Η Αθήνα τον 21ο αιώνα.
Αποκρουστική και γοητευτική, καθημερινώς ίδια και αενάως διαφορετική, χωρίς ιδιότητες, όπως στον Μούζιλ, αλλόκοτη όπως στον Κάφκα ή άρρωστη όπως το Οράν του Καμύ, κυκλική όπως το Δουβλίνο του Τζόυς ή χρονοτοπικά λαβυρινθώδης όπως οι μητροπόλεις του Μπιρτόρ ή του Ρομπ Γκριγιέ, ακόμα και φανταστική όπως οι «αόρατες πόλεις» του Καλβίνο, η Αθήνα ,οι πολυπληθείς λεωφόροι της και οι απόμερες γωνιές της.
Η Αθήνα τον 19ο αιώνα.


Πριν από διακόσια χρόνια η Αθήνα μετασχηματίστηκε, με ταχείς ρυθμούς ,από χωριό σε πόλη και από πόλη σε πρωτεύουσα. Έτσι, ένα βαρύ όνομα συνδεδεμένο με την ιδέα του κλασικού, μια αιωρούμενη πόλη δίχως έδαφος, κατέστη ιδεολογικό και διοικητικό κέντρο, διανύοντας έκτοτε μια μακρά περίοδο εφηβείας.
Αποτελεί κοινό τόπο της ιστοριογραφίας για την Αθήνα των νεωτέρων χρόνων, η επισήμανση της ασημαντότητάς της, προτού επιλεγεί ως πρωτεύουσα του ελευθέρου κράτους· λόγου χάριν: «Όταν έγινε η επιλογή της ως Πρωτεύουσας, το 1838, η Αθήνα ήταν ένα χωριό 4.000 κατοίκων και ο Πειραιάς μια ασήμαντη ιχθυόσκαλα»· «Ήσαν δε τότε [1834] αι Αθήναι κωμόπολις 10 ή 12.000 κατοίκων, πλήρης ερειπίων, ολίγας οικίας παρά τους πρόποδας της Ακροπόλεως έχουσα». Αυτές είναι κάποιες χαρακτηριστικές φράσεις, με κλιμακούμενες αποχρώσεις αυτής της αντίληψης.
Η νεαρή πρωτεύουσα πρέπει να σχεδιασθεί, να διαμορφωθεί, να διευρυνθεί, να αποκτήσει το πρόσωπο που απαιτεί ο ρόλος της, στο θέατρο της ιστορίας, εξάλλου, αυτή θα είναι η πρωταγωνίστρια.


Η ανασύσταση της εικόνας, η πρόσληψη της ατμόσφαιρας, η παρακολούθηση του μεταβαλλόμενου χάρτη της Αθήνας όπου εγγράφονται οι άνθρωποι, είναι έργο δυσχερές και κατ΄ ανάγκην αποσπασματικό. Εδώ όμως έρχεται ο Τύπος της εποχής, μέσα από τα κιτρινισμένα φύλλα του οποίου ο σύγχρονος μελετητής θα επιχειρήσει την περιήγηση και τη διερεύνηση σε μια terra incognita, για να πιάσει το νήμα της ιστορίας από την αρχή. Την ιστορία της πόλης, που ενθυλακώνει τις ιστορίες των ανθρώπων, τη μικροϊστορία που κρύβεται στις εσωτερικές σελίδες των εφημερίδων, στο περιθώριο ,στον απόηχο ή και ερήμην, των βαρυσήμαντων πρωτοσέλιδων. Ο εφημεριδογράφος-δημοσιογράφος -ρεπόρτερ είναι δέκτης και πομπός των μικρών ειδήσεων που αποτυπώνουν την καθημερινότητα με τις ποικίλες όψεις της.
Διαβάζουμε σε εφημερίδα της εποχής: «Συνελήφθη χθες η διαβόητος ορνιθοκλέπτρια, κυρά Χριστίνα, ήτις κατά την συνοικείαν του Μεταξουργείου δεν άφηνε όρνιθα και ορνιθοπούλι»… Το συμβάν μας κοινοποιείται την Δευτέρα 24 Μαΐου του 1893 και αφορά μια κλοπή κότας την Κυριακή 23 Μάιου στο Μεταξουργείο!!
Κι όμως, εκτός από την ιστορία της γλώσσας και του γραπτού δημοσιογραφικού λόγου της εποχής, η είδηση κρατά ζωντανό το ενδιαφέρον διαχρονικά καθώς μας χαρίζει μιαν ανάγλυφη εικόνα της εποχής, με κοτέτσια στις συνοικίες, με μια καθημερινότητα φτώχειας, όπου η πόλη δεν διαφέρει από το χωριό αλλά πιθανόν διαφοροποιεί τα ήθη, καθώς η γυναίκα δράστις δύσκολα θα γινόταν ανεκτή στο χωριό ως κλεφτοκοτού!


Είναι μια είδηση που περνά στον αθηναϊκό τύπο αλλά και μια μαρτυρία ενδεικτική των γεγονότων που απασχολούν την κοινή γνώμη. Ταυτόχρονα, αποτελεί ένα τεκμήριο σύγκρισης της ζωής στο Μεταξουργείο στο παρελθόν και το παρόν, με την βασική διαπίστωση ότι παραμένει ως τις μέρες μας μια παραδοσιακή λαϊκή συνοικία, πράγμα που εξακολουθεί να αποτελεί και την ταυτότητα της σύγχρονης πρόσληψης της συνοικίας .
Το βιβλίο «Η Αθήνα τον 19ο αιώνα-Εικόνες μιας οδοιπορίας μέσω του Τύπου» έρχεται να προστεθεί ως συνέχεια του βιβλίου «Αθήνα – Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία», των Θανάση Γιοχάλα και Τάνιας Καφετζάκη. Πρόκειται λοιπόν για μια νέα έκδοση όπου ο αναγνώστης – οδοιπόρος της Αθήνας, ξένος ή ντόπιος, συνδέει την ματιά του με το παρελθόν έτσι ώστε αυτό που βλέπει να αποκτά ξαφνικά την υπόσταση που χαρίζει η ιστορική συνέχεια που δεν στέκει στο δρόμο σαν νεκρό μνημείο ή βουβή μαρτυρία αλλά εντάσσεται στην ζωντανή συνείδηση της πόλης.
Το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να διαβαστεί και ως μυθιστόρημα για την Αθήνα ή μυθιστόρημα με φόντο την Αθήνα. Ιχνηλατούν οι δύο συγγραφείς, με κύριο εργαλείο την αποδελτίωση του Τύπου της εποχής, μια πόλη που δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε, αλλά και ό,τι δεν βλέπουμε, ό,τι ξέρουμε , αλλά κυρίως όσα δεν ξέρουμε και ο Τύπος εξεικονίζει στις τυπωμένες σελίδες , «αναμενόμενες και απροσδόκητες στιγμές».
Η Αθήνα είναι μια πόλη παράξενη όσο και απόλυτα απαιτητική στην κατανόησή της καθώς το όνομά της ταυτίζεται με την ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Είναι μια πόλη γεμάτη μνήμες, και διαφορετικές εκδοχές αλλά και μακρόχρονες ιστορικές σιωπές που με την επανεκκίνησή της ως πρωτεύουσας του νεοελληνικού κράτους απέκτησε τα χαρακτηριστικά μιας ευρωπαϊκής πόλης. Μιας πόλης που η αφήγηση των τόπων, των κτιρίων, των δρόμων, των μνημείων, των αρχαιολογικών χώρων που προκαλούν δέος με το ιστορικό τους βάρος, μοιάζει να αναβλύζει από τα βάθη των αιώνων.


Πρόκειται μια πόλη γεμάτη αντιφάσεις που την καθιστούν συναρπαστική, μια πόλη που αγωνίστηκε με το δυσβάστακτα ένδοξο παρελθόν της να σταθεί στα πόδια της, να αποκτήσει την σύγχρονη ταυτότητά της. Αυτή η συναρπαστική οδοιπορία μέσα από την ειδησεογραφία του πρωτευουσιάνικου τύπου του 19ου αιώνα που μας ξεναγεί στις κεντρικές συνοικίες της πόλης με τα τόσο οικεία ονόματα, το εμπορικό της κέντρο, τις παλιές αγορές, τα καφενεία και τους κεντρικούς δρόμους, ζωντανεύει μέσα από ζεστά περιστατικά της καθημερινότητας, έτσι που θαρρείς πως ξαναμπαίνει σε λειτουργία όλος εκείνος ο παλιός θαυμαστός κόσμος της πρωτεύουσας, όπου μας συνδέει «επί της διασταυρώσεως των οδών Ευριπίδου και Αθηνάς διήρχοντο εφ΄αμάξης δυο πολίται προχθές μ.μ. και ετραγώδουν ένεκα κρασοκατανύξεως…» ένα τραγούδι που κρατά μέχρι τις μέρες μας!
Το συγγραφικό δίδυμο Θανάσης Γιοχάλας και Ζωή Βαΐου ανιχνεύουν μικροσυνήθειες και ευτράπελα που χαρακτήριζαν την αθηναϊκή κοινωνία εκείνη την εποχή. Πρόκειται για τα ίχνη της πόλης στον εφήμερο χρόνο και χώρο. Τους συγκινούν πολλά και διάφορα όπως τα Θερμά Θαλάσσια Λουτρά που κάποιος επιτήδειος διαφήμιζε στην λασπουριά του Ιλισού, τις διαμαρτυρίες προς τον δήμαρχο γιατί η βάση της Πύλης του Αδριανού είχε καταντήσει δημόσιο αποχωρητήριο, διαμαρτυρίες για τον ελλιπή φωτισμό της οδού Ακαδημίας, τα γυμνά αγάλματα της οικίας Σλήμαν που σκανδαλίζουν τις περαστικές γυναίκες, οι ψηφοθηρικές εκδρομές που καθιέρωσαν οι υποψήφιοι για τη δημαρχία Αθηνών, κουρεία που διαφημίζουν ότι προσφέρουν μουσική κατά την διάρκεια των νυχτερινών κουρεμάτων και άλλα πολλά αλιευμένα με πολλή προσοχή και αγάπη από τις εφημερίδες τη εποχής.
Εικόνες μιας οδοιπορίας μέσω του Τύπου -Οία κεφαλή και εγκέφαλον ουκ είχε. Το εξής νοστιμώτατον εξεδικάσθη εν τω ενταύθα πταισματοδικείω. Ο κ. Α. Πετσάλης κατεμήνυσε τους κρεοπώλας Γ. Παπαδόπουλον ή Ντιρίκον και Νικόλ. Κακόν πωλήσαντας αυτώ κεφαλήν αρνίου άνευ μυελού, ον είχον υπεξαιρέσει κλείσαντες το κρανίον τεχνηέντως κατόπιν το πταισματοδικείον κατεδίκασεν αυτούς ερήμην εις κράτησιν τριών εβδομάδων εκάτερον. Νέα Εφημερίς. ΕΤOΣ ΙΒ΄, ΑΡΙΘ. 169. Παρασκευή 18 Ιουνίου 1893.


Η εφημερίδα Ραμπαγάς τον Ιούνιο του 1882 ανακοινώνει ότι λόγω του πολλαπλασιασμού των λωποδυτών πολίτες αποφάσισαν να συστήσουν Σύλλογον αντιλωποδυτικόν. Κάθε μέλος φέρει επί της ράχης του πινακίδα όπου ευκρινώς αναγράφεται η φράση Απαγορεύεται η προσέγγισις. Οι λωποδύτες απαντούν με τη σύσταση δικού τους σωματείου. Κάθε μέλος φέρει επί του στήθους την επιγραφή: Άρπαξε να φας και κλέψε νάχης.
Οι άνθρωποι διασταυρώθηκαν στους δρόμους και στις συνοικίες, έδωσαν τον παλμό της καθημερινότητας, ζωγράφισαν με τα θερμά και ψυχρά χρώματα των συναισθημάτων τους, ξανά και ξανά, το μεταβαλλόμενο τοπίο της πόλης. Έπαιξαν ρόλους πρωταγωνιστών ή βουβών προσώπων, δυναμικών ή απαθών θεατών, ενορχηστρώθηκαν στο ανώνυμο πλήθος των επωνύμων μελών της κοινότητας.
Το πρόσωπο της Αθήνας θα ήταν άχρωμο, με το βλέμμα κενό, χωρίς την παρουσία τους, τις ιστορίες τους, τις ζωές τους. Η Ιστορία έχει ανάγκη τη μικροϊστορία, πτυχές της οποίας αποτυπώνονται εν θερμώ στις στήλες των εφημερίδων και εγγράφονται στη συλλογική μνήμη· τη μνήμη της πόλης.
Το βιβλίο εικονογραφεί μέσα από τις πιο απίθανες και ευφάνταστες ειδήσεις που μόνο η πραγματικότητα μπορεί να δημιουργήσει, την μικροϊστορία της ζωής της πόλης των Αθηνών. Στο τέλος παρατίθεται και ένα πολύ ιδιαίτερο και χρήσιμο παράρτημα με τις πρώτες αθηναϊκές εφημερίδες και σχετικές πληροφορίες για τα πρακτορεία τύπου, τους εφημεριδοπώλες αλλά και τους δημοτικούς άρχοντες της πόλης και τα έργα τους καθώς και ένα χρονολόγιο των σημαντικότερων πολιτικών γεγονότων από το 1835 έως το 1897.


Όλη αυτή η πολύτιμη αποδελτίωση της μικροϊστορίας της καθημερινότητας, όλων αυτών των απίθανων γεγονότων αλλά και λεπτομερειών που καταγράφονται στον δημόσιο και ιδιωτικό βίο των κατοίκων μιας πόλης στη σκιά της Ιστορίας, συγκροτεί μια σπανιότατη σε πολυτιμότητα, μαρτυρία ζωής που προστίθεται στην μεγάλη Ιστορία της Αθήνας.
Ενδεχομένως , το βιβλίο αυτό να αποτελέσει μια ευκαιρία αναστοχασμού αναφορικά με την πολυτάραχη διαδρομή μιας πόλης, της Αθήνας.
Αδιαμφισβήτητη μαεστρία του ύφους των δύο συγγραφέων, το οποίο χαρακτηρίζεται από μια ρέουσα, υπνωτική κομψή και σε ορισμένα σημεία λιτή ,σχεδόν μινιμαλιστική γλώσσα και το ευφυές και εσωτερικό χιούμορ του.
Διαβάστε το.
Ο Θανάσης Γιοχάλας γεννήθηκε το 1955 στην πόλη της Κέρκυρας, όπου και έζησε τα μαθητικά του χρόνια. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Εργάζεται ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση, με μακρά θητεία στο 3ο Λύκειο Υμηττού. Ασχολείται επί πολλά χρόνια με τη συγκέντρωση υλικού που αφορά την ιστορία της πόλεως των Αθηνών.
Η Ζωή Βαΐου γεννήθηκε στο Βασιλικό Χαλκίδας. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται ως καθηγήτρια φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση.