Έχουν δίκιο όσοι λένε πως η ανθρώπινη καρδιά μοιάζει με τα πρωτότοκα παιδιά. Όσες
γέννες κι αν ακολουθήσουν μετά, η πρώτη πάντα θα έχει την εύνοια των γονιών και
την ευθύνη της καθοδήγησης των υπολοίπων. Η καρδιά είναι το όργανο που δίνει την
παρθενική γεύση της ζωής στα άμορφα κι αδέξια πλάσματα που επωάζουν οι μήτρες
του σύμπαντος, κι αυτό που πεθαίνοντας τελευταίο, χαρίζει στην ίδια την ύπαρξη την
αναγκαία της επίγευση. Είναι αόρατος καθοδηγητής του ανθρώπου, βλέπει εκεί όπου
τα μάτια του νου αδυνατούν, κι εκεί όπου η λογική τραβλίζει, με στεντόρεια φωνή σού
υπαγορεύει αποφάσεις. Στην παγωμένη χώρα του πόνου, στο ξερονήσι του φθόνου
και τις αχανείς ερήμους του μίσους προτιμά να είναι μόνη, να ξύνει επίμονα με το νύχι
το δέρμα του φεγγαριού και να γυρεύει στους κρατήρες του την αγάπη. Αυτή για την
οποία, στήνονται απο αρχαιοτάτων χρόνων τα γλαφυρότερα παιγνίδια της Τέχνης
του Λόγου, και πάνω στο νοτισμένο χώμα της αναγνωστικής ψυχής σμιλεύουν χνάρια
που ποτέ τους δε μέλλει να σβηστούν.
Μέσα στην οικογένεια της Παρασκευούλας και της Ελπίδας υπήρξε αγάπη, έστω κι αν
πάντα σοβούσε ανταγωνισμός ανάμεσά τους. Ένας θάνατος ένωσε για λίγο τις ζωές
τους, κι ένας άντρας με σταχτιά μάτια κι Αλεξανδρινή αρχοντιά, θα τις χώριζε όπως τα
άπληστα χέρια αρπάζουν τον καρπό απο τα δέντρα και τα άστρα από το μαυροπίνακα
της νύχτας. Η Παρασκευούλα γεννημένη, λες, στην αγκαλιά του ήλιου, μαγεύει απο το
πρώτο λεπτό της γνωριμίας τους, τον Παύλο με την ομορφιά και τη χάρη της, και η
Ελπίδα, πλασμένη, λες, απο πολυκαιρισμένο κι ελαττωματικό υλικό, βουτά στα άδυτα
ενός απαγορευμένου πόθου κι οι βαρύτατες συνέπειες δεν θα αργήσουν να έρθουν. Η
πολύπαθη συμιακή οικογένεια της Αννέζως και του Μιχάλη δοκιμάζει του κόσμου τις
φουρτούνες μες σε θάλασσες που πρώτα πνίγουν συναισθηματικά τους ήρωες, κι
ύστερα υψώνουν υγρά φράγματα μεταξύ τους με συνεχείς ανατροπές.
Οι «Θάλασσες μας χώρισαν» που κυκλοφορούν απο τις εκδόσεις Διόπτρα, υποβλητικά
μα και ανεπιτήδευτα, καταπιάνονται με ένα οικογενειακό δράμα που αφήνει σημάδια
ζωής στη Σύμη, την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια και την Ικαρία. Μέσα στο
μυθιστόρημα της Ι. Τέκου, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με διλήμματα κι απώλειες,
με τις λαβωματιές του ανεκπλήρωτου έρωτα, με τη γλύκα της απέραντης και άδολης
αγάπης, με τις απογοητεύσεις της ζωής που μοιάζουν με θαλασσόνερο που συχνά μάς
φράζει τους πνεύμονες, με ανείπωτες κι αέναες ενοχές και επιθυμίες, αλλά και με το
γαλήνιο πρόσωπο του Θεού. Όσο η Ελπίδα προσπαθεί να μάθει στην καρδιά της να μη
ζητά αυτό που δε μπορεί να έχει, ο άσβηστος πόθος κι η αδυναμία να ξεχάσει, παίζουν
ανελέητα με τις αντοχές της. Μετατρέπουν την ψυχή της σε ηφαίστειο, και πώς άραγε
να φυτρώσουν εκεί λουλούδια;
Μέχρι που ένας απο τους πολλούς σπόρους, τής χαρίζει το μπουμπούκι που τόσο πολύ
ήθελε στη ζωή της, μόνο που η ύπαρξή του φέρνει την καταστροφή. Στο σπιτικό της
μάνας της, στο αρχοντόσπιτο της Παρασκευούλας, στις ήδη σαθρές ισορροπίες των
οικογενειακών δεσμών, αλλά και των συναισθημάτων. Μια νύχτα στον κήπο γίνεται η
αρχή του κακού. Μυστικά αποκαλύπτονται εκεί όπου οι σκιές αγκαλιάζουν τη μοναξιά
των φυλλωμάτων και τα χέρια της Παρασκευούλας βάφονται με αίμα. Θα έρθει άραγε
η κάθαρση στις ψυχές που πετούν στο πουθενά; Θα ξαναβρούν το δρόμο για τις ζωές
τους οι χαρές; Φλώρα και Αννέζα. Οι μοναδικές ελπίδες, εκεί όπου το σκοτάδι τελεύει
και το φως μοιάζει μια χούφτα φλόγας.
Με γρήγορη ροή, ισορροπημένη τη χρήση των τοπικών διαλέκτων, κινηματογραφικές
εικόνες, ημερολογιακές καταγραφές γεγονότων, εσωτερικών μονολόγων, ζωντανούς
διαλόγους, αφηγηματική πληρότητα κι αφειλώδευτη αγωνία για την τύχη των ηρώων
ως το τέλος, η Ι. Τέκου καταφέρνει να συναρπάσσει τον αναγνώστη, μα και να θυμίσει
σε όσους συχνά το λησμονούν, πως οι άνθρωποι χρειάζονται δυσκολίες και παθήματα
για να αποκτήσουν ψυχικές αντιστάσεις, πως οι μεγαλύτεροι πόνοι είναι χρόνιοι και
βουβοί σαν τιμωρημένα πλάσματα με κομμένες τις γλώσσες, και πως διά να αισθανθή
κανείς την ιδική του ευτυχίαν, πρέπει να παύσει ενοχλούμενος απο την ευτυχία των
άλλων.

thalasses