωρό στην αγκαλιά, που του έδωσε η Λέγκω Μπένου.
«Στάσου… στάσου παπά μου…» του είπε ξέπνοα η Λέγκω, έβαλε τα χέρια στο λαιμό της, έβγαλε τον ασημένιο σταυρό με τον σκαλισμένο λύκο το σύμβολο των Μπεναίων που είχε πάντα κρεμασμένο πάνω της, ανασηκώθηκε και το πέρασε στον λαιμό του μωρού της και το σταυροφίλησε. «Να έχει κάτι απ΄ τη γενιά και τη φύτρα της. Κάτι απ΄ τη μανούλα της… Κάτι να με θυμάται… Μην της μιλήσεις όμως γι΄ αυτά πριν τρανέψει γιατί θα κακοπάθει, δε θέλω να μεγαλώσει σαν ορφανό, σαν αλλόσπορο… Αν ποτέ γυρίσει στον τόπο μας, κάλλιο τότε να μάθει την αλήθεια…» ψέλλισε τρεμάμενα κι έγειρε πάλι πίσω αποκαμωμένη. «Σου δίνω τον λόγο μου, Λέγκω… Αν δώσει ο Θεός και σωθούμε, σαν δικό μου τέκνο θα την έχω…» της υποσχέθηκε ο ιερέας…


Η μια φάρα που έφθασε στο Ζάλογγο απομονώθηκε από τους Τουρκαλβανούς. Ξέροντας οι Σουλιώτισσες τι τις περιμένει: αιχμαλωσία, χάλασμα, χαρέμι, σκλαβοπάζαρο, αποφάσισαν να μην γίνουν σκλάβες του Αλή -πασά. Ραγιάδισσες γεννηθήκανε, μα θα πεθαίνανε ελεύθερες. Πιασμένες χέρι χέρι και τραγουδώντας μία μία χωρίς να διστάσει κάνει ένα βήμα στο βάραθρο και χάνεται δίχως να ακουστεί μήτε ένας στεναγμός μετάνοιας ή φόβου.
Κενό και σιωπή. Αγέρας μόνο ακούγεται να συρίζει ανάμεσα στους ματωμένους βράχους. Αγέρας που φυσάει απ΄ το Ζάλογγο ταξιδεύοντας τις αδούλωτες ψυχές τους. Πέρα μακριά τις πάει, στις βορινές βουνοκορφές, στο Ζαβρούχο, στη Μούργκα, στην Κιάφα και στο Κούγκι. Στους τόπους της περηφάνιας και της ελευτεριάς…
Θα ακολουθήσει την άνοιξη του 1804 το Σέλτσο, όπου θα χαθούν τρεις γενιές Μποτσαραίων, 1200 Έλληνες και Ελληνίδες. Τριακόσιες πενήντα γυναίκες και παιδιά, για να μη πέσουν στα χέρια των Τούρκων, θα πέσουν στο βάραθρο του Πέταγκα…

Το 1821 φθάνει η στιγμή του ξεσηκωμού, η ώρα της Επανάστασης. Πάλι οι Σουλιώτες και οι Σουλιώτισσες θα πιάσουν τ΄ άρματα και θα ορθώσουν ψυχή και μπόι στον πανίσχυρο δυνάστη.
Ο Γιώργης Μπένος , η Λέγκω, η Κήκω, ο Σπήλιος, ο μικρός Ζωτάκος, ο Βίτος, ο καλόγερος Σαμουήλ, ο παπά-Νάστος, ο Νότης, η Μόσχω, η Χρυσή, η Αργυρώ, η Πσχαλίτσα, ο Τάσος, ο Νικόλας, η Δέσπω, η Χάιδω, ο Παυλής, ο Φίλιος, και σιμά τους οι αρματωμένοι της Κλεφτουριάς, οι ήρωες και ηρωΐδες του λαού μας που βαφτίστηκαν μια φορά στο λάδι για την πίστη τους και μια φορά στο αίμα για την πατρίδα τους.
Άγιο Αίμα.

Στην Ιστορία συχνά μαθαίνουμε από τις σιωπές περισσότερα απ΄ ό,τι από τις καταγεγραμμένες φωνές.
Διαβάστε το.

Ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ γεννήθηκε στα Δίκαια του Έβρου και κατοικεί στην Αθήνα. Έχει δημοσιεύσει δεκαεφτά μυθιστορήματα ενηλίκων, τέσσερα μυθιστορήματα για παιδιά και δύο βιβλία για παιδιά πρώτης σχολικής ηλικίας, ενώ έχει συμμετάσχει σε τρεις συλλογές διηγημάτων. Ασχολείται επίσης με τη συγγραφή σεναρίων και θεατρικών έργων. Το μυθιστόρημά του ΤΟ ΑΣΤΡΟΛΟΥΛΟΥΔΟ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ τιμήθηκε με το Βραβείο Καλύτερου Έργου Μνήμης 2003-2004 στο πλαίσιο του 20ού Πανελλήνιου Συμποσίου Ποίησης και Πεζογραφίας. Επίσης, το μυθιστόρημα ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών – ΕΚΕΒΙ 2010, ενώ το ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ υποψήφιο για το ίδιο βραβείο το 2012, όπου και κατέλαβε τη δεύτερη θέση στις ψήφους των αναγνωστών και των Λεσχών Ανάγνωσης.