Συγγραφέας του βιβλίου «Λέων και Εμινέ» – Εκδόσεις «Ωκεανός»
Στην πολυπολιτισμική Σμύρνη μιας άλλης εποχής, τότε που οι παραδόσεις ήταν κάτι παραπάνω από αυστηρές απέναντι σε σχέσεις Τούρκων και Ελλήνων μας υποδέχεται ο Γιώργος Πουλημένος. Εκεί, θα τον βρούμε να παρακολουθεί το παιχνίδι δυο παιδιών που περνούν μαζί τα καλοκαίρια. Κόντρα στα ήθη και τις οικογένειές τους, ο Λέων και η Εμινέ θα βρεθούν μετά από χρόνια στο εξωτερικό κι εκείνη η τρυφερή επικοινωνία που τους έδενε ως παιδιά θα εξελιχθεί σ’ έναν δυνατό έρωτα, μια βαθιά αγάπη. Η σχέση τους θα περάσει από χίλια μύρια κύματα και θα δοκιμαστεί από τη δίνη της μικρασιατικής περιπέτειας, σ’ ένα μυθιστόρημα στο οποίο τα αληθινά γεγονότα θα δέσουν με τη μυθοπλασία τόσο καλά, ώστε θα κορυφώσουν την αγωνία και θα κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον μας μέχρι τον επίλογο. Όπως διευκρινίζει στο Vivlio-life o συγγραφέας – ο οποίος τρέφει μια ιδιαίτερη αγάπη στη Σμύρνη και λόγω καταγωγής – οι σκηνές μάχης που περιγράφει στο βιβλίο του είναι αληθινές και βασίζονται στα απομνημονεύματα του παππού του.Στη Σμύρνη του 1918 ταξιδεύουμε ξεφυλλίζοντας το πρώτο σας μυθιστόρημα. Εκεί συναντούμε τον Λέοντα και την Εμινέ. Τι μαθαίνει ο αναγνώστης για τους δυο ήρωές σας στις πρώτες σελίδες;
Ο Λέων και η Εμινέ γνωρίστηκαν όταν ήταν παιδιά και περνούσαν τα καλοκαίρια μαζί στα γειτονικά τσιφλίκια των γονιών τους. Αποκτούν ξανά επαφή λίγο πριν τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν βρίσκονται και οι δύο στο εξωτερικό, και φουντώνει ανάμεσά τους ο έρωτας που υπέβοσκε από παλιά. Επιστρέφοντας στη Σμύρνη, βρίσκονται ξαφνικά μπροστά σε ανυπέρβλητες σχεδόν δυσκολίες, που κατά κύριο λόγο έχουν να κάνουν με την καταγωγή τους.
Ένα άγουρο κοριτσόπουλο ήταν η Εμινέ όταν ανέμελα έπαιζε τα καλοκαίρια στον κάμπο του Γκεντιζιούμε τον Λέοντα. Εκείνο το «κάτι» που δημιουργήθηκε ανάμεσά τους διακόπηκε όταν βρέθηκαν για σπουδές εκείνος στη Σορβόννη κι εκείνη στη Γενεύη. Αλήθεια, μπορεί η απόσταση να μειώσει τα αισθήματα;
Η απόσταση μπορεί να μειώσει το συναίσθημα όταν δεν έχει ωριμάσει η σχέση. Η δοκιμασμένη αγάπη, που ζυμώθηκε και ανδρώθηκε μέσα από φουρτουνιασμένες αλλά και γαλήνιες καταστάσεις, που τσακίστηκε και επουλώθηκε, μπορεί να αντέξει την απόσταση. Υπάρχει όμως και μια άλλη αγάπη, αυτή που εκφράζουν οι πρωταγωνιστές μου, η αθώα, η ρομαντική, η παιδική, η πρωτόγνωρη αγάπη, ο πρώτος έρωτας. Όπως τα περισσότερα πράγματα που κάνουμε για πρώτη φορά είναι τα δυνατότερα μέσα στη μνήμη μας, έτσι και η πρώτη αγάπη, ο πρώτος έρωτας, έχει τη δύναμη να παραμένει στη μνήμη μας ανεξίτηλος.
«Μα… αυτός είναι χριστιανός!», λέει η παραμάνα στην Εμινέ, όταν της αποκαλύπτει πως η καρδιά της είναι δοσμένη. Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα από την πρώτη δεκαετία του 1900 μέχρι σήμερα;
Αν και η κοινωνία της Σμύρνης ήταν πολυπολιτισμική, όπως σε κάποιες μεγαλουπόλεις σήμερα, οι παραδόσεις και τα ήθη των διαφόρων εθνοτήτων ήταν τότε πολύ αυστηρότερα, και απέτρεπαν τέτοιου είδους σχέσεις. Στην εποχή που περιγράφω υπήρχαν μεγάλα, σχεδόν αξεπέραστα εμπόδια. Σήμερα σαφώς έχουν αλλάξει τα πράγματα και αυτό είναι εν μέρει αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης. Ένα ζευγάρι με διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι δυνατό να επιβιώσει και να προχωρήσει αν είναι διατεθειμένο να κάνει αμοιβαίες υποχωρήσεις και να αγκαλιάσει ο ένας την κουλτούρα του άλλου.
Αρκεί, λοιπόν οι άνθρωποι με διαφορετικές κουλτούρες να φτιάξουν με αγάπη ένα δικό τους μικρό πολιτισμό, πολύ ανθρώπινο, που θα αγκαλιάσει όλες εκείνες τις γεύσεις, τις μυρωδιές, τις γλώσσες, τα ήθη και τα έθιμα, και τότε η σχέση θα δυναμώσει και θα γίνει ίσως και λιγότερο μονότονη. Το σημαντικότερο σε μια σχέση είναι να βρεις τον τρόπο να αποδεχτείς τον άλλον όπως είναι, και όχι να προσπαθείς να τον αλλάξεις.
Ένας έρωτας απαγορευμένος, μια αγάπη που πρέπει να μείνει κρυφή… «Ή πρέπει να κλεφτείτε ή να μιλήσετε στους γονείς σας», προτείνει η φίλη τους η Ρόζα. Έτυχε να γνωρίσετε ή να σας μιλήσουν για κάποιο «κλεμμένο» ζευγάρι με αυτήν την καταγωγή;
Πράγματι, έτυχε να μάθω την πραγματική ιστορία ενός τέτοιου «κλεμμένου» ζευγαριού, μόνο που η γυναίκα ήταν Ελληνίδα και ο άντρας Τούρκος. Τέτοιοι έρωτες και στη συνέχεια γάμοι επιτρέπονταν στους Τούρκους, γι’ αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα σπάνιοι. Για τους Έλληνες όμως δεν ήταν αποδεκτοί, και η γυναίκα αποβαλλόταν συνήθως από την οικογένειά της. Τουρκάλα με Έλληνα όμως δεν συνάντησα, ούτε έχω διαβάσει κάτι αντίστοιχο.
Οι αναγνώστες σίγουρα θα διαπιστώσουν διαβάζοντας το βιβλίο σας τι επιφύλαξε το μέλλον για το ερωτευμένο ζευγάρι. Διαβάζοντας τέτοιες ιστορίες αγάπης πάντα αναρωτιέμαι ποια είναι εκείνη η δύναμη που μπορεί να υπερνικήσει τη δύναμη της αγάπης. Εσείς τις λέτε;
Η δύναμη της αγάπης ενός ερωτευμένου ζευγαριού μπορεί να υπερνικηθεί από διάφορους παράγοντες, όπως είναι η ανασφάλεια που μπορεί να νιώθουμε σε μια σχέση, το αίσθημα αυτοσυντήρησης που μας κάνει να ζυγίζουμε τα πράγματα, ή ακόμα η εξάρτηση που μπορεί να έχουμε από την οικογένειά μας, την εργασία μας, ή την υπεράσπιση κάποιου ιδανικού. Είναι καθαρά θέμα χαρακτήρα, αλλά και προτεραιοτήτων που δίνουμε στη ζωή μας. Πιστεύω δηλαδή πως από μόνη της η αγάπη δεν αρκεί για να ξεπεράσει τα εμπόδια που παρουσιάζονται σε μια σχέση. Αν και πολλές φορές της αποδίδουμε υπερφυσικές δυνάμεις, συχνά οι άνθρωποι είναι ανίσχυροι απέναντι σε σοβαρά εμπόδια, όπως είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι κοινωνικές διαφορές, οι ανασφάλειες των ηρώων και το πολεμικό κλίμα. Η δίνη της μικρασιατικής περιπέτειας στην οποία βούλιαξαν οι δυο λαοί, ήταν τόσο δυνατή που τράβηξε στο βυθό και τους δυο νέους. Δεν πάλευαν απλώς με ένα εμπόδιο, παρά είχαν να αντιμετωπίσουν δύο κόσμους με διαφορετικές νοοτροπίες και θρησκείες. Την κατάληξή τους όμως δεν θα ήθελα να την αποκαλύψω εδώ, αυτή θα την ανακαλύψουν οι αναγνώστες.
Καθώς το ζευγάρι ζει στην απόγνωση ενός έρωτα που δείχνει να μην έχει αύριο το μήνυμα Βενιζέλου «Υπό των Μεγάλων Δυνάμεων απεφασίσθη η δι’ ελληνικού στρατού κατάληψις της Σμύρνης και η δι’ αυτού εξασφάλισις της τάξως εν τη πόλει ταύτη…», αλλάζει τα πάντα. Μπορεί όμως να αλλάξει τα αισθήματα των πρωταγωνιστών σας;
Μπορεί να τα επηρεάσει, όχι όμως και να τα αλλάξει. Η σχέση των πρωταγωνιστών μου ήταν άγουρη,και τα γεγονότα τους πρόλαβαν. Από τους δύο επηρεάστηκε κυρίως η Εμινέ, κάτω από την πίεση του πατέρα της και κυρίως του αδελφού της. Πιστεύω όμως ότι αν η σχέση ήταν πιο ώριμη θα έβρισκαν μια διέξοδο, αλλά τότε το βιβλίο μου δεν θα ήταν το ίδιο.
Ο έρωτας της Εμινέ και του Λέοντα βαδίζει πλάι – πλάι με τα ιστορικά γεγονότα λίγο πριν την καταστροφή της Σμύρνης. Οι ανατροπές και η αγωνία του αναγνώστη κορυφώνονται σε πολλά σημεία και πράγματι η πλοκή σας είναι εντυπωσιακή. Υπάρχει κάποια από τις σκηνές που μας περιγράφετε η οποία είναι αληθινή κι έφθασε με κάποιον τρόπο σ’ εσάς;
Υπάρχουν κάποιες πραγματικές καταστάσεις που μου μεταφέρθηκαν, οι οποίες αφορούσαν την καθημερινότητα των Σμυρνιών. Οι σκηνές της μάχης όμως είναι εκείνες που είναι πραγματικά αληθινές, γιατί τις γνωρίζω από τα απομνημονεύματα του παππού μου. Π.χ., η σκηνή όπου το άλογο του Μίλτη βουλιάζει σ’ ένα φρεσκοσκαμμένο ομαδικό τάφο Τούρκων στρατιωτών, και αρκετές άλλες.
Όσοι έχουν καταγωγή από αυτά τα μέρη – όπως κι εγώ – όλα αυτά τα έχουμε ακούσει από τις γιαγιάδες και τους παππούδες μας. Εσείς από πού έχετε αυτήν την λεπτομερή πληροφόρηση για την καθημερινή ζωή πριν και μετά την απόβαση;
Η αγάπη μου για τις «Χαμένες Πατρίδες» με έκανε να ασχοληθώ με τα μικρασιατικά θέματα από πολύ νωρίς, ρουφώντας ό,τι σχετικό έπεφτε στα χέρια μου. Με αφορμή όμως την συγγραφή του ιστορικού έργου «Η Προκυμαία της Σμύρνης» μελέτησα δεκάδες πηγές και αποδελτίωσα εκατοντάδες φύλλα των εφημερίδων εκείνης της εποχής. Όλα αυτά που αναφέρω στο βιβλίο και αφορούν τα ιστορικά γεγονότα, τη γεωγραφία, τη ζωή και τις συνήθειες των λαών που απάρτιζαν την πολυπολιτισμική Σμύρνη, είναι απόλυτα τεκμηριωμένα.
Όσο καλά γνωρίζετε τη Σμύρνη δείχνετε να κατέχετε και τη Σμυρναίικη διάλεκτο, ενώ το βιβλίο σας είναι διάσπαρτο από γειτονιές και δρόμους της όμορφης πόλης αλλά και τούρκικες καθημερινές εκφράσεις. Πότε προκύπτει το ενδιαφέρον σας για τις χαμένες πατρίδες της Μικράς Ασίας;
Οι παππούδες μου από την πλευρά της μητέρας μου έχουν καταγωγή από εκείνα τα μέρη. Από πολύ μικρός λοιπόν άκουγα τις ιστορίες του παππού μου και της γιαγιάς μου, για το χωριό τους, τα σπίτια που άφησαν πίσω, αλλά και τη Μικρασιατική Εκστρατεία, στην οποία ο παππούς μου έλαβε μέρος. Από νωρίς λοιπόν γεννήθηκε μέσα μου η αγάπη και το ενδιαφέρον για την Μικρά Ασία και τη Σμύρνη.
Γιατί προτιμάτε τον χαρακτηρισμό «χαμένες» και όχι «αλησμόνητες πατρίδες» όπως συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια;
Και οι δύο χαρακτηρισμοί είναι σωστοί. Ο πρώτος συνηθιζόταν πιο πολύ παλαιότερα, όπως π.χ. στον τίτλο του βιβλίου του Γιάννη Π. Καψή «Χαμένες Πατρίδες». Το ότι προτιμώ αυτόν δεν σημαίνει ότι τις λησμονώ, το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει. Όμως συμφωνώ με τους παλιούς, που είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτά τα μέρη έχουν πια οριστικά χαθεί.
Πριν από το πρώτο σας μυθιστόρημα προχωρήσατε στην έκδοση ενός τρίγλωσσου λεξικού της σμυρναίικης διαλέκτου, ενός Ιστορικού Χάρτη της Σμύρνης με τα χαμένα ιστορικά μνημεία της πόλης και του δίτομου έργου η «Προκυμαία της Σμύρνης» αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας. Τι απήχηση είχαν αυτές οι εκδόσεις στη γείτονα χώρα;
Το λεξικό εκδόθηκε από τουρκικό εκδοτικό οίκο, και είχε μεγαλύτερη απήχηση εκεί παρά στην Ελλάδα. Για τον χάρτη υπήρξε ενδιαφέρον, και μάλιστα μεταφράστηκε στα τουρκικά, όμως τελικά μάλλον δεν θα εκδοθεί εκεί, καθώς αυτό που δείχνει είναι μια Σμύρνη που ήταν κατά βάση ελληνική, και αυτό φαίνεται ότι ενοχλεί. Για την «Προκυμαία» υπάρχει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον, και σίγουρα θα μεταφραστεί στα τουρκικά, αν κατορθώσουμε να βρούμε τους πόρους.
Πόσες φορές ταξιδέψατε στη Σμύρνη; Πόσες φορές περπατήσατε γύρω από τους παλιούς βερχανέδες του Φραγκομαχαλά, μπήκατε στο βαποράκι για το Κορδελιό, φθάσατε ως το ακρωτήρι της Πούντας και ανηφορίσατε μέχρι τον Μπουρνόβα;
Έχω πάει τρεις φορές στη Σμύρνη, μία φορά παλαιότερα με τον παππού μου και δύο τα τελευταία χρόνια με αφορμή την έρευνα για την «Προκυμαία της Σμύρνης». Αν και οι βερχανέδες του Φραγκομαχαλά κάηκαν και δεν υπάρχουν πια, τα άλλα μέρη που αναφέρετε τα γύρισα συγκινημένος, έχοντας στο μυαλό μου την εικόνα πριν την Καταστροφή και την τεράστια απώλεια σε ανθρώπινες ζωές, πλούτο και ομορφιά.
Τι είναι αυτό που κρατά, τελικά, ζεστό το ενδιαφέρον σας για το Izmir;
Καθώς η μισή και παραπάνω Σμύρνη καταστράφηκε το 1922, η ενασχόληση με το παρελθόν της θυμίζει αρχαιολογική ανασκαφή. Και πράγματι, όταν πάει κανείς εκεί, βλέπει όσα λίγα μνημεία σώθηκαν από τη φωτιά να βρίσκονται σχεδόν μισό μέτρο από το σημερινό επίπεδο του εδάφους, που έχει ανυψωθεί μετά το ισοπέδωμα των ερειπίων. Τα τελευταία χρόνια, που ασχολούμαι πιο εντατικά με τη Σμύρνη, έχω γνωρίσει πολλούς αξιόλογους ανθρώπους με τα ίδια ενδιαφέροντα, πολλούς από αυτούς Τούρκους. Αυτό το πλησίασμα και η φιλία με ανθρώπους από μια χώρα με αντικρουόμενα συμφέροντα με τη δική μας ζεσταίνει την καρδιά μου και μου δίνει ελπίδες για ένα ειρηνικό μέλλον.
Στο τέλος του βιβλίου μας περιμένει μια μικρή έκπληξη. Ένα γλωσσάρι των τούρκικων λέξεων που διαβάσαμε στο μυθιστόρημά σας. Χρησιμοποιείτε κάποια από αυτές τις λέξεις στην καθημερινότητά σας;
Αν και άκουγα πολλές από αυτές τις λέξεις από τη γιαγιά μου όταν ήμουν παιδί, δεν τις χρησιμοποιώ. Το μόνο που πιάνω μερικές φορές τον εαυτό μου να κάνει, είναι να «τρώω» το «δ» σε εκφράσεις όπως « ’ε θέλω» αντί «δε θέλω», όπως το έκανε η γιαγιά μου.
Πώς προέκυψε η συγγραφή μεταξύ της ανάπτυξης ψηφιακών εφαρμογών για την αυτοκινητοβιομηχανία και μελετητικά γραφεία της Γερμανίας όπου σπουδάσατε. Υπήρχε από τότε η φλόγα μέσα σας ή προέκυψε με την επιστροφή σας στην Ελλάδα;
Τα ενδιαφέροντά μου μοιράζονταν από τότε ανάμεσα στην πληροφορική και την ιστορία. Όμως η πληροφορική είχε το πλεονέκτημα ότι μπορούσε να με συντηρήσει. Η στροφή μου στη συγγραφή έγινε όταν αισθάνθηκα οικονομικά ασφαλής και βρήκα το χρόνο να το κάνω, ξεκινώντας με non-fiction, κυρίως ιστορικά έργα. Το «Λέων & Εμινέ» είναι η πρώτη μου λογοτεχνική προσπάθεια, έχει όμως και αυτή στέρεο ιστορικό υπόβαθρό.
Ποια είναι τα μελλοντικά σας συγγραφικά σχέδια;
Τώρα τελειώνω αυτό που ονομάζω «Περιηγητικός Οδηγός της Σμύρνης του 1922», ο οποίος θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο. Πρόκειται για έναν τουριστικό οδηγό με χάρτες και περιγραφές από τα αξιοθέατα, που απευθύνεται στον τουρίστα που θα ήθελε να επισκεφτεί τη Σμύρνη πριν την Καταστροφή. Έχω επίσης στα σκαριά ένα αστυνομικό-ιστορικό-μυθιστόρημα, που βασίζεται σε μια υπόθεση που συγκλόνισε τη Σμύρνη το 1888.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Σμύρνη, Δεκέμβρης του 1918, λίγο μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου. Το χρονικό της πόλης και η ζωή μιας νέας γυναίκας ξετυλίγονται σαν δυο κουβάρια σιγά-σιγά. Πόσο μοιραία θα αποδειχτεί η ύπαρξη ενός άνδρα, που καθορίζει την τύχη της κοπέλας, ενώ ταυτόχρονα παλεύει για την επιβίωση της πατρίδας του;
Τέσσερα χρόνια μετά, λάθη και προδοσίες θα οδηγήσουν τη Σμύρνη στο τραγικό της τέλος, με αποκορύφωμα τη φοβερή φωτιά του Σεπτέμβρη. Θα ακολουθήσει και ο έρωτας της νεαρής γυναίκας παράλληλη πορεία ή θα καταφέρει παρ’ ελπίδα να επιζήσει ανάμεσα στις φλόγες;
Βιογραφικό
Ο Γιώργος Πουλημένος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959 και είναι απόφοιτος της Γερμανικής Σχολής Αθηνών. Σπούδασε χημικός μηχανικός στην Καρλσρούη και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την ανάπτυξη ψηφιακών εφαρμογών για την αυτοκινητοβιομηχανία και μελετητικά γραφεία της Γερμανίας. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα εργάστηκε επί εικοσαετία ως υπεύθυνος δικτύου και αναλυτής-προγραμματιστής στο Αλουμίνιον της Ελλάδος, αναπτύσσοντας ευρύ φάσμα εφαρμογών. Πέρα από τα επαγγελματικά του ενδιαφέροντα, επιδεικνύει
έντονο ενδιαφέρον για τη μελέτη της ιστορίας των Χαμένων Πατρίδων της Μικράς Ασίας. Το 2012 εξέδωσε σε συνεργασία με τους Σμυρνιούς Λεβαντίνους Alex
Baltazzi και George Galdies το A Lexicon of Smyrneika, ένα μικρό τρίγλωσσο λεξικό της σμυρναίικης διαλέκτου, και το 2017 τον Ιστορικό Χάρτη της Σμύρνης, όπου αποτυπώνονται οι θέσεις των χαμένων ιστορικών μνημείων της πόλης πάνω στον ιστό της σύγχρονης Ιζμίρ. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το βασισμένο σε πολυετή έρευνα δίτομο έργο Η Προκυμαία της Σμύρνης, το οποίο συνυπογράφει με τον Αχιλλέα Χατζηκωνσταντίνου, ενώ το «Λέων και Εμινέ είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.