Μελάνι – Πρώτη έκδοση Μάιος 2006
Μετάφραση Ματίνα Μαυρονικόλα

Η κληρονομιά δεν είναι δώρο. Πώς να πάρεις πράγματα που δεν σου έδωσαν; Πώς να αδειάσεις το σπίτι των γονιών σου χωρίς να βγάλεις απ’ τη μέση και το παρελθόν τους, το δικό σου παρελθόν; Τις πρώτες ημέρες, έλεγα στον εαυτό μου ότι θα «τακτοποιούσα», δεν θα «άδειαζα», το σπίτι των γονιών μου. Μου συνέβη πολλές φορές να χρησιμοποιήσω το πρώτο ρήμα αντί για το δεύτερο.
Πόσοι από εμάς ζούμε αυτό το πένθος που μας συγκλονίζει χωρίς να το συζητάμε με κανέναν; Πώς να μπορέσεις να μιλήσεις γι’ αυτή την αναστάτωση των συναισθημάτων, για το κράμα οργής, κατάθλιψης, απέραντου πόνου, αίσθησης εξωπραγματικού, εξέγερσης, τύψεων και αλλόκοτης αίσθησης ελευθερίας που σε κατακλύζει; Σε ποιον να ομολογήσεις χωρίς ντροπή και ενοχή αυτόν το στρόβιλο παθών;
Το ορφάνεμα δεν έχει ηλικία.

Αυτά διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «Αδειάζοντας το σπίτι των γονιών μου», της Λίντια Φλεμ. Ένα βιβλίο που πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μελάνι το 2006 και είναι πάντα επίκαιρο, καθώς, όπως πολύ σωστά λέει η συγγραφέας «το ορφάνεμα δεν έχει ηλικία», αλλά ούτε τόπο και χώρα, θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε. Είναι ένα μικρό σε μέγεθος αλλά μεγάλο σε βαθιά νοήματα και αλήθειες βιβλίο. Καταπιάνεται με το πολύ τραγικό ανθρώπινο θέμα που λέγεται, «πεθαίνουν οι γονείς μου και εκ των πραγμάτων μου ανατίθεται ο άχαρος ρόλος να πάω και να αδειάσω το σπίτι από τα πράγματά τους». Ένα σπίτι στο οποίο ζήσαμε κι εμείς όταν ήμασταν παιδιά, εκεί είναι όλες οι παιδικές και εφηβικές αναμνήσεις μας, εκεί είναι το ψυγείο της μαμάς που το ανοίγαμε ακόμα και από συνήθεια έστω κι αν δεν θέλαμε τίποτα, εκεί είναι οι μυρωδιές από το κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι.
Η συγγραφέας γράφει με πολύ μεγάλη ευαισθησία και ειλικρίνεια για το θέμα αυτό, και πολλές φορές, σχεδόν τις περισσότερες, διαβάζοντας τις σελίδες είναι σαν να ακούς τον εαυτό σου να εξομολογείται όλα αυτά που θα ήθελες πολύ να είχες εξομολογηθεί σε κάποιον, όταν έχασες τους γονείς σου.

Λέει:

«Σε εμάς εναπόκειται να οδηγήσουμε στο χώμα αυτούς που μας οδήγησαν στη ζωή, τους δημιουργούς μας. Συνοδεύοντάς τους στον τάφο, ενταφιάζουμε ταυτόχρονα και την παιδική μας ηλικία».
«Ο χρόνος δεν θεραπεύει τίποτα, απαλύνει όμως την οδύνη, που κάποιες φορές γίνεται ένα απόστημα, μάρτυρας μιας πληγής που δεν θα μπορέσει να κλείσει ποτέ».
«Το πένθος δεν μοιράζεται».
«Αδειάζω, το ρήμα με ενοχλεί. Θα ήθελα να πω: ‘τακτοποιώ’».
«Αδειάζω σημαίνει επίσης εσωτερικό άδειασμα: ρίχνω τα πέπλα και τις μάσκες, αποκαλύπτομαι».
«Είναι αβάσταχτο το να επιζείς μετά το χαμό των παιδιών σου. Το να επιζείς μετά το χαμό των γονιών σου είναι φυσιολογικό, και παρ’ όλα αυτά πολύ δύσκολο».
«Οι νεκροί δεν χάνονται από τη μνήμη μας. Μπορούμε να τους ανακαλούμε όσο θέλουμε, συνεχίζουν να υπάρχουν μέσα μας».
«Είχα άραγε το δικαίωμα να διασκορπίσω τα αντικείμενα που είχαν αγαπήσει, διαλέξει με φροντίδα ή συγκεντρώσει τυχαία, που είχαν φυλάξει από συνήθεια ή επειδή ‘ποτέ κανείς δεν ξέρει’, που τα είχαν σαν φάρους για να τους δείχνουν την πορεία της ζωής, που τα είχαν κλειδωμένα στις τσέπες της λήθης ή προστατευμένα από τη φθορά του χρόνου σαν μάρτυρες της ύπαρξής τους;»
«Η Περσεφόνη, αφού πέρασε τους χειμωνιάτικους μήνες κάτω από τη γη, έρχεται και πάλι στο φως του ήλιου, σπέρνει τους αγρούς και τους κάμπους. Άνθη και καρποί αναγεννώνται. Δεν είναι καλό να κλειδωνόμαστε μέσα στη μελαγχολία».

Η Λίντια Φλεμ γεννήθηκε το 1952. Είναι ψυχαναλύτρια και συγγραφέας πολλών βιβλίων για τον Φρόιντ, τον Καζανόβα και το θέμα του έρωτα στην όπερα. Ζει στις Βρυξέλλες και το Παρίσι με τον άντρα της και την κόρη της.

(Το βιβλίο αυτό ήταν ένα δώρο από τη νύφη μου έξι χρόνια πριν, όταν έχασα και τους δύο γονείς μου τον ίδιο χρόνο, με διαφορά λίγους μήνες. Με άγγιξε από την πρώτη στιγμή που το ξεφύλλισα. Αφιερώνω τη συγκεκριμένη πρόταση βιβλίου στη μνήμη τους). Βικτώρια Μακρή.