Μια καμπάνα ρυθμίζει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τις ζωές μας, κι ας μην κατανοούμε πάντα τον τρόπο και τη μεθοδολογία. Η καμπάνα γίνεται η αφορμή για ένα διπλό ταξίδι στις πιο μύχιες, τις πιο καλά κρυμμένες εσωτερικές πλευρές των δύο ηρώων αλλά ταυτόχρονα και σε μια ιστορική αναδρομή στα πιο σαθρά μονοπάτια της ανθρώπινης παρουσίας στον πλανήτη.
«Αχ, βρε Άννα… ο κόσμος άλλαξε πια. Κάνει θόρυβο. Τώρα η γέφυρα έχει έναν νερόμυλο στη βόρεια και έναν στη νότια πλευρά. Πάω εκεί τα βράδια, κάθομαι δίπλα στα ρυάκια κι ακούω το νερό να κελαρύζει… Και το νερό Άννα… Το νερό είναι διάφανο και καθαρό. Μυρίζει σαν μωρό όταν γεννιέται. Έχει αψίδες η γέφυρα. Και τειχισμένα κτήρια επάνω της. Είναι δεμένη γερά με βαριά λιθάρια και πέτρες. Καμιά φωτιά δεν μπορεί να την κάνει στάχτη. Κανένας σίφουνας να την καταστρέψει ξανά. Δεν χρειάζεται να την κάψουμε για να βρούμε στέγη. Έχουμε μια γέφυρα γερή κι είναι αμαρτία να κάνουμε κάτι τέτοιο. Αυτή από μόνη της μας φροντίζει. Είναι η δική μας γέφυρα. Η γέφυρά μας. Μπορείς κι εσύ να έρθεις μια μέρα στη γέφυρα. Κανένας δεν θα σε διώξει».


Από όλες τις καμπάνες της Ασίας, της Ευρώπης, της Αφρικής, της Αμερικής, από κάθε εποχή, από κάθε τόπο, από κάθε πολιτισμό ξεπηδούν σαν σε καλειδοσκόπιο πανάρχαιες εικόνες, ήχοι ρυθμικοί, παλιές ζωικές δυνάμεις. Είναι το γνωστό στα παραμύθια κάλεσμα του χρόνου…
Ο Μιγκέλ Γκαλιάνο είναι διευθυντής του μουσείο Πράδο της Μαδρίτης.
Η Καλουσώ Γκλεν (Γερμανίδα από πατέρα, Ελληνίδα από μάνα) είναι βιολόγος και εργάζεται στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Βερολίνου και ασχολείται με τη μοριακή βιολογία και γενετική. Ερευνά κρανία και οστά, που τις δίνουν πληροφορίες για το παρελθόν και που βοηθούν στο παρόν. Φτιάχνουνε φάρμακα για ασθένειες που κάποτε η επιστήμη δεν μπορούσε να δώσει λύσεις.
Η Καλουσώ πηγαίνει στη Ναμίμπια κουβαλώντας μαζί της τριακόσια κρανία. Επιστρέφει τόσα λίγα κρανία, από χιλιάδες κρανία που μεταφέρθηκαν για έρευνα, στα εργαστήρια της Γερμανίας, αποτέλεσμα της άγνωστης γενοκτονίας των Χερέρο και των Νάμα από το Δεύτερο Ράιχ.
Εκεί στη Ναμίμπια η Καλουσώ θα συναντήσει την Άννεκε. Είναι η Άννεκε που δημιουργεί το μέλλον της μικρής ανάπηρης Θάντι…


Η Άννεκε θα συμβουλέψει την Καλουσώ Γκλεν: « Δεν υπάρχει τίποτα πιο ιερό από το κορμάκι ενός παιδιού που υποφέρει. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ιερό από να κάνεις ένα παραδομένο παιδί να χαμογελάσει. Αν κάποιος ενδιαφερθεί… κάτι στον κόσμο θα αλλάξει. Πρέπει κάποιος να αποφασίσει τι πρέπει να κρατήσει και τι πρέπει να αφήσει πίσω του. Μακάρι οι έρευνές σου να λειτουργήσουν σαν ξυπνητήρι. Δεν έχει νόημα Καλουσώ να ζεσταίνεσαι μόνο από το χνώτο της επιστήμης σου. Μπορείς Καλουσώ; Μπορείς να γίνεις κάτι περισσότερο από φίλη μια ανάπηρης;»
Ο Μιγκέλ είχε ερωτική σχέση πέντε χρόνια με την Καλουσώ. Δεν την εμπόδισε όταν έφυγε. Δεν φώναξε, δεν εκλιπαρούσε να γυρίσει, να ζητήσει συγνώμη, να κλάψει ζωηρά, να ξεριζώσει τα μαλλιά του. Καμία ελληνική τραγωδία δεν διαδραματίστηκε στον χωρισμό τους. Κανένας οδυρμός, θρήνος, δάκρυ δεν έπεσε. Η Καλουσώ έφυγε μακριά του με την άγρια λαχτάρα να τον σβήσει από τη μνήμη της. Επέστρεψε στην πατρίδα της, τη Γερμανία.
Ο Μιγκέλ τον έρωτα τον έχει ξεχάσει. Πουθενά δεν μπορεί να τον θυμηθεί παρά μόνο στο πρόσωπο της Καλουσώ. Βρίσκεται πάντα ψυχή και σώμα κοντά της. Έχει κοντά δεκαπέντε χρόνια να τη δει. Δεκαπέντε χρόνια είναι πολύς καιρός. Την πεθύμησε.
Ο Μιγκέλ έχει γίνει εργασιομανής και πότης. Τώρα είναι ένας μοναχικός άνθρωπος. Ένας μοναχικός λύκος. Συνομιλεί με τον εαυτό του. Δεν κάνει σχέσεις. Ούτε καν προσωπικές. Δουλεύει στο μουσείο δεκαοκτώ ώρες. Έχει σαν τον Δον Κιχώτη μόνο ένα σκοπό να σώσει την Δουλτσινέα Καλουσώ που δεν τον θέλει που τον αποδιώχνει από κοντά της.

Ο Μιγκέλ βρίσκεται σε παραισθητική διαύγεια, βλέπει άλογες πράξεις και ακούει λόγια περίσσια, άσκεφτα. Σχήματα, μορφές, ιδέες, συναισθήματα, αναμνήσεις σέρνουν αθόρυβα βήματα πάνω από ζωγράφους, γλύπτες και χαράκτες.
Ο Μιγκέλ ακούει αρχέγονες ιστορίες, στοιβάζει πράξεις και λόγια ανθρώπων που του μεταφέρουν μηνύματα για τη ζωή, για τον θάνατο. Αφουγκράζεται αλήθειες και ψέματα, παραμύθια ιαματικά για θεραπευμένες πληγές για κακοφορμισμένα τραύματα που μπολιάζουν τις ψυχές. Βλέπει εικόνες που προσπαθούν να χωρέσουν στα μάτια.
Ο Μιγκέλ στον ερμητικά κλειστό δικό του κόσμο έχει να μάθει να ζει στην άπνοια. Ζει μια ζωή που δεν του ανήκει. Ισόβια πικρή η γεύση της, γεμάτη αντιφάσεις, κίνηση και εσωτερικούς προβληματισμούς. Μια ζωή που πενθεί καρτερικά την ισόβια μοναξιά της. Γραπώνεται από τις δικές του αδικίες που πρέπει να μανταρέψει. Του πήρε χρόνια να μάθει πόσο στενά είναι τα όρια του χρόνου και του κόσμου. Ότι η ομορφιά είναι η ύψιστη αρχή τάξης και στην τέχνη και στη ζωή. Ότι τα πάθη αγοράζουν τους ανθρώπους. Ότι πάντα υπάρχει τρόπος να επαναδιαπραγματευθεί κανείς τις αξίες του. Η γνώση αυτή ήρθε σαν έκλαμψη, ξαφνικά, από τους προγόνους του, από τις κραυγές του μικρού Φαρούκ, την ευγνωμοσύνη του Ιντέφ, την επιβολή του βασιλιά Ουνίς, το μέγεθος της δύναμης του Αρχιερέα της Βαβυλώνας που έκανε τον βασιλιά Χαμουραμπί να προσκυνά τα μελλούμενα, την υποδούλωση της Νέαϊρα στην κυρά της, της Ουλπίας που ανεχόταν να της ξύνουν με το νύχι τη ρόγα από το στήθος της, της Ναννώ στο πεπρωμένο, τη μετάνοια του αυτοκράτορα Βασίλειου μπροστά στο νεκρό παιδί του, τα γιατροσόφια της μάγισσας Γουίκα, την Άννα που έζησε τον έρωτά της πέρα από κάθε αντιξοότητα. Ο καθένας με τα χαρακτηριστικά του στήνουν τα κεραμίδια της στέγης που καλύπτουν το ένα το άλλο και όλα μαζί φτιάχνουν τη μία και μοναδική στέγη που προστατεύει το κεφάλι του.

Αδιάκοπα είναι τα κύματα των προγόνων που έρχονται από το παρελθόν, τα πονήματά τους που του τρέφουν το μυαλό στο ατέλειωτο ταξίδι της ύπαρξης. Τα μάτια του κοιτάνε πίσω αλλά και μπροστά. Απορεί γιατί είναι άνθρωπος. Ζει μέσα στην κοινωνία, έχει ακόμα αξίες και συνείδηση, έχει καλά κρυμμένα αισθήματα, κλαίει κρυφά, μετανιώνει για απερίσκεπτες πράξεις, πονάει γιατί η Καλουσώ δεν ήταν στην Αθήνα. Νιώθει λύτρωση που μπορεί ακόμα να πονάει. Αν δεν πονούσε, θα θρηνούσε τον εαυτό του. Αν δεν έκλαιγε δεν θα ήταν άνθρωπος. Αν δεν ήταν έτσι, θα ήταν πληρωμένο χέρι, στυγνός εκτελεστής, απάνθρωπος και όχι άνθρωπος. Δεν θέλει να ζει σαν αριθμός. Δεν θα αφήσει τους αριθμούς να τρυπώσουν στο μυαλό του, στο συνειδητό του, στη φαντασία του γιατί θα πολλαπλασιαστούν, θα γίνουν όγκος, θα υπονομεύσουν το μυαλό του, θα διαλύσουν το ηθικό του, θα χάσει τον εαυτό του. Όσο κι αν προσπάθησε να τους περιορίσει τελικά τους παραχώρησε την πρώτη θέση στη ζωή του. Η επανάστασή του είναι σιωπηλή, σχεδόν αόρατη, αλλά πραγματική. Μπορεί να τους δαμάσει. Το σπέρμα του είναι η δύναμή του. Η ελευθερία τους είναι ο πολιτισμός του…
Ο Μιγκέλ θέλει να βρει την Καλουσώ. Του έχει γίνει έμμονη ιδέα. Κάθε μέρα του λείπει περισσότερο. Δίνει υποσχέσεις στον εαυτό του ότι ποτέ δεν είναι αργά ,ότι θα ψάξει να τη βρει και κάθε μέρα βρίσκει μια δικαιολογία και το αναβάλλει. Οι μέρες γίνονται αβάσταχτα βαριές. Γκρεμίζουν τις αντοχές του. Νοερά βήματα τον οδηγούν στο πεπρωμένο του…
Διαβάστε το.


Η Νίκη Γκίζη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Επί είκοσι πέντε χρόνια εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικών στην ιδιωτική εκπαίδευση. Σπούδασε παράλληλα στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, στο Τμήμα Ευρωπαϊκού Πολιτισμού του ΕΑΠ και έκανε Μεταπτυχιακές Σπουδές στο Διιδρυματικό Πρόγραμμα «Δημιουργική Γραφή» της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. Παράλληλα με τη διδασκαλία έχει ασχοληθεί με εργαστήρια γραφής σε μαθητές, φοιτητές και ενηλίκους. Η αγάπη της για την ιστορία και την έρευνα την οδήγησε στη συγγραφή και τη μετάφραση έργων στα Αγγλικά. Έργα της όπως «Ο Πρόσφυγας» (2018), και το “tabula rasa” (2019) έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Το παρόν μυθιστόρημα, «Μόρια, Παμμήτωρ γη», πήρε το πρώτο βραβείο σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό που διοργανώθηκε από το «Πολιτιστικό Σωματείο Culture 4All – Πολιτισμός για όλους», και από την «Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών».