ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗΣ-Γράφει η Bιργινία Αυγερινού

«…Η φωτιά, κι όλο προχωρούσε. Οι πύρινες ρομφαίες, και το πανδαιμόνιο των κρότων απ’ το γκρέμισμα των σπιτιών, συμπλήρωναν τη νικητήρια ιαχή των Τούρκων. Λόγιασε: Πελώριους χαλκομπρούτζινους δαίμονες της κόλασης με πανύψηλα κανιά, με μαβιά στίγματα κάπου-κάπου, με στόμα παμφάγο, απ’ όπου ξερνιέται το πιο σαρκαστικό και πιο θορυβωδικό χαχάνισμα κι απ’ όπου ξεπηδούν τεράστια χαλυβδένια δόντια, που ροκανίζουν ό,τι κι αν βρούνε. Αυτό, μέσα στην πόλη. Όξω απ’ αυτή, στο ύπαιθρο, ο χαλασμός. Η μέθη της νίκης, αδερφοποιτή με όλες τις κακίες του πολέμου: την αρπαγή, τη σφαγή, την ατίμωση….»


Ιστορική αυτοβιογραφική μαρτυρία το έργο του Άγγελου Δρόσου για τη Σμύρνη του 1922. Οι Εκδόσεις Πατάκη, κυκλοφόρησαν το έργο του Δρόσου με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι αναμνήσεις του συγγραφέα από την εποχή του χαλασμού και της μεγάλης φυγής των Ελλήνων της Σμύρνης προς την Ελλάδα. Το έργο πρωτοκυκλοφόρησε το 1933 όπως αναφέρει και η Καίτη Δρόσου, κόρη του συγγραφέα, δημοσιογράφος και ποιήτρια και η ίδια, στον επίλογο του βιβλίου.

Ο Άγγελος Δρόσος, συγγραφέας και δημοσιογράφος, γεννήθηκε στην Ιστιαία το 1896 και πέθανε στην Αθήνα το 1966. Ορφάνεψε από νωρίς και, στα δεκατέσσερά του χρόνια, κατέφυγε στην Αθήνα, µε µόνο εφόδιο το απολυτήριο του τότε Σχολαρχείου. Έπειτα εγκαταστάθηκε στη Σµύρνη, όπου άρχισε να συνεργάζεται µε τις ελληνικές εφημερίδες της πόλης ως δημοσιογράφος και, όταν άρχισε η µικρασιατική εκστρατεία, µε αθηναϊκές εφημερίδες ως πολεµικός ανταποκριτής· επίσης, παντρεύτηκε και απέκτησε µία κόρη, την Καίτη Δρόσου. Μετά την καταστροφή της Σµύρνης το 1922 κατάφερε να επιστρέψει µε την οικογένειά του στην Ελλάδα –όπου απέκτησε τη δεύτερη κόρη του, Αύρα Δρόσου– και εργάστηκε στον ηµερήσιο και περιοδικό Τύπο της Αθήνας. Το 1933 εξέδωσε το Ανάµεσα στους πεθαµένους. Ήταν µέλος του Συνδέσµου Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ενώσεως Συντακτών Ηµερησίων Εφηµερίδων και της Διεθνούς Οµοσπονδίας Δηµοσιογράφων, ενώ το 1955 τιµήθηκε µε τον Χρυσό Σταυρό των Ταξιαρχών του Φοίνικα.


«…Σε λίγο, όλο το νεκροταφείο είχε γεμίσει. Δε χωρούσε πια άλλους. Όχι λίγοι σπάσανε την πόρτα του οστεοφυλακίου, και μπήκανε μέσα. Και τώρα, θ’ άρχιζε κι άλλη τραγωδία. Η ζωή μας θα γινότανε αβίωτη κει μέσα. Πολυκοσμία, ακαθαρσίες, χωρίς νερό, χωρίς τροφή, φύρδην μίγδην, ζώα μικρά μετά μεγάλων, κάθε καρυδιάς καρύδι, με στοιχεία κακοποιά που βγήκανε απ’ τις φυλακές και πτωμαΐνη από τους τάφους. Τι να γίνει; Αφού δε μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, ας αφήσουμε τα πράγματα όπως έρχονται…»


Προσωπική και δραματική η αφήγηση του συγγραφέα, αποτυπώνει όλα όσα έζησαν οι Έλληνες σε εκείνη τη φριχτή περίοδο της ιστορίας του Ελληνισμού. Ο πόνος, η πίκρα, η ελπίδα της ελευθερίας, ο φόβος η απώλεια, ο ξεριζωμός και ο αποχωρισμός. Και ύστερα, το θάρρος, η ελπίδα μα και η απογοήτευση των προσφύγων. Μέσα από το έργο του Άγγελου Δρόσου, γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση και γραφή απαλλαγμένη από λυρισμούς, ξεδιπλώνεται η ιστορία χιλιάδων Ελλήνων της Μικρασιατικής καταστροφής, ένα βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί από όλους.

“Η Σμύρνη ήτανε τώρα δοσμένη ολόκληρη μέσα στην πύρινη ακολασία και οι καυτερές φλόγες έγλειφαν με ηδονή σατύρων τις τοίχινες σάρκες της. Και για να συμπληρωθεί η εικόνα με όλα τα πρωταγωνιστούν τα πρόσωπα, και για να μη λείψει απ’ αυτόν τον αθέμιτο γάμο της καταστροφής ο ρουφιάνος, τα συμμαχικά πολεμικά ρίξανε τους προβολείς τους στην ξηρά. Το φως των προβολέων και η λάμψη της φωτιάς στροβίλιζαν έτσι παιχνιδιάρικα, λες κι ήτανε πανηγύρι, λες και ο χαλασμός της Σμύρνης και η ανθρωποσφαγή, κι ο θρήνος των παρθένων και των γυναικοπαίδων, ήτανε το ποθούμενο τέλος του Παγκόσμιου πολέμου, κι άξιζε να γίνει αυτή η ασύλληπτη φωτοχυσία“.


Ο Άγγελος Δρόσος (1896-1966), δημοσιογράφος, πολεμικός ανταποκριτής στη Σμύρνη, ήταν από τους ανθρώπους που είχαν το θλιβερό προνόμιο να ζήσουν την καταστροφή, την οποία κατέγραψε σε αυτό το βιβλίο που ζωντανεύει την ατμόσφαιρα του τρόμου, του ζόφου και της φρίκης καθώς η μεγάλη πυρκαγιά αφάνιζε την πόλη. Μια προσωπική μαρτυρία, για μια εποχή που η Ιστορία ευνόησε την κτηνωδία και διέλυσε τις ζωές των ανθρώπων. Το Ανάμεσα στους πεθαμένους (πρώτη έκδοση το 1933) είναι ένα ντοκουμέντο υψηλής θερμοκρασίας επειδή ακριβώς έχει γραφτεί αμέσως μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα που περιγράφει.
Τον επίλογο υπογράφει η κόρη του, Καίτη Δρόσου, ποιήτρια, δημοσιογράφος και σύζυγος του Άρη Αλεξάνδρου, η οποία αποσαφηνίζει το “ποιος είναι ποιος” στο βιβλίο – και σημειώνει: “Το μωρό, εγώ, γλίτωσα… Δεν ξέφυγα απ’ τα χέρια της μάνας μου, δεν τ’ αποφάσισε κανείς να με πνίξει, όταν τα κλάματά μου πρόδιδαν το κρησφύγετο”.