Και ξαφνικά θυμώσαμε όλοι…
Σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη.
Στην αρχή υπήρξαμε όλοι λίγο επιφυλακτικοί, αυτό που δεν ξέρεις, μπορεί καμιά φορά να είναι και καλό. Μετά όμως θυμώσαμε στ’ αλήθεια. Ο λόγος όχι τόσο για την δεινή κατάσταση της χώρας μας, όσο για τη δική μας, δεινή προσωπική κατάσταση. Και πώς να μη θυμώσουμε, αφού μια συνηθισμένη μέρα, σε έναν συνηθισμένο καφέ, σε μια συνηθισμένη κουβέντα, συνειδητοποιήσαμε πως πρέπει να ξεσυνηθίσουμε. Η ζωή που ξέραμε, όπως την ξέραμε, με τα καλά και τα άσχημά της έλαβε τέλος. Και τότε ήταν που θυμώσαμε πολύ. Γίναμε όλοι οικονομολόγοι, ξύπνησε ο πολιτικός που βαθιά κοιμόταν μέσα μας και οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν. Τα καφενεία και καφετέριες μετατράπηκαν σε κοσμικά κοινοβούλια, τα κομμωτήρια σε χώρους βαθυστόχαστων πολιτικών αναλύσεων, τα ψώνια στον μπακάλη σε διπλωματική επίσκεψη ανταλλαγής απόψεων . Ας το παραδεχτούμε, είχαμε θέμα! Μπορούσαμε επιτέλους να τοποθετηθούμε όλοι για όλα. Όταν όμως οι θεωρίες των άλλων έγιναν πράξεις, πράξεις σκληρές, οδυνηρές, που κλόνισαν τις δουλειές μας, τάραξαν την ασφάλεια του σπιτιού μας, τη γαλήνη της οικογένειας μας και την προσωπική μας ηρεμία τότε ήταν που θυμώσαμε πολύ. Όχι ειδικά απέναντι σε αυτούς που το προκάλεσαν, αλλά σε όλους. Γιατί ο θυμός κάποιες φορές είναι τόσο δυνατός που δεν έχει στόχο, απλά διαχέεται ορμητικά γύρω μας.
Θυμώσαμε με τους πολιτικούς που μας εξαπάτησαν, τον γείτονα που έχει ακόμα δουλειά, με τον γνωστό που οι περικοπές του ήταν λιγότερες από τις δικές μας, με τον άλλο γνωστό που χρόνια ψήφιζε το ένα κόμμα, με κείνον που χρόνια ψήφιζε το άλλο κόμμα, με τα παιδιά μας που έχουν παράλογες απαιτήσεις. Θυμώσαμε πολύ. Και αυτό φάνηκε. Δεν ήταν δύσκολο να το διαπιστώσει κανείς. Μια ματιά στους περαστικούς στο δρόμο, στους οδηγούς που έβγαζαν όλη τους την ένταση με ξέφρενες πορείες χωρίς ίχνος συγκέντρωσης και προσοχής, φασαρίες στις ουρές, διαπληκτισμοί στις δημόσιες υπηρεσίες, μια κουβέντα χρειαζόταν μόνο και τα αίματα άναβαν. Μια κουβέντα, μια σπίθα. Εύφλεκτα υλικά γίναμε όλοι μας. Ό,τι χειρότερο είχε ο καθένας βρήκε ευκαιρία και άλλοθι να βγει στην επιφάνεια. Και ζήσαμε έτσι αρκετό καιρό, και ίσως να ζούμε ακόμα. Όμως, όπως όλοι οι θυμοί, κάποτε ξεθυμαίνει κι αυτός. Τόση ένταση κανένα σώμα δεν την αντέχει, θέλει να την ξεφορτωθεί. Πενθήσαμε αρκετά το χαμένο τρόπο ζωής μας. Όταν ανακοινώνεται σε συγγενή ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, το πένθος περνά διάφορα στάδια: αρχικά το σοκ, μετά η άρνηση, η φάση της αδικίας (γιατί σε εκείνον, όχι σε μένα), μετά η εκλογίκευση και η αποδοχή, το καθαρό πένθος και τέλος η προσαρμογή στην πραγματικότητα. Χωροθετούμε δηλαδή το κακό που μας βρήκε, το βάζουμε σε ένα πλαίσιο για να συνεχίσουμε τη ζωή μας. Κάπως έτσι συμβαίνει κι εδώ. Κούρασε η απελπισία. Κούρασε το να μην βλέπουμε φως. Καμιά φορά οι άνθρωποι αρέσκονται στη γενική δυστυχία και την αναπαράγουν επειδή τους κάνει να ξεχνούν τη δική τους, αλλά κούρασε κι αυτό. Γιατί, όσο κι αν ψάξεις, δεν μπορείς να βρεις χαρά στη δυστυχία του άλλου. Μα, θα σκεφτεί κανείς, πώς να συνεχίσω όταν όλα γύρω καταρρέουν; Ίσως είναι η κρίση που έτυχε στη δική μας γενιά. Οι παλιότεροι έζησαν πολέμους και φτώχεια, οι γονείς τους το ίδιο, κάποιοι έζησαν χούντα και μεταπολίτευση, κάποιοι κάπου αλλού ζουν χειρότερα και κάποιοι άλλοι καλύτερα. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορούμε σε έναν βαθμό να ελέγξουμε τα πράγματα που μας συμβαίνουν. Ο χώρος γύρω μας, όπως αναφέρει ένας αγαπημένος συγγραφέας, μοιάζει με τησκηνή ενός θεάτρου. Μόνο που πολλές φορές δεν επιλέγουμε εμείς τα σκηνικά του και, αν είχαμε τη δυνατότητα, θα τα ξαποστέλναμε. Καλούμαστε όμως να παίξουμε σ’ αυτό το σκηνικό και ο ρόλος και τα έργο είναι δικά μας, κατάδικά μας. Κι ο χρόνος που αντιστοιχεί στον καθένα μας είναι πολύ συγκεκριμένος και περιορισμένος για να τον σπαταλάμε και να τον διαθέτουμε σε ό,τι μας φθείρει.
Ήδη, βλέπουμε ανθρώπους που προχωρούν, βοηθώντας τους διπλανούς τους, επαναπροσδιορίζοντας τις προσωπικές τους αξίες και τοποθετώντας, όσο δύσκολο κι αν είναι, νέες βάσεις και νέα δεδομένα στον τρόπο ζωή τους. Θυμηθήκαμε τον γείτονα που έχει ανάγκη, δώσαμε και κάτι από το υστέρημα και όχι το πλεόνασμα, πάψαμε λίγο να μιλάμε για να ακούσουμε, ανοίξαμε τις καρδιές μας και τα σπίτια μας, ήρθαμε πιο κοντά. Κι ας το παραδεχτούμε -θέλοντας και μη-ξεφύγαμε λιγάκι κι απ’ τον υλισμό μας, κάνοντας τη λεπτή διάκριση μεταξύ του θέλω και του χρειάζομαι. Εξάλλου και στη φύση το κλειδί είναι η προσαρμοστικότητα. Ό,τι προσαρμόζεται στο περιβάλλον του επιβιώνει. Μιλάμε γιαπροσαρμογή και όχι αφομοίωση, για δράση όχι μοιρολατρία, που πρέπει ωστόσο να ξεκινήσει από το μέσα του καθενός προκειμένου να γίνει συλλογική πράξη. Μόνο αν αλλάξουμε το μέσα μας, θα αλλάξουμε το περιβάλλον μας. Γιατί κρίση δεν σημαίνει μόνο παρεκτροπή από το ομαλό, αλλά και την θεμελιώδη ανθρώπινη ικανότητα για λογική και παραγωγική σκέψη, που οδηγεί σε ορθά συμπεράσματα. Ας χρησιμοποιήσουμε λοιπόν ορθά την κρίση μας κι ας μην κληροδοτήσουμε την άλλη κρίση στα παιδιά μας. Όσο θυμώσαμε, θυμώσαμε, όσο πενθήσαμε, πενθήσαμε. Εξάλλου όταν φυσάει πολύ, κάποιοι ψάχνουν καταφύγια και κάποιοι χτίζουν ανεμόμυλους…
Βασιλική Κουρελή
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.