Το βιβλίο αυτό αναφέρεται στα μωρά της σοφίτας, τις ψυχές που δεν είδαν ποτέ το φως του ήλιου…
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο επικρατούσε μεγάλη φτώχια στην Ελλάδα. Οι νέοι φύγανε στις δεκαετίες του ΄50 και ΄60, για τις φάμπρικες της Γερμανίας και τις στοές του Βελγίου, ενώ τα ανήλικα κορίτσια, αφήσαν τα χωριά ή τα νησιά τους και πήγαν στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ως οικιακοί βοηθοί, ως ψυχοκόρες αλλά και «τα δουλικά». Οι γονείς τα έδιωξαν μακριά τους με την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον γι΄ αυτά αλλά και για τα υπόλοιπα που έμεναν πίσω. Τα κορίτσια αυτά δε φανταζόταν ότι κι εκεί πεινασμένες τριγυρνούσαν, με ρούχα παλιά και χιλιομπαλωμένα. Ξυπνούσαν αχάραγα να μαγειρέψουν, να πλύνουν, να φροντίσουν οικογένειες που τις τάιζαν αποφάγια και τις έντυναν με αποφόρια. Ούτε τις λογάριαζαν σαν ανθρώπους με ψυχή και καρδιά. Οι κυράδες έβγαζαν πάνω τους τα νεύρα, την απογοήτευση ή τον μαρασμό της δικής τους ζωής, την προδοσία των ονείρων τους, με ξύλο, με βρισιές και φωνές. Κάποια από τα κορίτσια που έμπαιναν στη δούλεψη ανάλγητων ανθρώπων, ξεπλήρωναν με το κορμί τους την ανύπαρκτη υποχρέωση της δήθεν φιλοξενίας. Ώριμοι κύριοι, κουρασμένοι από την ρουτίνα του οικογενειακού βίου, άπλωναν τα χέρια τους στα νεαρά κορίτσια, εξαγοράζοντας τη σιωπή τους με μικρά δώρα, φτηνά δαχτυλίδια και λεπτές αλυσιδίτσες. Άλλοτε πάλι, ήταν οι γόνοι των καλών οικογενειών που σέρνονταν πάνω στα άγουρα κάλλη τους, με την ανοχή ανήσυχων μανάδων, οι οποίες προτιμούσαν την εκτόνωση του βλασταριού τους σε ένα πλάσμα που δεν είχε ούτε φωνή ούτε δύναμη ν΄ αντιδράσει, παρά τον κίνδυνο να αναζητήσουν στον αγοραίο έρωτα την ηδονή, κουβαλώντας ίσως κάποια ασθένεια. Η κοπέλα που είχε έρθει από το χωριό ήταν ανέγγιχτη και καθαρή. Επιπλέον, δε, λόγω της θέσεώς της, δε θα κινδύνευαν ποτέ να έχει βλέψεις νομιμοποίησης μ΄ έναν γάμο…


Μόνο που υπήρχαν και παρενέργειες. Οι νυχτερινές λαθραίες επισκέψεις στα μικρά καμαράκια πολλές φορές άφηναν πίσω τους ανεπιθύμητους επισκέπτες, σπόρους που ρίζωναν σε αμέστωτα κορμιά. Και πριν αντιληφθεί η μικρή δουλίτσα τι της συνέβαινε, η κοιλιά άρχιζε να φουσκώνει. Και ο τρόμος έκλεινε το στόμα. Κάποια από αυτά τα μωρά χάθηκαν στο αυτοσχέδιο χειρουργικό τραπέζι γιατρών, που έναντι αδράς αμοιβής εξαφάνιζαν την απόδειξη της αμαρτίας. Υπήρχαν όμως και άλλες… Αυτές που κάλυπταν όπως όπως την εγκυμοσύνη. Γεννούσαν κρυφά σε κάποιο πλυσταριό ή στη σοφίτα και παρατούσαν το μωρό τους εκεί να πεθάνει, αν δεν είχε γεννηθεί νεκρό από τις κακουχίες, την κακή διατροφή της μητέρας και το σφίξιμο με πανιά για να μη φανεί η κοιλιά…
Βρέθηκαν πολλά τέτοια μωρά, έπειτα από χρόνια, όταν τα παλιά αρχοντικά ήρθε η ώρα τους να γίνουν πολυκατοικίες. Οι συνθήκες υγρασίας φαίνεται ότι έπαιξαν ρόλο ώστε να μετατραπούν σε μικροσκοπικές μούμιες που σόκαραν όσους τα ανακάλυψαν. Τα μωρά της σοφίτας…
Ένα τέτοιο παιδί της σοφίτας ήταν και η Θαλασσινή, αλλά αυτή έζησε. Και μεγάλωσε… Για να γράψει την ιστορία της…


Η μητέρα της, η Λαμπρινή Ντραγκόγια, ήταν το πρώτο παιδί από οκτώ που γεννήθηκαν στην οικογένειά της, σε ένα φτωχό χωριό της Ηπείρου, και που από μια ιδιοτροπία της μοίρας έζησαν όλα, σε μια εποχή που τα ζευγάρια έκαναν πολλά παιδιά για να έχουν τελικά τα μισά κοντά τους.
Η οικογένεια αυτή δεν άκουσε κάτι αλλόκοτους τριγμούς που προκαλούσαν οι αλυσίδες με τις οποίες η μοίρα έπλεκε πάνω από τα κεφάλια τους τα δικά της σχέδια…
Η Λαμπρινή ήρθε στον κόσμο ενώ ο πατέρας της πολεμούσε στα βουνά της Αλβανίας το 1940. Ο πατέρας της γύρισε από τον πόλεμο αρτιμελής και αποφασισμένος να επιβιώσει. Η Κατοχή και ο Εμφύλιος δεν τον εμπόδισαν να μεγαλώσει την οικογένειά του με γρήγορους ρυθμούς, σχεδόν κάθε χρόνο ερχόταν κι ένα παιδί αλλά μαζί μεγάλωναν και οι δυσκολίες. Θέριευε η πείνα, έλειπαν πολλές φορές και τα απαραίτητα. Η μάνα της Λαμπρινής, η Φώτω-Φωτεινή έκανε επτά κόρες και ένα γιο τον Νάκο. Η Λαμπρινή κάτι λίγα γράμματα πρόλαβε να μάθει, χάρη στην επιμονή του δασκάλου, να μη μείνει κανένα παιδί αμόρφωτο. Και η Λαμπρινή άρχισε να γράφει ένα ημερολόγιο. Το τεφτέρι εκείνο το κουβαλούσε πάντα πάνω της η κόρη της, η Θαλασσινή. Άλλες μανάδες έβαζαν στα παιδιά τους φυλαχτό, η Λαμπρινή έβαλε πάνω στην κόρη της το τεφτέρι, μέσα στο γιλεκάκι της…


Έντεκα χρονών ήταν όταν ένα πεισματάρικο ζωντανό έριξε τον πατέρα της σ΄ έναν γκρεμό και τον άφησε στον τόπο. Η μικρότερη αδελφή της Λαμπρινής ακόμη μπουσουλούσε. Κλαυθμός και οδυρμός στο σπίτι με τα οκτώ παιδιά που έμειναν ορφανά και απροστάτευτα, και μια μάνα που μαυροφορέθηκε πριν κλείσει καλά καλά τα τριάντα της χρόνια. Το μικρότερο αδελφάκι της Λαμπρινής δόθηκε για υιοθεσία σε μια οικογένεια ομογενών και δεν έμαθε κανείς την τύχη τους. Η δωδεκάχρονη Λαμπρινή, η «μεγάλη» την στείλανε το 1952 στην Αθήνα να δουλέψει σε κάποιο σπίτι που έψαχνε ένα κορίτσι να βοηθάει στις δουλειές. Η οικογένεια που θα τη φιλοξενούσε θα της εξασφάλιζε τροφή και στέγη, ρούχα και κάποια λίγα χρήματα να στέλνει στο σπίτι της, ώστε να επιβιώσουν τα αδέλφια και η μάνα της.
Φόβος και θυμός για την Λαμπρινή που την στέλνανε σε μια άγνωστη μοίρα. Ο Ανδροκλής και η Ευφροσύνη Θεοχάρη ήταν η οικογένεια που θα εργαζόταν η Λαμπρινή. Κάπου ψηλά στη Δημοκρίτου, στο Κολωνάκι της Αθήνας, το νέο της σπίτι… Διώροφο αρχοντικό με σοφίτα…
Καλά πέρασε η Λαμπρινή στη νέα της οικογένεια, αλλά σύντομα πέθανε ο Ανδροκλής και η Ευφροσύνη έπεσε σε κατάθλιψη και έβλεπε… ζωντανό τον άνδρα της. Η Ευφροσύνη ζούσε αποτραβηγμένη σ΄ έναν δικό της κόσμο στον οποίο ο λατρεμένος της σύζυγος συνέχιζε να υπάρχει…


Η Πανδώρα Καρέλλη ήταν η αδελφή της κυρίας Ευφροσύνης, που κατέβηκε από την Θεσσαλονίκη με τον γιό της τον Σίμο, για να συμπαρασταθεί στην αδελφή της. Η Λαμπρινή πλέον μόνη και απελπισμένη άρχισε να αντιλαμβάνεται πως η γυναίκα αυτή, ίσως δεν ήταν απλώς επισκέπτρια. Με την κυρά της ανήμπορη, η παραμονή της Πανδώρας θα παρατεινόταν. Ένα μαύρο σύννεφο είχε απλωθεί πάνω από το σπίτι. Η απειλή είχε πλέον όνομα, Πανδώρα Καρέλλη και η Λαμπρινή ήταν σίγουρη ότι μέσα στις δεκάδες αποσκευές της έκρυβε κι εκείνη, όπως στον μύθο, όλα τα δεινά…
Οι όμορφες μέρες που περνούσε η Λαμπρινή στην οικογένεια Θεοχάρη είχαν φύγει ανεπιστρεπτί. Από άνθρωπος του σπιτιού είχε γίνει «δούλα»… Ούτε μπορούσε να φανταστεί τα χειρότερα που έρχονταν…
Η Πανδώρα ήταν πολύ εγωίστρια, αγενής, δύστροπη και κακιά. Βρισιές, ξεμάλλιασμα, ξύλο ήταν το ευχαριστώ προς την Λαμπρινή, που υπηρετούσε την κυρία της, την Πανδώρα και τον Σίμο. Είχε τρομοκρατήσει την Λαμπρινή. Έκανε τη ζωή της κόλαση. Ο μόνος καλός ήταν ο Θαλής Καρέλλης, ο σύζυγος της Πανδώρας, αλλά σπάνια εμφανιζόταν, γιατί είχε δουλειές στο εργοστάσιό του στη Θεσσαλονίκη.
Η Λαμπρινή δεν ήταν πλέον εργαζόμενη κορίτσι αλλά σκλάβα. Από τον Παράδεισο βρέθηκε στην Κόλαση.


Η Δεκαπεντάχρονη πια Λαμπρινή βρήκε κάποια ηρεμία στη σοφίτα του διώροφου της Δημοκρίτου. Ήταν η δική της περιοχή εκείνο το χαμηλοτάβανο δωμάτιο. Έγινε το καταφύγιό της.
Αυτό τον καιρό έκανε παρέα με μια συνομήλικη της, την Κατινίτσα, που εργαζόταν και αυτή σε ένα σπίτι επί της Δημοκρίτου. Τις ένωνε και τις δύο υπηρετριούλες η μοναξιά και η δυστυχία. Σε αυτή την φίλη έλεγε τα βάσανά της η Λαμπρινή, με τους νέους ενοίκους της Δημοκρίτου.
Ο νεαρός Σίμος Καρέλλης, ένας εγωιστής, τεμπέλης και σάπιος χαρακτήρας, άρχισε να πολιορκεί ερωτικά την Λαμπρινή, να την αρπάζει στην αγκαλιά του και να την φιλάει. Η Λαμπρινή αντιδρούσε, δεν άντεχε αυτή την κατάσταση, αλλά δεν τολμούσε να το πει στη μητέρα του γιατί εκείνη θα πίστευε πως αυτή είχε βαλθεί να ξελογιάσει τον γιο της και το πιθανότερο ήταν πως θα την έδιωχνε. Και τότε τι θα γινόταν; Πού θα έβρισκε δουλειά και κυρίως ποιος θα φρόντιζε την κυρά της Ευφροσύνη;
Ο Σίμος Καρέλλης ήταν ένας άνδρας που είχε περάσει όλη τη ζωή του κάνοντας λάθη, πλημμυρισμένος από το δηλητήριο που στάλαζε επί χρόνια στην ψυχή του η ίδια του η μάνα. Ώσπου ένα βράδυ που έλειπε η Πανδώρα, ο Σίμος όρμησε στο δωμάτιο της Λαμπρινής, της επιτέθηκε, την ξυλοκόπησε και την βίασε. Ήταν ένας ανάλγητος βιαστής μιας ανυπεράσπιστης κοπέλας. Αυτό άρχισε πλέον να γίνεται συνέχεια, χωρίς το κορίτσι να αντιστέκεται. Η Λαμπρινή βουβάθηκε. Δεν μπορούσε να βρει το δίκιο της. Η Λαμπρινή είχε βιαστεί από κείνον, τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή. Τον μισούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής της.


Το 1956 η Λαμπρινή έμεινε έγκυος. Πώς να φέρει στον κόσμο ένα παιδί χωρίς να είναι παντρεμένη, πώς θα το μεγαλώσει; Έκρυβε την εγκυμοσύνη της από την Πανδώρα και τον Σίμο. Αποφάσισε να φέρει στον κόσμο το παιδί της, στη σοφίτα, που δεν την ενοχλούσε κανείς και να το κρύψει από όλους. Έτσι και έγινε. Γέννησε μόνη της, σαν αγρίμι του δάσους, ένα μικρό κοριτσάκι και το έκρυβε στη σοφίτα. Το μωρό δεν το έβγαζε καθόλου από την σοφίτα. Εκεί στη σοφίτα έγραφε το ημερολόγιό της και έφτιαχνε το γιλέκο που δεν θα αποχωριζόταν ποτέ η κόρη της, γιατί εκεί βρισκόταν κρυμμένη όλη η αλήθεια. Όταν μάλιστα η Πανδώρα έφυγε για ένα διάστημα, για να αρχίσει ο Σίμος στο εξωτερικό σπουδές, μπόρεσε να μεγαλώσει ήσυχα το παιδί της.
Για την Πανδώρα ένα ταξίδι στο εξωτερικό θα ήταν μια πολύ ευχάριστη αλλαγή και για εκείνη, που είχε κουραστεί πλέον να ζει κλεισμένη σ΄ ένα σπίτι με μόνη συντροφιά μια αδελφή που ακροβατούσε μεταξύ λογικής και παράνοιας και ένα χαζό δουλικό. Επίσης είχε προβλήματα με τον άνδρα της. Ο Θαλής της ζητούσε συνεχώς διαζύγιο, αλλά αυτή δεν το έδινε.
Τρία χρόνια η Λαμπρινή μπόρεσε να μεγαλώσει κρυφά το κοριτσάκι της, που το ονόμασε Θαλασσινή, χωρίς να αντιληφθεί κάποιος οτιδήποτε. Μόνο στην φίλη της την Κατινίτσα εκμυστηρεύτηκε ότι γέννησε ένα κοριτσάκι, από τους βιασμούς και την κτηνωδία του Σίμου. Της έδωσε μάλιστα δυο κλειδιά και κάποια χρήματα και την παρακάλεσε, ότι αν της συμβεί τίποτε, να έρθει κρυφά στη σοφίτα και να πάρει τη μικρή, να μην την αφήσει να πεθάνει από πείνα και δίψα κλειδωμένη στη σοφίτα και να την πάει σε κάποιο ορφανοτροφείο.


Η Λαμπρινή είχε πλέον την αίσθηση ότι ζούσε δύο ζωές: την κανονική, με τη φροντίδα της Ευφροσύνης, της Πανδώρας και του ερωμένου της, του Ιταλού Ετόρε, και την άλλη ζωή, στη σοφίτα, με τη Θαλασσινή να βγάζει δοντάκια, να λέει τα πρώτα λογάκια ψιθυριστά, όπως η μητέρα της και να κάνει τα πρώτα της βήματα.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήρθαν σαν σαρωτικό παλιρροϊκό κύμα…
Δυστυχώς μια μέρα η Λαμπρινή, αφηρημένη και βιαστική να περάσει τον δρόμο ώστε να επιστρέψει γρήγορα στο παιδί της την χτύπησε ένα αυτοκίνητο και πέθανε τόσο νέα.
Τα μωρά της σοφίτας δεν είχαν φωνή και μόνο ο θάνατος τα περίμενε. Ευτυχώς τη Θαλασσινή τη συνάντησε η ζωή. Εκτός από το θαύμα της ζωής, που της χαρίστηκε, και η συνέχεια θαύμα ήταν. Θαύμα πώς κατάφερε η Λαμπρινή να την γεννήσει ολομόναχη σε μια σοφίτα, θαύμα το ότι την έκρυψε εκεί τόσα χρόνια. Θαύμα που η Κατινίτσα κράτησε την υπόσχεσή της και οδήγησε το κοριτσάκι στη σωτηρία. Θαύμα που βρέθηκε ο από μηχανής θεός, ο Θαλής Καρέλλης και υιοθέτησε το ορφανό κοριτσάκι και το μεγάλωσε σαν δικό του παιδί…
Η αγάπη και η καλοσύνη θα άλλαζαν το πεπρωμένο της Θαλασσινής.


Η Θαλασσινή θα διόρθωνε όλα τα λάθη του παρελθόντος που μεγάλωνε με την βοήθεια της Κατινίτσας-Κατερίνα και προστατευμένη από την άδολη αγάπη και κλεισμένη στην αγκαλιά της οικογένειας του Θαλή και της Μαριάνθης Καρέλλη και τέλος χαμένη στη μουσική…
Θα μάθει η Θαλασσινή ότι κουβαλάει το βρόμικο αίμα του Σίμου; Ήταν δικαίωμά της η αλήθεια.
Θα βρει η Θαλασσινή την πραγματική της οικογένεια;
Ήταν λάθος η ζωή της Πανδώρας;
Θα είναι απίστευτα τα παιχνίδια της μοίρας;
Θα ερχόταν η ώρα της κρίσεως;
Θα ερχόταν η κάθαρση;
Θα υπάρξει συγγνώμη;
Διαβάστε το.


Η ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη αλλά ήρθε στην Ελλάδα σε μικρή ηλικία. Σπούδασε νηπιαγωγός χωρίς ποτέ να θελήσει να ασκήσει το συγκεκριμένο επάγγελμα. Επί τρία χρόνια είχε δικό της θίασο κουκλοθέατρου, με έργα δικής της συγγραφής. Έχει δημοσιεύσει άρθρα σε τοπικές εφημερίδες και για δύο χρόνια διετέλεσε διευθύντρια προγράμματος σε ραδιοφωνικό σταθμό των βορείων προαστίων. Είναι παντρεμένη, έχει δύο παιδιά και μένει μόνιμα στο Καπανδρίτι. Βραβεύτηκε «Συγγραφέας της Χρονιάς» το 2009 και το 2011 από το περιοδικό Life & Style. To 2016 της απονεμήθηκε το Βραβείο Κοινού των βιβλιοπωλείων PUBLIC, στην κατηγορία «Ηρωίδα-Έμπνευση», για το μυθιστόρημά της ΜΙΑ ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ. Βιβλία της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα ιταλικά, στα ισπανικά, στα τουρκικά, στα κινεζικά, στα αλβανικά, στα σερβικά και στα βουλγαρικά, ενώ συνολικά έχουν πουλήσει περισσότερο από 2,3 εκατομμύρια αντίτυπα.