Η Ιουλία Ιωάννου, στο νέο της πόνημα με τον τίτλο ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΜΑΤΙΑ, μάτια κρυμμένα στα σύννεφα του θρύλου και της παράδοσης, μας βυθίζει, με την ιδιαίτερη γραφή της, από τις πρώτες γραμμές σ’ έναν ονειρικό χώρο όπου η ηρωίδα της, η Νίκη, κραυγάζει:

«Θέλω να γίνω αέρας, να μπορώ να χάνομαι ανάμεσα στις φυλλωσιές, να ξεγλιστράω με ευκολία από τις χαραμάδες όπου κρύβονται τα πιο βαθιά μυστικά, να τα πάρω και να τ’ ακούσουν όσοι πρέπει να τα ακούσουν, να μάθουν την αλήθεια που θέλουν όλοι να καλύπτουν…»

Κραυγάζει στον ύπνο της, στην ξεχασμένη ονειρική γλώσσα, αφού στον ξύπνιο της έχει παραιτηθεί από όλα τα όνειρά της.

«Αισθανόμουν ότι είχε παρέλθει η ευκαιρία να ζήσω ό,τι ονειρευόμουν…», παραδέχεται.

Κι όμως, βρίσκει την δύναμη και φεύγει από όσα την κρατούν αιχμάλωτη, φεύγει προς την ελευθερία, χωρίς να αποκοπεί από τον κόσμο των ονείρων και του φανταστικού. Αυτός ο κόσμος τη συντροφεύει πάντα, της δίνει οξυγόνο και έρωτα.

Η συγγραφέας μας ταξιδεύει ήρεμα και ήσυχα, δημιουργώντας την αίσθηση της ήρεμης ατμόσφαιρας πριν την καταιγίδα. Μέχρι ετούτη τη στιγμή, δεν μας έχει δώσει περιγραφή της Νίκης. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι η ηλικία της.

Το πρώτο καμπανάκι ηχεί με ένα άλλο όνειρο-εφιάλτη. Το δεύτερο με το κρύψιμο των αισθημάτων της ευεργέτιδας της Νίκης.
Το όνειρο συναντά την πραγματικότητα και η Νίκη γνωρίζει με σάρκα και οστά τον έρωτα που της έδινε ζωή στα όνειρά της, και που τώρα, στην πραγματική ζωή, την κάνει να φοβάται το «αύριο».
Η Νίκη μας εξομολογείται:

«Αν στα όνειρά μου είχα γνωρίσει, με τον άγνωστο επισκέπτη μου, τον έρωτα και την πληρότητα, μέσα στην αγκαλιά του Ντεμίρ έζησα την πραγματική ευτυχία. Ο έρωτάς μας ήταν έντονος, δυνατός, παθιασμένος. Ήταν κλεμμένες στιγμές μιας ζωής που ήξερα πως δεν μπορούσαν να κρατήσουν για πολύ. Δεν μας εμπόδιζε κάτι να είμαστε μαζί, γιατί αυτός δεν είχε τίποτα και κανέναν να τον περιμένει. Κι εγώ από τη στιγμή που είχα αποφασίσει να φύγω, ήμουν ελεύθερη. Ήμουν όμως; Ένας φόβος ότι κάτι θα γινόταν δεν μου επέτρεπε να αφεθώ».

Η Ιουλία Ιωάννου οδηγεί με μαεστρία τον αναγνώστη, ισορροπεί με τέχνη ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα- μια πραγματικότητα, όμως, που είναι δεμένη σφιχτά με το φανταστικό. Το μυθιστόρημα, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο υπό μορφήν εσωτερικού διαλόγου, καταφέρνει να μην κουράζει, να μη μακρηγορεί. Αντίθετα, κερδίζει την προσοχή του αναγνώστη και την κρατά σαν δάδα αναμμένη μέχρι το αναπάντεχο τέλος, μέχρι την τελευταία σελίδα.

Μια μεταφορά σε χώρο και χρόνο μας παρέχει κάποιες πληροφορίες. Και πάλι η συγγραφέας φροντίζει να κρύψει καλά τα χαρτιά της και να μας μπερδέψει, εμφανίζοντας για λίγο ένα αερικό που έχει σπείρει μια κατάρα.
Η ηρωίδα της παίρνει τις ζωτικές της ανάσες μόνον όσο μπορεί να ονειρεύεται. Γιατί, κάθε φορά που ξυπνά στο παρόν, ο πόνος της εγκατάλειψης την αφήνει ξέπνοη, χωρίς ζωή. Ένας πόνος αβάσταχτος, πολύ πιο δυνατός από εκείνον της μοναξιάς.
Η πολυπόθητη μητρότητα χτυπά την πόρτα της Νίκης κάτω από αντίξοες συνθήκες.

«Από τη μία ένιωθα χαρά και αγαλλίαση για το αναπάντεχο δώρο, κι από την άλλη, η θλίψη για την χαμένη μου αγάπη και η σκέψη για τη ζωή μου χωρίς εκείνον, μου έφερνε δάκρυα στα μάτια».

Πυκνό μυστήριο εξακολουθεί να μας τυλίγει αριστοτεχνικά, και οι μετρημένες πληροφορίες κάνουν τη φαντασία μας να παίρνει φωτιά. Τίποτε ουσιαστικό δεν αποκαλύπτεται.
Λίγο-λίγο, όμως, το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται πολύ προσεκτικά, μαθαίνουμε ίχνη ενός παλιού μύθου για μυστικά, θησαυρούς, κατάρες και λύσιμο αυτών. Οι υποψίες μας πέφτουν πάνω στη Νίκη, αλλά δεν έχουμε τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που η Ιουλία Ιωάννου έχει φροντίσει να μας καίνε.

Στον κόσμο των ονείρων όπου αναπνέουμε, προστίθεται και η μοίρα, το ριζικό από το οποίο κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει.

«αν κάτι είναι γραμμένο να συμβεί, θα βρει τον τρόπο, όσος χρόνος κι αν περάσει»

Αόρατα νήματα αρχίζουν να υφαίνονται και να ενώνουν πρόσωπα. Η ηρωίδα μας, η Νίκη, εξακολουθεί να μην έχει επίγνωση ούτε της ταυτότητας ούτε του προορισμού της.

Ένα βιβλίο γραμμένο αιώνες πριν, αποκαλύπτει την φοβερή προφητεία με το στόμα ενός καλόγερου στον εξαφανισμένο αγαπημένο της Νίκης κι εμείς μαθαίνουμε ότι κι αυτός έχει ένα σπουδαίο ρόλο να διαδραματίσει. Ένα ρόλο κόντρα στη μοίρα, κόντρα στο προδιαγεγραμένο ριζικό. Είναι η αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να βαδίζει ενάντια στο ρεύμα, για να ανακαλύψει τις αλήθειες που αναζητά, ο Οδυσσέας όλων των εποχών. Θα τα καταφέρει;

Η Ιουλία Ιωάννου μας παραδίδει ένα συναρπαστικό βιβλίο μυστηρίου, ένα βιβλίο που διαδραμματίζεται στα ελληνικά βουνά, με τους αρχαίους θεούς να ανακατεύονται σε φοβερές προφητείες, η λύση των οποίων προϋποθέτει την εμφάνιση ενός πραγματικού ήρωα, ο οποίος αδιαφορεί για τον πλούτο και δίνει βαρύτητα μόνο στην αγάπη. Μια δυνατή αγάπη, ικανή να «σπάσει» το κακό και να απελευθερώσει την ευτυχία.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν εξελίσσονται πάντα όπως στα παραμύθια… Οι ανατροπές της συγγραφέως μας ταράζουν, αλλά στο τέλος μας αφήνει μ’ ένα διφορούμενο χαμόγελο στα χείλη.
Όλα μπορούν να συμβούν. Τίποτε δεν θα γίνει. Όλα ήταν ένα όνειρο, ή μήπως όχι;

Ανακαλύψτε το διαβάζοντας τα ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΜΑΤΙΑ, ζήστε μια μοναδική ανάγνωση!