Ο Γιώργος Γιαντάς μέσα από το λογοτεχνικό του έργο αναδεικνύει το συγγραφικό του ταλέντο. Η “Βαβέλ” είναι ένα άριστο ψυχογράφημα που με το σφιχτοδεμένο λόγο του αναδεικνύει την ψυχοσύνθεση του ήρωά του και τα κοινωνικά προβλήματα . Η πλούσια και δυνατή πλοκή με τις πολλές ανατροπές κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η συγγραφική του δεινότητα καθιστά το έργο του ξεχωριστό και καταφέρνει να δέσει άριστα τη μυθοπλασία με την ψυχογραφία του ήρωά του.

Ποια αισθητική ανάγκη υπαγορεύει την ενασχόλησή σας στα μονοπάτια της λογοτεχνικής πένας;
Mία ανάγκη για δημιουργία, για έκφραση και αυτοπραγμάτωση. Κάτι παρόμοιο με την ικανοποίηση που νιώθει ένας ζωγράφος, καθώς απλώνει τις πινελιές του έργου σε έναν πίνακα. Μέσα από τη γραφή μπορώ να ανασαίνω, με κάθε έργο κάνω και τον δικό μου εμπρησμό στον πεζό κόσμο όπου τα πάντα μετρώνται σε χρήμα και αριθμούς.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το συγγραφικό σας έργο “Βαβέλ” από τις εκδόσεις Λιβάνη. Ποιο ερέθισμα στάθηκε αφορμή για τη συγγραφή του πονήματος;

Όλα ξεκίνησαν από την επιθυμία να μάθω τους πραγματικούς λόγους που οδήγησαν στην κρίση του 2008 και στην οποία βυθίστηκε και η χώρα μας όλα αυτά τα χρόνια. Στην πορεία διαπίστωσα πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο κάποιοι εκτίμησαν, δεν είναι απλό να εξηγήσεις σύντομα τις αιτίες μιας οικονομικής κρίσης ωστόσο υπήρξε ένα παιχνίδι που είχε στηθεί γύρω από τον ανεξέλεγκτο δανεισμό και τις τιτλοποιήσεις. Επικεντρώθηκα σε αυτό λοιπόν, το ρόλο του χρηματοπιστωτικού τομέα και αποφάσισα να ξεκινήσω ένα μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή έναν αντί-ήρωα. Ακόμη και σήμερα ακούω σε συζητήσεις την επισήμανση πως οι άνθρωποι ήθελαν να κάνουν ζωή πάνω από τις δυνατότητές τους και δανείζονταν για το καθετί. Έστω πως ήταν έτσι, όμως και κάποιοι άλλοι επέτρεπαν να χορηγούνται τα πάσης φύσεως δάνεια και, κάπου εκεί βρίσκεται η αφετηρία του παιχνιδιού που λέγαμε…

Κατά την πορεία συγγραφής του βιβλίου σας, εσείς οδηγούσατε τους ήρωές σας ή αυτοί οδηγούσαν εσάς;

Στις αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο συχνά παρασύρεσαι από τον ίδιο τον ήρωα που δημιούργησες. Ίσως λόγω της ελευθερίας που προκαλεί η αδιάκοπη ροή της ιστορίας αλλά και λόγω της ταύτισης, που είναι αναγκαία για να προκύψει ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Σε κάθε έργο υπάρχει μία νοητή γραμμή ανάμεσα στην αρχή και το τέλος, ένας σκελετός πάνω στον οποίο κινείσαι. Αυτή είναι η βάση, το «τι έχεις να πεις» και με αυτήν προχωράς. Στην περίπτωση της «Βαβέλ» η πολύ-επίπεδη πλοκή έφερε εξελίξεις που δεν ήταν προσχεδιασμένες, γεγονότα που «προκλήθηκαν» στην πορεία.

Γυμνοί δε βγήκατε από την κοιλιά της μητέρας σας; Γυμνοί δε θα επιστρέψετε στο χώμα; Κι αυτά που έχετε; Πού τα βρήκατε; Δεν προέρχονται από τον Δημιουργό; Είναι λοιπόν άδικος ο Δημιουργός, για να είστε εσείς πλούσιοι και οι άλλοι φτωχοί; Για να έχετε εσείς τη διαχείριση και οι άλλοι τον ανήφορο της υπομονής;” Η δικαιοσύνη είναι η κρατίστη των αρετών. Ποια η προσωπική σας εκτίμηση;

Διανύουμε μια εποχή όπου η αξία μετριέται με όρους αγοράς. Η οριστική «απομάγευση» του κόσμου, η απομυθοποίηση που προκλήθηκε ιδιαίτερα με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, φαίνεται πως οδηγεί τον άνθρωπο στο να υπάρχει και να σκέφτεται ψυχρά, με όρους καθαρά ορθολογικούς, με απουσία ευαισθησίας. Χρειάζεται ίσως να αναθεωρηθούν έννοιες όπως η δικαιοσύνη, η ισότητα, η ανθρωπιά, να επανέλθουν στο προσκήνιο και να αναδειχτεί ο άνθρωπος ως προσωπικότητα, όχι ως αριθμός. Ο πολιτισμός δυστυχώς έφτασε σε ένα επίπεδο τέτοιο που η ανθρώπινη προσωπικότητα χάνει την αξία της μπροστά στην αξία των αριθμών. Η επικράτηση του λαϊκισμού στα πλαίσια της πολιτικής, η έντονη δυσφορία ή και απάθεια των ανθρώπων για το κοινό καλό ακόμη και η αδιαφορία για τους γύρω μας, αποδεικνύουν πως κάτι έχει πάει στραβά.

“Έμεινα εκτός παιχνιδιού, Νόβο! Με έστειλαν στα Κέιμαν με υποσχέσεις κι όμως με άφησαν εκτός παιχνιδιού!” Ποιοι είναι οι όροι του “παιχνιδιού” και ποιος τους θέτει;

Το παιχνίδι φαίνεται πως είναι διαρκώς το κέρδος, το υλικό κέρδος εκεί που ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και όπου ακόμα και οι ανθρώπινες ζωές θυσιάζονται στο βωμό του. Τους όρους του παιχνιδιού τους θέτει το «σύστημα», όχι κάποιος που μπορούμε να βρούμε και να του ζητήσουμε εξηγήσεις. «Οι άνθρωποι έφτιαξαν την τράπεζα, μα εκείνη έγινε πιο μεγάλη από αυτούς για να την κουμαντάρουν» έγραψε κάπου ο Steinbeck και αντίστοιχα παραδείγματα μπορούν να εντοπιστούν σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής. Το σύστημα λοιπόν θέτει τους όρους του παιχνιδιού και η μονάδα, το άτομο, ο καθένας, στέκεται μικροσκοπικός απέναντί του, αδυνατώντας να το κατανοήσει.

Αδυνατώ να πιστέψω πως δεν μπορώ με τόσα εκατομμύρια να εξαγοράσω το θάνατο“. Θα μπορούσε να εξαγοράσει την αγάπη, την φιλία, την ευτυχία; Ποιος ο ρόλος τελικά του χρήματος;

Ο πρωταγωνιστής της «Βαβέλ» στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει πλούτο και δόξα, έχει παραμερίσει συναισθήματα, φιλίες, την οικογενειακή ζωή. Είναι ένας πεζός και ψυχρός τραπεζικός που επικαλείται και ερμηνεύει αποσπάσματα του Καντ ή του Τολστόι κατά τον τρόπο που τον συμφέρει. Παραδέχεται πως ενώ ο στόχος ήταν η ευτυχία μέσω της εξασφάλισης πλούτου, τώρα ο στόχος είναι πια μόνο η αύξησή του, πράγμα επόμενο αφού έχει αψηφήσει και καταπατήσει κάθε άλλη αξία. Το μόνο που φοβάται, όπως γίνεται πολλές φορές όπου υπάρχει μεγάλος πλούτος, είναι το αναπόφευκτο γεγονός, ο θάνατος, μπροστά στον οποίο όλοι είναι ίσοι. Το χρήμα θα έπρεπε να αποτελεί ένα μέσο για να μπορέσει να ζήσει με άνεση και αξιοπρέπεια, όμως ο Λέανδρος Μίρκας έχει μπερδέψει τον κόσμο της τραπεζικής με τον προσωπικό του κόσμο και δυστυχώς αδυνατεί να εξασφαλίσει την ευτυχία.

Ποια ηχηρά μηνύματα θέλετε να περάσετε μέσα από την λογοτεχνική σας πένα;

Με αφορμή το βιβλίο για το οποίο κουβεντιάζουμε, το κύριο μήνυμα αφορά την πραγματικότητα που ζούμε. Χρειάζεται να αρχίσουμε να αισθανόμαστε περισσότερο και να υπολογίζουμε λιγότερο.

Ποια στοιχεία προσελκύουν και κατατάσσουν ένα πόνημα λογοτεχνικά πετυχημένο;

Το ύφος, η «μουσικότητα» του κειμένου, η σωστή δομή, η ικανότητα του συνόλου να παρασύρει, να αγγίξει τις ευαίσθητες πτυχές του αναγνώστη.

Οι πνευματικοί ταγοί μπορούν να διασώσουν τα τιμαλφή ενός λαού;

Οι άνθρωποι του πνεύματος έχουν όφελος να καταδεικνύουν και να καταγγέλλουν τα κακώς κείμενα της κοινωνίας. Ωστόσο δε θεωρώ πως η λογοτεχνία είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί την επικαιρότητα. Σε κάθε περίπτωση το πνευματικό κληροδότημα κάθε δημιουργού, αποτελεί και ένα λιθαράκι προς έναν καλύτερο κόσμο.

Ποια είναι η αγαπημένη σας φράση;

Μία από εκείνες που μου έρχονται στο νου τώρα : «η φαντασία είναι το τελευταίο μας οχυρό».