Συγγραφέας του βιβλίου «Το λουρί της τρέλας» – Εκδόσεις «Πηγή»

Ένα σκοτεινό μυθιστόρημα -που σύμφωνα με τον Άρη Δεληγιαννίδη, δε βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, δεν είναι συρραφή ιστοριών, είναι ένα κατεξοχήν παράγωγο της φαντασίας αποτυπωμένο σε χαρτί»- κρύβεται πίσω από «Το λουρί της τρέλας». Οι λάτρεις του ψυχολογικού θρίλερ πιστεύω πως θα περάσουν καλά μαζί του, καθώς έχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία που θα τους κρατήσουν ξάγρυπνους και… φοβισμένους. Ο τόπος στον οποίο οι πρωταγωνιστές του ζουν γεγονότα που προκαλούν ανατριχίλα, είναι ένα ιδιόχειρο άσυλο. Εκεί ένας σατανικός ψυχίατρος, έχει εγκλωβίσει τρεις φρενοβλαβείς, για να τους επαναφέρει στα λογικά με απάνθρωπες, όμως, μεθόδους. Αυτό που κρατώ από την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στο Vivlio-life για το είδος του βιβλίου που υπηρετεί, είναι το εξής: «Το καλό βιβλίο, αν του αφιερωθείς θα σε ανταμείψει. Θα σε αφήσει μέσα του, όσο περισσότερο το αφήσεις και εσύ μέσα σου. Στο κάτω κάτω, αν θες να χαλαρώσεις, βγες για μία μπύρα!»

Ένα είναι σίγουρο: Πως με το βιβλίο σας δε θα χαλαρώσουμε. Αντίθετα αντικρίζοντας το εξώφυλλό του και διαβάζοντας τον τίτλο του, κάποιοι ίσως νιώσουν ανατριχίλα. Είναι τα ψυχολογικά θρίλερ η ειδικότητά σας;
Αν έχω υπηρετήσει καλλιτεχνικά, κάτι με συνέπεια μέχρι τώρα, είναι η σκοτεινή φαντασία. Μπορεί αυτό να είναι ψυχολογικό θρίλερ, μπορεί επιστημονική φαντασία, μπορεί και ένα σκοτεινό παραμύθι. Νιώθω την ύπαρξη μίας ιδιαίτερης ομορφιάς και έλξης εκεί που ο ήλιος δεν έχει θέση. Και αυτό δεν είναι τόσο στις σκιές και στη νύχτα αλλά κυρίως κάτω από το δέρμα της ανθρώπινης φύσης. Όσο πιο βαθειά τόσο δυσκολότερη η πρόσβαση στο φως. Από εκεί μέσα αναδύεται όμως η πραγματική ομορφιά. Αυτό που είμαστε, αυτό που καταπιέζουμε, που ίσως ντρεπόμαστε να προβάλουμε στην ασπρόμαυρη κοινωνία και το κρύβουμε. Σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για ένα χαλαρό βιβλίο, αλλά σκοπός του είναι να βρει πρόσφορο έδαφος στην χαλαρότητα του αναγνώστη, για να καλλιεργήσει τους δύστροπους σπόρους μίας αναρριχόμενης ψυχολογικής αστάθειας.

Στο οπισθόφυλλό σας το χαρακτηρίζετε «σκοτεινό μυθιστόρημα». Εξηγείστε μας αυτές τις δυο λέξεις.
Όπως περιέγραψα και στην παραπάνω ερώτηση όλα διαδραματίζονται στις μαύρες αιχμές που σκορπούν σκληρά φώτα και ακόμα σκληρότερα ψυχολογικά προβλήματα. Η μάχη με το εσωτερικό κακό, την ηθική, ψυχική και σωματική κατάρρευση, αντανακλά ελάχιστες ποσότητες φωτός. Ψήγματα σκοπού και ελπίδας. Εκτός αυτών, μόνο η νύχτα κυριαρχεί στην σφαλιστή αποθήκη. Το μυθιστόρημα νομίζω είναι προφανές. Δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, δεν είναι συρραφή ιστοριών, είναι ένα κατεξοχήν παράγωγο της φαντασίας αποτυπωμένο σε χαρτί.

Θέμα σας μια παρανοϊκή ορχήστρα φρενοβλαβών «στα σκοτεινά, μουχλιασμένα δωμάτια του ιδρύματος». Ποια πρόσωπα συνθέτουν την… ορχήστρα και ποιος είναι «ο ψυχίατρος μαέστρος;»
Πιάνοντας το νήμα της ερώτησης από το τέλος, μαέστρος αυτής της αιματηρής παραφωνίας είναι ο πρωταγωνιστής ψυχίατρος, ο οποίος έχει εγκλωβίσει στο ιδιόχειρο άσυλο που έχει στήσει, μακριά από τα μάτια της κοινωνίας, αρχικά τρεις φρενοβλαβείς. Σκοπός του είναι να πειραματιστεί πάνω τους, παλεύοντας να τους επαναφέρει στα λογικά. Οι μέθοδοί του μόνο ενδεδειγμένοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Όταν η πρόβα τζενεράλε ρίχνει την αυλαία, ξεκινάει το πραγματικό, εκκωφαντικό κρεσέντο παράνοιας. Η ορχήστρα αντιδρά και η πτώση του μαέστρου στα άδυτα του σκοπού του δεν έχει τέλος.

Έλλη. Μιλήστε μας για τη μικρή σας πρωταγωνίστρια και τον λόγο που την κρατάει με ζουρλομανδύα ο πατέρας της.
Η Έλλη είναι ο σκοπός. Είναι ο λόγος που γίνονται όλα. Είναι το κορίτσι με τις ακραίες συμπεριφορές σχεδόν δαιμονικής σχιζοφρένειας, η πάθηση της οποίας σπρώχνει το νυστέρι του πατέρα όλο και πιο βαθειά στους εγκέφαλους των ανθρώπινων πειραματόζωων, τους οποίους κρατά φυλακισμένους στα κελιά της αποθήκης. Η Έλλη είναι άλλη μία τραγική διπολική φιγούρα, όπου η ευαίσθητη παιδική πλευρά της λογικής της αντιμάχεται τα επιθετικά νύχια της τρέλας.

Διαβάζοντας προσεκτικά την ιστορία σας, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως υπάρχουν οικογενειακά δράματα πίσω από τους ανθρώπους. Συνήθως είναι αυτά που ευθύνονται για μια διαταραγμένη ψυχή;
Ναι, η αλήθεια είναι πως ο πυρήνας της ιστορίας μας είναι ένα οικογενειακό δράμα. Πλαισιώνεται από αρκετά ακόμα, τα οποία μαρτυρούν πως η διαταραγμένη ψυχική υγεία του καθενός δεν είναι μία αποκομμένη πάθηση. Δεν είναι λοίμωξη ή κάταγμα. Είναι μία ολόκληρη πορεία. Ένα σκοτεινό ταξίδι το οποίο ενεργοποιεί τους λάθος διακόπτες, καίει τις λάθος ασφάλειες και διασκορπίζει την λογική, κάποιων ίσως κατασκευαστικά-γενετικά επιρρεπών εγκεφάλων. Ας μην ξεχνάμε πως η διαταραγμένη ψυχή δεν έχει ούτε μονάδα μέτρησης, ούτε σαφή οδό χαρακτηρισμού της ως τέτοια. Ο καθένας μας στην εσωτερική ψυχική όασή του, δημιουργεί (ή επιτρέπει) κυματισμούς και διαταράξεις. Κάποιοι καταφέρνουν να καταλαγιάσουν τον καιρό και να επαναφέρουν την ηρεμία και την τάξη, κάποιοι ισορροπούν σε ένα νέο εύθραυστο, εσωτερικό οικοσύστημα, ενώ δυστυχώς κάποιοι φουντώνουν τον άνεμο, δημιουργούν στροβίλους, σκορπούν τα νερά της λογικής και αφήνουν μόνο ξηρασία και έρημο στην ψυχή τους.

Πόσο λεπτή είναι τελικά η γραμμή ανάμεσα στη λογική και την παράνοια; Αρκεί μια ψυχοφθόρα κατάσταση για να θολώσουν τα άδυτα της ψυχής του ανθρώπου;
Προσωπική μου άποψη είναι πως έχει το πάχος μίας κλωστής ή μιας τρίχας. Γνωρίζω ανθρώπους που ουδέποτε κατάφεραν να διαχειριστούν ένα σοκαριστικό για αυτούς γεγονός. Η χρήση φυσικά του όρου «παράνοια» γίνεται λίγο καταχρηστικά, μιας και το τσαλάκωμα της λογικής και η λειτουργία με διαφορετικό τρόπο δεν σημαίνει υποχρεωτικά παράνοια. Το αντίθετο της λογικής είναι το παράλογο. Ακόμα και αυτό όμως το δίπολο είναι καθορισμένο μέσα σε κοινωνικά, θρησκευτικά, πολιτικά ακόμα και οικονομικά πλαίσια και συνήθως η χάραξη των συνόρων γίνεται από το χέρι τρίτων, σίγουρα όχι για ανθρωπιστικούς λόγους. Η συζήτηση είναι τεράστια και δεν θέλω να καταχραστώ τον χώρο. Θα επιστρέψω όμως στην χρήση της παράνοιας, παραδεχόμενος πως χρωματίζει το κείμενο με τρόπο σχετικά απλουστευμένο, έτσι ώστε να υπηρετεί το είδος όπου ανήκει το μυθιστόρημα.

Αρκετές ήταν οι φορές που αναρωτηθήκατε για τους πρωταγωνιστές σας: «Θύτης ή θύμα;». Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου θα έχει απαντηθεί αυτό το ερώτημα;
Δεν χρειάζεται να διαβάσετε καν το βιβλίο! Θα σας το μαρτυρήσω σε αυτές εδώ τις γραμμές. Οι βασικοί χαρακτήρες είναι ταυτόχρονα και τα δύο. Η χρήση αυτών των δύο όρων από «Θ» γίνεται με τρόπο κινηματογραφικό. Σαν δύο φώτα που φωτίζουν από δύο διαφορετικές (όχι αντίθετες) πλευρές τους χαρακτήρες. Η κάθε δέσμη προκαλεί την δική της σκιά. Έτσι ο χαρακτήρας ζει με δύο σκιές και πολλαπλές αυξομειώσεις των εντάσεών τους. Όσο περισσότερο έχουν οι συνθήκες το χέρι τους στον ροοστάτη, τόσο πιο έντονη γίνεται η σκιά του θύματος. Όσο το χέρι και η στρεβλή λογική του χαρακτήρα αναλαμβάνουν τα ηνία, τόσο θρέφεται η σκιά του θύτη. Σε αυτήν την σκακιέρα τα λευκά και τα μαύρα είναι αντανακλάσεις των ίδιων πιονιών.

Το ψυχιατρικό άσυλο στο οποίο τοποθετήσατε τους ήρωές σας είναι υπαρκτό ή απλά προϊόν μυθοπλασίας;
Ενδιαφέρουσα η ερώτηση γιατί φαντάζομαι στατιστικά η απάντηση έπρεπε να είναι προφανώς η δεύτερη. Τυχαίνει όμως να βρέθηκα σε ένα πραγματικό μέρος, το οποίο ήταν εγκαταλειμμένη αποθήκη με ψυγεία κρεάτων (όπως δηλαδή εμφανίζεται και στο μυθιστόρημα) και αυτή η επίσκεψη ήταν ο θεμέλιος λίθος, πάνω στον οποίο δομήθηκε στο μυαλό μου όλη αυτή η ιστορία. Κράτησα περίπου το 70% της πραγματικής κάτοψης του κτιρίου όπου κινήθηκαν τελικά οι χαρακτήρες μου.

Αν και καρδιολόγος διαπιστώνουμε πως στο μυθιστόρημά σας χρειάστηκαν και γνώσεις ψυχιατρικής. Ήταν εύκολη η συγγραφή ενός τέτοιου δύσκολου εγχειρήματος;
Από τα φοιτητικά μου χρόνια ένιωθα μία έλξη προς το συγκεκριμένο γνωστικό πεδίο. Είχα γραφτεί και παρακολουθήσει ό,τι μάθημα επιλογής υπήρχε γύρω από τον συγκεκριμένο τομέα και φυσικά προσπάθησα να ζήσω στο έπακρο κάθε μάθημα το οποίο λάμβανε χώρα μέσα στο ψυχιατρείο. Στον δικό μου χρόνο διάβασα και κάποια συγγράμματα και θεωρίες πχ. Freud, Lacan, Jung. Προσπάθησα να χρησιμοποιήσω το όποιο υπόβαθρο είχα από τις (ξεπερασμένες;) θεωρίες της ψυχανάλυσης, να τις συνδυάσω με έρευνα πάνω σε ακραίες τακτικές του παρελθόντος, να τα ανεβάσω λίγο σε επίπεδο αγριάδας και να τα παντρέψω με το εκτυλισσόμενο δράμα. Αν ήταν εύκολο δεν ξέρω. Σε άλλες στιγμές ήταν, σε άλλες στιγμές όχι. Το σίγουρο ήταν πως συχνά έπρεπε να δίνω μάχη με τον εαυτό μου ως επιστήμονα, στο κατά πόσο έπρεπε να κρατήσω μία πραγματική εκδοχή των θεωριών και των πρακτικών, ιδίως όταν αυτές δεν μου έκαναν τη χάρη να συμβαδίζουν με τον τρόπο που ήθελα εγώ να εκτυλιχθεί η δραματουργία. Συνήθως κέρδιζε η λογοτεχνική πλευρά, η οποία άλλωστε κρατούσε την πένα, κάποιες φορές όμως, αυτό γινόταν, αφήνοντας ενοχικά κατάλοιπα στο έτερο ημισφαίριο.

Δε χρησιμοποίησα τη λέξη «ειδικότητα» τυχαία στην πρώτη ερώτησή μου. Η ειδικότητα της καρδιολογίας κατέχει μια σπουδαία θέση στο βιογραφικό σας. Μάλιστα, εδώ και τέσσερα χρόνια είστε διδάκτορας της Ιατρικής Σχολής. Σπουδάσατε, όμως και κινηματογράφο. Ήταν εύκολο αυτό το «ταίριασμα»;
Ανάλογα πως εννοούμε το εύκολο. Αν το βλέπουμε από πλευράς χρόνου, υποχρεώσεων και ευθυνών, καθώς και δουλειάς, σίγουρα όχι. Μόνο εύκολο δεν θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω. Από άποψης συνταιριάσματος όλων αυτών των ετερόκλητων πραγμάτων στο μυαλό μου ήταν όμως αρκετά εύκολο και κυρίως ευχάριστο. Νιώθω πως είναι όλα αυτά κομμάτια του εαυτού μου και δεν θα μπορούσα να μην τα κάνω. Σαν να πλένεις τα δόντια σου, να οδηγείς, να βλέπεις ταινία και να κάνεις μία όμορφη κουβέντα. Είναι εύκολο να τα κάνεις όλα μαζί; Όχι. Αλλά οργανώνοντας σωστά το χρόνο, μπορείς να τα κάνεις όλα και να καταλήξουν σε μία ιδιαίτερα ευχάριστη μέρα.

Ήδη δυο ταινίες σας έκαναν μια αξιόλογη φεστιβαλική πορεία. «Το λουρί της τρέλας» θα μπορούσε να γίνει ένα κινηματογραφικό ψυχολογικό θρίλερ;
Σαν συνέχεια προηγούμενης απάντησης, αυτή έρχεται να δέσει την πραγματικότητα. Αφού είχα δει το κτίριο που γέννησε την ιδέα της ιστορίας, συγκέντρωσα το υλικό στο μυαλό μου και έγραψα το πρώτο σενάριο μεγάλου μήκους που έχω στα συρτάρια μου. Έτσι κάθε πράξη και κάθε διάλογος που διαβάζετε σε αυτό το βιβλίο είχαν γραφτεί (διαφορετικά φυσικά) προ 8ετίας, με σκοπό να μεταφερθεί η ιστορία στην μεγάλη οθόνη. Φυσικά αυτό αποδείχθηκε ένας άθλος μεγαλύτερος των δυνατοτήτων μου. Όταν τρία χρόνια αργότερα καταπιάστηκα με τη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων, άρχισε να δραστηριοποιείται και πάλι μέσα μου εκείνο το σενάριο. Οι χαρακτήρες φώναζαν και ήθελαν με κάποιον τρόπο να ελευθερωθούν. Έτσι το δοκίμασα και με περηφάνια σας παρουσίασα φέτος το εν λόγω έργο. Εκείνη η μικρή ελπίδα όμως φωλιάζει ακόμα και περιμένει το κάλεσμα να επιστρέψει το κείμενο στην αρχική του μορφή και να γίνει οδηγίες προς ηθοποιούς, οι οποίοι να μεταφέρουν την δραματουργία στο πανί.

Οι Έλληνες αγαπάμε αυτού του είδους τα βιβλία και ταινίες;
Δυστυχώς οι Έλληνες δεν αγαπάμε το διάβασμα γενικότερα. Από τα λίγα στατιστικά που γνωρίζω, τα βιβλία θρίλερ δεν είναι και ιδιαίτερα δημοφιλή στη χώρα μας. Στις ταινίες τώρα, ξεκίνησε ένα κύμα από την Αμερική, τα τελευταία 10 χρόνια, με θρίλερ τα οποία ξέφυγαν από το underground και μπήκαν στην λίγκα των εμπορικών. Οι παραγωγοί μυρίστηκαν χρήματα και έδωσαν βάση σε αυτό. Έτσι μεγάλωσε το προϊόν και πέρασε και τον Ατλαντικό. Όλα αυτά (παρά την χαμηλή ποιότητα) βοήθησαν να ανέβει το είδος και να περάσει σε ένα ευρύτερο κοινό. Μακάρι να περάσει και στο βιβλίο αυτή η τάση, όπως έγινε με το αστυνομικό μυθιστόρημα. Μακάρι να καταφέρουμε και οι Έλληνες συγγραφείς να δημιουργήσουμε ένα μέτωπο ποιοτικών βιβλίων του είδους και να πυροδοτήσουμε την αριθμητική έκρηξη του αναγνωστικού κοινού που επιθυμούμε. Θα δούμε.

Η βιβλιοθήκη σας αποτελείται μόνο από ψυχολογικά θρίλερ;
Νομίζω ελάχιστα τέτοια θα βρεθούν. Δεν μου αρέσει να αναπαράγω αυτά που διαβάζω. Ή βιβλιοθήκη μου αποτελείται από τα περισσότερα λογοτεχνικά ήδη που υπάρχουν. Κλασικά λογοτεχνικά, δίνουν τη σκυτάλη σε επιστημονική φαντασία, θρίλερ, δράματα. Ο Όσκαρ Ουάιλντ και ο Ντοστογιέφσκι, ο Τομ Ρόμπινς, ο Νιλ Γκάιμαν, ο Μούρκοκ και ο Τόλκιν, ο Άρθουρ Κλαρκ και ο Φίλιπ Ντικ, ο Νταν Μπράουν και ο Έκο, ο Μπάρκερ, ο Πόε και ο Λιγκότι, όλοι κάθονται μαζί με δεκάδες άλλους, στα ράφια της βιβλιοθήκης μου και τροφοδοτούν την φαντασία μου, για να γράψω τις ιστορίες που θέλω, χωρίς να προσπαθώ να μιμηθώ κάποιον από τους Μεγάλους. Σίγουρα η νεογέννεση είναι κάτι το ανέφικτο, μα η διασταύρωση φαινομενικά ετερόκλητων στοιχείων είναι ό,τι πιο κοντά σε αυτήν.

Μετά από μια φορτισμένη μέρα με δύσκολα καρδιολογικά περιστατικά ποιο βιβλίο θα επιλέγατε για να χαλαρώσετε;
Δεν χαλαρώνω με βιβλία. Προτιμώ τις σειρές, τη μουσική, τις ταινίες για κάτι τέτοιο. Στην ανάγνωση θέλω να είμαι 100% σε εγρήγορση. Να διαβάζω, να κατανοώ, να σταματάω, να σκέφτομαι τις ιδέες, να προσπαθώ να εμβαθύνω ακόμα και σε σημεία που είμαι σίγουρος πως ο συγγραφέας δεν το είχε σκοπό. Το διάβασμα έχει κάτι το προσωπικό. Έχει την τοποθέτηση του εαυτού μέσα σε έναν ξένο, μα περιέργως γνώριμο κόσμο. Τα οπτικοακουστικά μέσα στο κλέβουν αυτό. Παλεύουν για την ταύτιση με άλλους τρόπους. Πιο τεχνικούς. Το καλό βιβλίο, αν του αφιερωθείς θα σε ανταμείψει. Θα σε αφήσει μέσα του, όσο περισσότερο το αφήσεις και εσύ μέσα σου. Στο κάτω κάτω, αν θες να χαλαρώσεις, βγες για μία μπύρα!

Ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη. Χαίρομαι για την ιδιαιτερότητα των ερωτήσεων και την πρόκληση που παρουσίασαν. Εύχομαι να απολαύσουν οι αναγνώστες σας «Το Λουρί της Τρέλας», να τρομάξουν, να σκεφτούν, να αμφισβητήσουν, να το νιώσουν στην ολότητά του.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Στα σκοτεινά, μουχλιασμένα δωμάτια του ιδρύματος οι φρενοβλαβείς ουρλιάζουν άδικα! Κάνεις δεν τους ακούει. Θύματα ή θύτες; Το φαινομενικά αθώο κοριτσάκι, µε τους σκιερούς εσωτερικούς δαίμονες μειδιά. Τα απαλά του μαλλιά κρύβουν μέσα τους σατανικά κέρατα. Θύμα ή θύτης; Ο ψυχίατρος μαέστρος παλεύει να φτάσει στα άδυτα της διαταραγμένης ψυχής, αυτής της παρανοϊκής ορχήστρας. Απαρχαιωμένες, σύγχρονες και πειραματικές μέθοδοι γεμίζουν τη φαρέτρα του µε όπλα που λυσσούν για σάρκα.
Θύμα ή θύτης; Ένα σκοτεινό μυθιστόρημα που ακροβατεί ανάμεσα στις θολές γραμμές του σωστού και του λάθους, του σκοπού και των μέσων, της λογικής και της παράνοιας, του οικογενειακού δράματος και του αιματοκυλίσματος. Ένα ψυχολογικό θρίλερ που διαδραματίζεται στις σαθρές, λαβυρινθώδεις, εγκεφαλικές έλικες των ηρώων του, στα σκοτεινά δωμάτια που βρίσκεται έγκλειστη η κανονικότητά τους, στους ψηλοτάβανους, ερεβώδεις διαδρόμους του ασύλου, όπου τα τσιμέντα διψούν για αίμα, σχιζοφρένεια, ψυχές και θάνατο.

Βιογραφικό
Ο Άρης Δεληγιαννίδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Το 2006 αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή και το 2012 από τη Σχολή Κινηματογράφου του ΑΠΘ. Από το 2010 μέχρι σήμερα εργάζεται ως καρδιολόγος. To 2016 ορκίστηκε Διδάκτορας της Ιατρικής Σχολής. Το 2008-2011 αρθρογραφούσε σε μουσικού περιεχομένου webzines. Το 2013-2019 εκδόθηκαν διηγήματά του στις συλλογές διηγημάτων «Αντίθετο Ημισφαίριο 2», «Τρόμος και Φαντασία στη Θεσσαλονίκη», «Αντίθετο Ημισφαίριο 3», «Τρόμος», «Το Έπος της Φαντασίας», «Ζόμπι στην Ελλάδα», «Ονειρικές Αφηγήσεις», 4 εκ των οποίων ως νικητήριο αποτέλεσμα του αντίστοιχου διαγωνισμού. Το 2013-2017 ολοκλήρωσε τις μικρού μήκους ταινίες «Ευλάβεια» (σενάριο, μοντάζ, παραγωγή, βοηθός σκηνοθέτη), «Σαρκοβόρος» (σενάριο, μοντάζ), «Eye Candy», «Γείτονες» (µοντάζ), «Τριπ», «Durckness» και «Το Κουτί» (σενάριο, σκηνοθεσία, μοντάζ, παραγωγή). Το 2017 εκδόθηκε το πρώτο του προσωπικό συγγραφικό έργο, η ανθολογία διηγημάτων σκοτεινής φαντασίας «Η Άλλη Πλευρά του Δικού σου Καθρέφτη».