«Η αγάπη είναι αιώνια όσο διαρκεί»
«Αυτό που θέλει η αγάπη, η αγάπη τολμά…» Σαίξπηρ
«Μόνο τα πάθη, τα μεγάλα πάθη, μπορούν να ανεβάσουν την ψυχή σε μεγάλα πράγματα.» Denis Diderot
«Η ομορφιά σε έναν έρωτα δεν είναι ούτε στην αρχή ούτε στο τέλος, είναι στη διαδικασία». Sara Rattaro
Η «Αρχή» προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τον Έρωτα, όχι να παρουσιάσει τον πρωτόπλαστο θεό ή τον έρωτα της Διοτίμας, «όστις έστιν ούτε θεός ούτε άνθρωπος, ούτε θήλυς ούτ΄άρρην, αλλ΄ αβέλτερος». Ούτε τον έρωτα του Παυσανία, τον Πάνδημο, «όστις εξεργάζεται ό,τι αν τύχη» (ο οποίος χρησιμοποιεί ότι κι αν του τύχει). Αλλά τον άλλο έρωτα τον Ουράνιο ή της Διοτίμας «το ερώμενον έρωτα είναι ου το ερών». Ο Έρως σύμφωνα με τον Σωκράτη δεν είναι θεός αλλά δαίμονας, ένα πλάσμα μεταξύ ουρανού και γης και θεού και θνητού. Ένας δαίμονας σε αιώνια αναζήτηση του ερωτικού αντικειμένου, που δεν έχει τίποτα το λεπτό ούτε το ευχάριστο όπως πολλοί σκέφτονται. Αντιθέτως, είναι «σκληρός και αιχμηρός και ανυπόδητος και άοικος, χαμαιπετής αεί ων και άστρωτος, επί θύραις και εν οδοίς υπαίθριος κοιμώμενος».
«Ίσως αυτό που κάνει τον έρωτα μοναδικό και άπιαστο είναι το ότι πεθαίνει και ξαναζεί κάθε στιγμή.» Juan Baladan Gadea
Ο Έρωτας είναι δεν ξοδεύεται, δεν πουλιέται, δεν κρύβεται αλλά ελεύθερος μεγαλουργεί. Ο Έρωτας είναι φιλοσοφία. Αυτήν την αίσθηση της φιλοσοφικής διάστασης του έρωτα παίρνει κάποιος διαβάζοντας την «Αρχή». Το έργο είναι δύο σύγχρονες ερωτικές νουβέλες, μόνο που οι ήρωες και οι ηρωΐδες του δεν εξαντλούνται τη σχέση τους με τυπικό τρόπο. Η γυναίκα με την οποία σχετίζεται το κεντρικό πρόσωπο της πρώτης νουβέλας, ο Ανδρέας, του διαμορφώνουν την κοσμοθεωρία του μέσα από τα όνειρά τους. Αλλά εδώ δεν μιλάμε για τον φυσικό επηρεασμό που συμβαίνει αμφίπλευρα στις σχέσεις. Η Ευρυδίκη και ο Ανδρέας έχουν όνειρα. Όνειρα που δεν περιορίζονται στο πώς θα εξελιχθεί η σχέση τους με τον άνθρωπο που αγαπάνε, αλλά όνειρα που έχουν να κάνουν με την κοινωνία και τον κόσμο ολόκληρο, με τη διαφορά πως μέσα σ΄ αυτά τα όνειρα ο Ανδρέας έχει έναν βασικό ρόλο για την εκπλήρωσή τους.
Οι δύο νουβέλες έχουν διαφορετική θεματολογία και κοινό τίτλο.
Η πρώτη νουβέλα αναφέρεται σε ένα ανεκπλήρωτο έρωτα.
«Όποιοι δεν δίνουν τίποτα, δεν έχουν τίποτα. Η μεγαλύτερη κατάρα δεν είναι να μην σε αγαπούν αλλά να μην αγαπάς.» Albert Camus
Κύπρος. Ο Ανδρέας δεν ήταν απλώς λυπημένος αλλά σφαγμένος γιατί η πατρίδα του αιμορραγούσε συνεχώς, απέμεινε ανάπηρη, την έκοψαν στα δύο ,που το ένα κομμάτι γύρευε με πόθο το άλλο. Με την πατρίδα του διχάστηκε κι αυτός. Ήταν ένας ραψωδός της μνήμης. Ήταν ραψωδός των ηττημένων και των αγαπημένων νεκρών. Εκείνο που τον συγκινούσε περισσότερο, ήταν να διαβάζει την Ιλιάδα, αλλά εκεί που δάκρυζε, μετά την εισβολή στον τόπο του, ήταν η τρυφερότητα της μητέρας Θέτιδος να ετοιμάσει τα ρούχα του Αχιλλέως για τον πόλεμο.
Στον εκδοτικό οίκο που εργαζόταν ο Ανδρέας, ήρθε μια μέρα μια κοπέλα με έντονη φυσιογνωμική προσωπικότητα. Ψιλόλιγνη, με ύφος και μάτια όμορφου αγριμιού. Φαινόταν πολύ καλλιεργημένη, με καλές φιλολογικές σπουδές.
Της πρόσφερε τα αισθήματά του, την ερωτεύτηκε, αλλά αυτή τον απέφυγε ,διότι ήταν δοσμένη σε ένα προσωπικό δαίμονα που την ταλάνιζε. Την έλεγαν Ευρυδίκη, όνομα που κυοφορούσε την μοίρα του αρχετύπου, εκείνης της κοπέλας που ξεψύχησε από δάγκωμα φιδιού και την αναζητούσε ο Ορφέας με την λύρα του στα δώματα του Άδη.
Ο Ανδρέας δεν είναι Ορφέας, ούτε παίζει λύρα, ένας απλό ραψωδός είναι, ένας στιχουργός χωρίς μουσικό όργανο αλλά θα μπορούσε να γυρεύει την σύγχρονη Ευρυδίκη σε όλα τα Τάρταρα. Την ερωτεύτηκε συντροφιά με τον θάνατο.
Γνωριστήκανε, βγήκανε για καφέ και εκεί της εκμυστηρεύτηκε ότι ήταν παντρεμένος, ότι όταν ήταν πολύ νέος η γυναίκα του τον παρέσυρε στον σαρκικό έρωτα. Είχε μπουχτίσει, ήθελε τα νιάτα του, ήθελε τον αισθηματικό έρωτα τον αργό και ποιητικό. Και η Ευρυδίκη τον ενέπνεε. Όμως αυτή δεν δέχεται τον έρωτά του, διότι δεν είχε πάρει διαζύγιο και δεν ήθελε να παίξει τον ρόλο της ερωμένης ενός παντρεμένου. «Αυτό που μου ζητάς», του είπε, «δεν είναι αγάπη, δεν είναι έρωτας. Δεν θα δεχτώ ποτέ».
O Ανδρέας την πολιορκούσε με πείσμα, όπως οι Αχαιοί την Τροία. Πείσμων έρωτας! Η άρνησή της γιγάντωνε το πείσμα του. Αυτή τον συναντούσε όποτε της το ζητούσε, διότι της άρεσε να του δείχνει την υπεροχή της με την βροντερή της άρνηση. Ήταν κυρίαρχη ενός παιχνιδιού, που δεν ήταν θέμα έρωτος, ούτε εξουσίας.
Έτσι περνούσαν οι μήνες και τα έτη και βρίσκονταν πάντα στο ίδιο σημείο: αυτός να παραμένει κοντά στην γυναίκα του περιμένοντας την εντολή της να την αφήσει, και εκείνη να αρνιέται συστηματικά. Κάτι σαν το παράδοξο του Ζήνωνος με την χελώνα και τον Αχιλλέα.
Πέρασαν τα χρόνια, όπου ο Ανδρέας ζούσε δύο ζωές. Της φαντασίας με όλες τις περιπλοκές της και της πεζότητας με όλη την κόπωση.
Όταν ζητάει διαζύγιο από τη γυναίκα του αυτή αποπειράται να αυτοκτονήσει. Ήταν ένας ψυχολογικός εκβιασμός. Να τον τρομάξει ήθελε η γυναίκα του και φυσικά να τον σκλαβώσει. Ήταν πλέον εξαρτημένος από ένα κουραστικό γάμο. Ήταν μπερδεμένος, φοβισμένος και σαστισμένος. Ήταν ένα μετακινούμενο πρόβλημα, μια μισοκρυμμένη νάρκη. Ζούσε σαν παρθενομάρτυρας.
Η Ευρυδίκη τον κρατούσε σε απόσταση, διότι ήθελε εκδηλώσεις ρομαντικού και τρελού έρωτα. Σαν την Κίρκη έπαιζε με τις μεταμορφώσεις του!
Αυτός έλεγε πάντοτε, να πεθαίνει κανείς όχι για πρόσωπα, αλλά για ιδέες. Κι αυτός που πήγε εθελοντής να πεθάνει για την πατρίδα, από τα καμώματα της τύχης επέζησε, για να ερωτευτεί παράφορα ένα πρόσωπο, μία γυναίκα, την Ευρυδίκη.
Και τελικά ήλθε ο χωρισμός. Ο χωρισμός έκανε τον Ανδρέα να γράψει την ραψωδία των νεκύων (νεκρών). Μέσα στο υπόγειο που είχε υγρασία και μούχλα, όπως στο ομηρικό ανάκτορο του Άδη, έζησε ο Ανδρέας εμπειρίες και φαντασιώσεις παράδοξες. Σαν όλα τα υπογήινα, αρχαία μνημεία και ταφές, το υπόγειο, φέρνει την σφραγίδα του θανάτου. Η ραψωδία του περιείχε πολλούς στίχους ερωτικούς. Αλλά τι σημασία έχει; Όλα τα μεγάλα είναι συνάμα ερωτικά. Ο μεγάλος πόνος ερωτικός, η αγάπη για την πατρίδα ερωτική, ο μεγάλος χαμός ερωτικός, όλα ερωτικά, ακόμη και ο θάνατος που παλεύει με τη ζωή είναι κι αυτός ερωτικός….
Στην δεύτερη νουβέλα αναδεικνύεται ένας δυνατός, φλογερός και αειθαλής έρωτας.
Ο Έρωτας είναι πάθος, αισθησιακή έλξη, θελκτικά αισθήματα, σεξουαλική επιθυμία, ποίηση, καρδιοχτύπι, φωτιά, λυγμός, ονειροπόληση, μαχαιριά, χαμόγελο, σιωπή, τρέλα, τώρα, πριν, μετά, πάντα. Ο Έρωτας φουντώνει αν δύο σώματα ποθούν το ένα το άλλο. Ο Έρωτας ξέρει να ησυχάζει τον θάνατο, να τον κρατά σε καταστολή δίνοντάς του απόσταση. Όταν άστρα και φωτεινά σώματα συναντιούνται και ορισμένες φορές συγκρούονται στα ουράνια, είναι Έρωτας. Όταν στην αρχή της Άνοιξης ο χυμός φουσκώνει την καρδιά του δέντρου, είναι Έρωτας. Όταν δυο πλάσματα βρίσκονται μαζί κι αγκαλιάζονται, για μία ώρα, για μία ζωή, είναι πάντα Έρωτας. Πόσο θλιβερή θα ήταν η ζωή μας χωρίς αυτόν.
Το ζευγάρι Χρύσανθιος και Λαμπετία ερωτεύτηκαν και αγαπήθηκαν σε όλη τους την ζωή. Το τέλειο ζευγάρι, που πολλοί φθονήσανε. Δεν μάλωσαν ποτέ. Γράφει η συγγραφέας για την αγάπη τους και για την ευγνωμοσύνη ο ένας στον άλλο. Γράφει για την αγάπη τους που έτυχε να συνδυασθεί με μελέτη και γνωστικά ταξίδια. Τα ταξίδια τους δεν ήταν ταξίδια αναψυχής ούτε τουριστικού ενδιαφέροντος , αλλά ονείρων και στοχασμών, γνωστικά ταξίδια. Ταίριαζαν οι δυο τους στις αντιλήψεις, στις μουσικές και εικαστικές μορφές, στους προβληματισμούς και στα μικρά καθημερινά πράγματα.
Ο Χρύσανθιος ήταν φιλόσοφος με την έννοια πως γνώριζε πολύ καλά και σε βάθος την φιλοσοφία, είχε την γοητεία ενός θεουργού και μια ψυχή ανοιχτή στα θρησκεύματα και στον μυστικισμό. Η Λαμπετία είχε μυθολογικό πρότυπο την θυγατέρα του Ήλιου. Λάτρευε την θάλασσα και κολυμπούσε σχεδόν καθημερινώς. Καλημέριζε ή αποχαιρετούσε τον πατέρα της ήλιο. Η Λαμπετία ήταν θηρεύτρια οτιδήποτε ωραίου, της ποίησης, των εικαστικών τεχνών και της μουσικής. Η Λαμπετία του ορθολογισμού και του αγγλικού εμπειρισμού ελκυόταν από τα μυστικιστικά στοιχεία του Χρύσανθιου, αγάπησε το μυαλό και το ήθος του και θέλησε να γίνει η Ηγερία του ή η Μούσα που θα τον οδηγούσε σε νέα πεδία συγκινήσεων και εμπειριών, σε καινούργιο ξέφωτο. Η εργασία τους ήταν η αγάπη για την ομορφιά και την γνώση.
Αγάπη είναι ο Έρωτας, αλλά ο ανιδιοτελής έρωτας, ο έρωτας που προσφέρει, καλωσορίζει και δέχεται. Η αγάπη προχωρεί πέρα από τη σεξουαλική έλξη κι επιθυμία. Η αγάπη επεκτείνεται στη φιλία, στην αδελφοσύνη, στη μυστική και δημιουργική συγγένεια. Η αγάπη γεννιέται κάθε φορά που δυο ψυχές ποθούν η μία την άλλη. Τέτοια ισχυρή είναι η αγάπη του Χρύσανθιου και της Λαμπετίας. Αυτοί οι δύο άνθρωποι ήταν ενωμένοι στην ίδια ουσία, διατηρώντας ταυτοχρόνως την ατομική τους υπόσταση. Ενωμένοι και συγχρόνως ελεύθεροι στην χαρά και στην λύπη. Το γεγονός πως αυτό το ζευγάρι ήταν βαθιά ερωτευμένο και αγαπημένο οφειλόταν στην δυϊκή τους υπηρεσία στο κοινό όνειρο, στον κοινό σκοπό. Υπήρχε συνταύτιση και εναρμονισμός μεταξύ τους.
Η αληθινή αγάπη είναι αφοπλιστική, αναπάντεχη, ατελείωτη, ανελέητη και ανίκητη. Όταν ο έρωτας και η αγάπη συμπίπτουν, τότε ανθεί η μαγεία. Η αγάπη ανοίγει πάντα τον δρόμο της στις ζωές των ανθρώπων, αρκεί να της κάνουμε χώρο. Η αγάπη δεν χάνεται με ένα θάνατο, δεν μπορεί να χαθεί η αγάπη, έχει μάθει τον τρόπο να δραπετεύει, να ανασταίνεται, να ξαναζεί, να συνεχίζει…
Αυτή η νουβέλα ραίνεται από μοτίβα ποιητικά και αναλύεται σε ύμνους δοξαστικούς για τον Έρωτα, καθώς πορεύεται προς το τέλος μέσα από τη διαδικασία του αργαλέου γήρατος. Αυτήν την ακατανόητη διαδικασία μάχεται, η «Αρχή». Αφού αποκάμει σε συστροφές, σε ταξίδι μακρινό και φλογισμένο, φέρνει πίσω του το ερωτικό αριστούργημα μιας αιωνιότητας που ανατέλλει στη Δύση. Στην Δύση επικρατεί ο Ζέφυρος, ο ήδιστος των σεξουαλικών ανέμων, στη Δύση ο Ήλιος βυθίζεται στην θάλασσα αναδεικνύοντας το μεγαλείο του μελανού. Το μελανό που μας αναμένει να το γεμίσουμε με τα δικά μας αστέρια, εμείς οι συνθέτες του ευδαιμονισμού…
Δεν ξέρω αν σας έχει τύχει ποτέ, όταν είστε ερωτευμένοι με κάποιον να δυσκολεύεστε – πολλές φορές να σας είναι ίσως και αδύνατον – να προφέρετε το όνομά του. Λες και το όνομα του αντικειμένου του πόθου σας ξαφνικά αποκτά μαγικές ιδιότητες, περίπου όπως το όνομα του θεού της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος έσπευσε να απαιτήσει από τους πιστούς του να μην προφέρουν το όνομά του επί ματαίω, λες και προφέροντας το όνομά του οι κοινοί θνητοί μπορούσαν με μαγικό τρόπο να αποκτήσουν εξουσία επάνω του. Αυτός ως δείγμα καλής πίστης τους εμπιστεύεται το όνομά του, κι αυτοί ως δείγμα καλής πίστης οφείλουν να μην το προφέρουν επί ματαίω. Δηλαδή ένα συμβόλαιο βασισμένο στην εν δυνάμει τυφλή αμοιβαία εμπιστοσύνη και στα εν δυνάμει επικίνδυνα ανείπωτα μυστικά: άρα άκρως ερωτικό. Κάπως έτσι μου φαίνεται πως και ο ερωτευμένος αποκτά την ψευδαίσθηση ότι κατέχει δύναμη πάνω στον αγαπημένο του, η προφορά του ονόματος είναι κάτι σαν μαγικό ξόρκι που πιάνει μόνο όταν αρθρωθεί από τον ερωτευμένο, και το οποίο οφείλει – ως δείγμα καλής πίστης προς τον αγαπημένο του – να μην το καταχραστεί, αλλά να το χρησιμοποιεί με σύνεση…
Αυτή η φιλίστορη μυθοπλασία είναι πλούσια σε συμβολισμούς και νοηματοδοτήσεις του παρόντος . Η Ελένη Λαδιά καλλιεργεί σχέση με τον αναγνώστη ,χάρη στα συγγραφικά της χαρίσματα: απλή γλώσσα, ακριβολογία, πλούσια εικονοποιία, πολλές γνώσεις αρχαίας ελληνικής γραμματείας, στοχαστικό υπόβαθρο, μουσικότητα των προτάσεών της, ευφυΐα, συμπαγή ποιητική φωνή, υπαινικτικά διακείμενα, απουσία πόζας και ναρκισσισμού, υποβλητική ανάπτυξη της πλοκής. Τα πεδία που αγγίζει είναι η φιλοσοφία, η μεταφυσική και οι μύθοι.
Ο τρόπος εξιστόρησης της Ελένης Λαδιά, είναι σαν ταινία με καλοζυγιασμένη την πλοκή, που σου αφήνει χρόνο να αποστασιοποιηθείς, δεν σε μπουκώνει, σου δίνει τόπο για συνειρμούς και προσωπικές αναλύσεις. Άλλοτε ο τόνος είναι ψυχογραφικός και μας αφήνει να διεισδύσουμε στα άδυτα των ανθρώπων, άλλοτε παίρνει μορφή αρχαίας μυθολογίας και άλλοτε παίρνει φιλοσοφική χροιά αναλύοντας στιγμιότυπα της ζωής του τότε και τώρα. Γιατί συνολικά, οι δύο νουβέλες θέτουν πολυεπίπεδα και πανανθρώπινα ζητήματα ανεξαρτήτου εποχής, ή πολιτισμού, ή τόπου. Μιλάνε για τον αειθαλή και φλογερό έρωτα, τον ανεκπλήρωτο έρωτα, την αληθινή αγάπη, την αγάπη δίχως ανταλλάγματα, το χωρισμό, τη γνώση, την τέχνη, τα ταξίδια, τα όνειρα, τους αγαπημένους νεκρούς, τη ζωή και το θάνατο.
Γεγονός είναι, πως μέσα από τις νουβέλες της η Ελένη Λαδιά, μας θυμίζει, πως αν τελικά γράφουμε, γράφουμε πρωτίστως για τους νεκρούς μας…
Πρόκειται για Αριστούργημα.
Η Ελένη Λαδιά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945. Σπούδασε Αρχαιολογία και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ασχολείται αποκλειστικώς με την λογοτεχνία από την εφηβική της ηλικία μέχρι σήμερα. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια και αρχαιογνωστικά έργα. Έχει τιμηθεί με κρατικό βραβείο το 1981 για τον Χάλκινο ύπνο (διηγήματα), με βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 1991 για την Ωρογραφία (διηγήματα), βιβλίο πού ήταν υποψήφιο και για το ευρωπαϊκό βραβείο του 1993, καθώς και με κρατικό βραβείο το 2006 για την Γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι. Διηγήματά της έχουν μεταφρασθεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γεωργιανά και εβραϊκά, το μυθιστόρημά της Χι ο Λεοντόμορφος στα σερβικά, ενώ η Χάρις (μυθιστόρημα), η Γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι ( νουβέλα) και Αποσπασματική σχέση (μυθιστόρημα) στα ρουμάνικα. Κείμενά της δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά της χώρας.
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.