Νουβέλα, Εκδόσεις βακχικόν. Γράφει ο Κώστας Τραχανάς


«…Όταν τις είδα, τόσες γυναίκες στη φυλακή, είπα πάλι πως λάθεψαν οι άντρες του Πασά. Τι αμαρτία έκαμα εγώ; Δεν μιλούσαμε. Κοιταζόμασταν μόνο κάνοντας σκέψεις η μία για την άλλη. Τι φταίξαμε όλες εμείς; Ήμασταν δεκαοκτώ. Δεν είμασταν όλες χριστιανές. Τρεις ήταν μουσουλμάνες. Ούτε και γνωριζόμασταν όλες μεταξύ μας. Τι φταίξαμε;
Να, ήταν κι εκείνη μαζί μας. Στην ίδια φυλακή. Δεν ήταν φοβισμένη. Τι είχε να φοβηθεί αυτή; Πλούσια ήταν, όμορφη, την αγαπούσε ο Τούρκος, γιατί να φοβηθεί. Όπου να΄ ναι θα έρθουν οι άντρες της, θα έρθουν τα φλωριά, θα έρθει ο θείος της, να την ελευθερώσουν.
Όταν μάθαμε τέλος πως μας φυλάκισαν επειδή ήμασταν τάχα πόρνες μαλώναμε η μια την άλλη. Και έτσι μαθεύτηκαν πολλά. Ψέματα και αληθινά όλα θάφτηκαν στη λίμνη…
Ναι, ήταν ξιπασμένη. Όλη την ώρα θαύμαζε την ομορφιά της στο γυαλί. Παινεύονταν για τα φουστάνια, τα στολίδια της. Παινεύονταν για τον Τούρκο που έβαλε στο κρεβάτι της. Ναι, όμορφη ήταν. Άμυαλη. Είπαν πως δεν πνίγηκε, πέθανε πριν την πετάξουν στο νερό.
Ο κόσμος την κλαίει. Και όλοι την τραγουδούν. Οι άλλες Ψυχή δεν έχουν; Ποιος τις θυμάται; Ψυχή δεν είχαν αυτές; Τις πήρε στο λαιμό της. «Ζήτα συγχώρεση από τον Πασά, Φροσύνη». «Μόνο από τον Θεό» απαντούσε εκείνη. Πάνε οι καημένες…
Ο Αλή Πασάς ήταν ένας αδίστακτος τύραννος. Ο πρόξενός μας με βεβαιώνει πως γίνονταν φοβερά εγκλήματα στο σεράγι, απίστευτες θηριωδίες…


…Η Ευφροσύνη Βασιλείου ήτο μια καλλονή, όπως μου ελέχθη. Είχε μεγάλη μόρφωση και πνεύμα φιλοπρόοδον. Ψυχή και ζώπυρον της κοινωνίας την έχουν αποκαλέσει. Την εξυμνούν οι μορφωμένοι Έλληνες και οι Ευρωπαίοι γράφουν γι΄ αυτήν. Δεν είμαι βέβαιος αν πρόκειται όντως για μία τόσο σπουδαία γυναίκα. Γνώρισα κάποιον Άγγλο ο οποίος συλλέγει ιστορίες της Ανατολής και μου διηγούνταν πως τέτοιες τραγικές ιστορίες για όμορφες γυναίκες είναι συνηθισμένες στην Ανατολή. Οι ρομαντικές ιστορίες και οι ηρωισμοί συγκινούν πολύ τους ντόπιους. Πάρε, αν θέλεις όλη τη γη τους. Μπορούν να ζήσουν δίχως γη αλλά δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς μυθολογία…
…Τα κόκκινα ελάφια του Πασά, που είδα στο νησάκι, νομίζω λιγοστεύουν, Τα αρσενικά έχουν μια περηφάνια μελαγχολική. Με έχουν συγκινήσει έτσι όπως εμφανίζονται ξαφνικά και τρέχουν κοπαδιαστά. Κοιτάζουν πίσω από τις φυλλωσιές, κρυμμένα, με τα ωραία μεγάλα μάτια τους. Τα θηλυκά μου θυμίζουν τις γυναίκες της Ανατολής πίσω από καφασωτά παράθυρα. Δεν έχουν όνομα, και οι άντρες τους τις εξουσιάζουν και λίγο λίγο τις κατασκευάζουν σαν κούκλες κατά πως θέλουν. Άκουσα στα ταξίδια μου πολλές τέτοιες ιστορίες για όμορφες σαν αυτήν εδώ της λίμνης…»


Το αίτημα είναι διαρκές και σημερινό: οι γυναίκες ζητούν να αρθρώσουν τη δική τους φωνή στην κοινωνία, να εναντιωθούν στην πατριαρχική δομή της και να ορίσουν τον δικό τους -απρόσβλητο- χώρο. Η λογοτεχνία, ολοένα και περισσότερο, αφουγκράζεται αυτό το αίτημα και το μετατρέπει σε λόγο.
Στο νέο της βιβλίο «Τα κόκκινα ελάφια» η Κύπρια συγγραφέας Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου δίνει φωνή και «όνομα» στις πρωταγωνίστριές της. Κάτι που τις διαφοροποιεί από την κατάσταση του «πράγματος», στην οποία θέλει τις ρίξει η ανδροκρατούμενη κοινωνία.
«Τα κόκκινα ελάφια» δίνουν φωνή στις γυναίκες, που οι προσωπικές τους ζωές συντρίβονται από τις συμβάσεις μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας σε μια περίοδο σκλαβιάς και δουλείας.
Στη νουβέλα της Ευφροσύνης Μαντά-Λαζάρου κυριαρχούν οι γυναίκες σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον. Ποιο είναι όμως το βασικό τους αίτημα; Το βασικό τους αίτημα είναι πρωταρχικά το «Όνομα», που τις διαχωρίζει από το πράγμα. Το «Όνομα» σε καθιστά πρόσωπο και γίνεσαι ορατή. Διεκδικούν το δικαίωμα ελευθερίας, προσωπικής έκφρασης και επιλογής για όλα όσα τις αφορούν. Διεκδικούν το δικαίωμα να αντισταθούν σε ό,τι τις προσβάλλει. Θέλουν να μιλούν και να ακούγεται η φωνή τους.
Η ερωτική τόλμη της γυναίκας, που ισοδυναμεί με κοινωνική και πολιτική ανταρσία, ξεσπά μπροστά στον αμήχανο άντρα ως απειλή. Αυτό συχνά γίνεται αιτία να καταδικαστεί ακόμη και σε θάνατο. Τρεις γυναίκες ανασκευάζουν αυτήν την παλιά ιστορία, που ωστόσο επαναλαμβάνεται με άλλα πρόσωπα και σε διαφορετικές συνθήκες μέχρι και σήμερα.


Η πρώτη γυναίκα θέλει να απαλλαγεί από μια κατασκευασμένη ταυτότητα και αρνείται τον ρόλο που της επέβαλε η επίσημη Ιστορία. Η δεύτερη κόβει τα νήματα που την κρατούν δεμένη με τον αδερφό της, νήματα γερά και ματωμένα από τον καιρό του βιασμού της από τους «άλλους». Η τρίτη γυναίκα, ζωντανή-νεκρή, καταθέτει τη δική της μαρτυρία. Δεν ήταν η όμορφη ούτε η ξεχωριστή. Κι όμως σε μια πιο δίκαιη στιγμή της Λογοτεχνίας και της Ιστορίας θα μπορούσε να είναι αυτή στο κέντρο της αφήγησης.
Μαζί τους είναι κι άλλες γυναίκες. Οι αόρατες γυναίκες μπαίνουν με το όνομά τους στο κάδρο της ιστορίας, σαν μια πολυφωνική χορωδία που αναδύεται μέσα από τα νερά της Παμβώτιδας μέχρι και τα νερά της Κύπρου, στην Κοκκινοπεζούλα.
Όλες μαζί, με τις φωνές και τις σιωπές τους, συνθέτουν ένα τραγούδι ανυπέρβλητης συμπόνιας μέσα σε έναν κόσμο σκλαβιάς και βίας.
Πρόκειται για Αριστούργημα.


Η Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου γεννήθηκε στην Κύπρο. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση και στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου ως συντονίστρια προγραμμάτων Λειτουργικού Αλφαβητισμού. Από το 2003 μέχρι το 2011 υπηρέτησε στα σχολεία της Εντός των Τειχών Λευκωσίας, για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση εκπαιδευτικών και κοινωνικών προγραμμάτων για μετανάστες και πολιτικούς πρόσφυγες. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές κι ένα μυθιστόρημα, ενώ έχει ασχοληθεί και με την παιδική λογοτεχνία. Συνεργασίες της δημοσιεύονται σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Έργα της έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά, σερβικά και αγγλικά. Επίσης, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης Κύπρου για το έργο της Ο Νώε στην πόλη (εκδόσεις Πλανόδιον 2012). Το βιβλίο Τα κόκκινα ελάφια είναι η πρώτη νουβέλα της.