ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΥ ΝΤΑΝΟΥ

Είπα να ξαναδιαβάσω το βιβλίο “Η ΜΑΝΑ”, ένα από τα καλύτερα έργα της Βορειοαμερικανίδας συγγραφέα Περλ Μπακ, που το 1938 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Κι αυτό, για να ξεφύγω λίγο από τη φρίκη του πολέμου στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, γυρίζοντας στην ουμανιστική – κλασική Λογοτεχνία του προηγούμενου αιώνα, που πλέον από νεότερους δε διαβάζεται τόσο, αλλά αναφέρεται σε διαχρονικές αξίες, που προάγουν τον άνθρωπο ή σε κώδικες που στις μέρες μας έχουν παραγκωνιστεί. Αγόρασα το βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις ΑΓΓΕΛΑΚΗ, σε μετάφραση Κώστα Κυριαζή και με χαρούμενο γυναικείο εξώφυλλο. Στο οπισθόφυλλο μεταξύ των άλλων διάβασα “η Περλ Μπακ δεν έχει κάνει ποτέ καλύτερη δουλειά από αυτή. Με ένα μεγάλο δώρο διαίσθησης μπήκε στο μυαλό, την καρδιά και το πνεύμα της κινεζικής αγροτικής γυναίκας και αποκάλυψε τις μόνιμες αξίες της ζωής”.

Η Περλ Μπακ (1892 – 1938), η δασκάλα της μυθιστοριογραφίας του εικοστού αιώνα, υποστηρίζει “οι μεγάλες αρετές κάνουν τον άνθρωπο αξιοθαύμαστο, τα μικρά ελαττώματα τον κάνουν αξιαγάπητο”. Και πράγματι στις 311 σελίδες του βιβλίου, που διαβάζεται εύκολα και με έντονο προβληματισμό, η ηρωίδα μάνα έχει ελαττώματα, κυρίως όμως έχει δύναμη και αρετές. Στα δεκαεπτά κεφάλαια του βιβλίου πρωταγωνιστεί, είναι μια ανώνυμη αγρότισσα σε ένα χωριό στην προ-επαναστατική Κίνα, που ζει με την οικογένειά της: ο άντρας, τα τρία παιδιά, η γιαγιά (η πεθερά της). Εργάζεται σκληρά, αγωνίζεται να μεγαλώσει τα παιδιά, να ευχαριστήσει τον άντρα της, που κάποια μέρα την εγκαταλείπει. Και η ζωή της συνεχίζεται: έχει να αντιμετωπίσει τον επιστάτη, την κουτσομπόλα, τους χωριανούς, να φροντίσει τα παιδιά (δύο αγόρια και ένα σχεδόν τυφλό κορίτσι) και την πεθερά της. Λίγο πιο πέρα ζει η οικογένεια του ξαδέρφου με τη γυναίκα του, που τη βοηθούν κάποιες φορές, αλλά αυτό δε φτάνει. Κάνει ένα μοιραίο λάθος και αυτό πληρώνει σε όλη της τη ζωή (έτσι τουλάχιστον νομίζει). Τα χρόνια περνούν, τα παιδιά της έχουν τη δική τους πορεία, ο σύζυγος εξαφανισμένος, τον δικαιολογεί και συνεχίζει να φροντίζει τη μάνα του. Στο τέλος όμως ένα ευχάριστο γεγονός που χρόνια περίμενε, την οδηγεί στην κάθαρση, της δίνει η ζωή ό,τι επιθυμούσε.


Ένα βιβλίο με πολλά συναισθήματα, με απλό και κατανοητό λόγο, με δυνατές περιγραφές της φύσης, με ουμανιστικό περιεχόμενο! Η αλήθεια είναι πως μου άφησε τελικά μια πικρή γεύση για τη γυναίκα! Όχι μόνο της εποχής εκείνης (έναν περίπου αιώνα πριν), αλλά τη γυναίκα όλων των εποχών, απανταχού της γης. Μου θύμισε προσωπικά βιώματα, στην ελληνική επαρχία (ρατσισμός, γυρολόγοι, χρήση βοτάνων, κουτσομπολιά, απρεπείς συμπεριφορές, αγώνας επιβίωσης όλο το εικοσιτετράωρο, διηνεκής προσπάθεια χωρίς δικαίωση). Ήρθαν στο μυαλό μου ανάλογες ιστορίες, που οι μητέρες υπερασπίστηκαν το ρόλο τους με αυτοθυσία πολλές φορές, προκειμένου να μην καταστρέψουν την οικογένειά τους και να αποκαταστήσουν το όνομα του παιδιού τους.

Συνιστώ να διαβάζουμε κλασική λογοτεχνία, όταν μας δίνεται η δυνατότητα, για να θαυμάζουμε ήρωες με αξίες και συγγραφείς με ιδιαίτερο λόγο και σκέψη. Παραθέτω τέλος, από τη σελίδα 237 ένα μικρό απόσπασμα για το χωρισμό μάνας κόρης, που όμως με συγκλόνισε “έτσι έφυγε η κοπέλα, που κρατούσε το σημάδι της τυφλής στο ένα χέρι και είχε το μικρό μπογαλάκι με τα πράγματα πίσω της, στη ράχη του ζώου. Η μάνα κάθισε και την κοίταζε που έφευγε, με την καρδιά της να σπαράζει πέρα από κάθε άλλον πόνο, με δάκρυα που τρέχανε από τα μάτια της, κι όλα αυτά μ’ όλο που δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Έμεινε έτσι μέχρι που ο λόφος μπήκε ανάμεσά τους κι έχασε από τα μάτια της την κοπέλα, και δεν την ξανάδε πια ποτέ της”.