Εκδόσεις Gutenberg
Μετφρ: Γιώργος Κυριαζής

Το Stella Maris είναι το δεύτερο μέρος του πρόσφατα εκδοθέντος μυθιστορηματικού δίπτυχου του Μακάρθι και μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως “το βιβλίο της Αλίσια” μιας και το πρώτο “Ο Επιβάτης” χαρακτηρίστηκε ως “το βιβλίο του Μπόμπι“.
Από την πρώτη σελίδα γίνεται σαφές ότι ο τίτλος δεν είναι το όνομα κάποιας ηρωίδας αλλά η ψυχιατρική δομή στην οποία κατέφυγε εθελοντικά η Αλίσια Γουέστερν, αδελφή του Μπόμπι, και έχει πιθανόν την έννοια της σύνδεσης με τους θαλασσινούς βυθούς του πρώτου τόμου καθώς μεταφράζεται ως “άστρο θαλασσινό”.
Το Stella Maris μπορεί να θεωρηθεί αυτόνομο ανάγνωσμα, αν και για όποιον επιλέξει τη σειρά ανάγνωσης που προτείνει ο συγγραφέας προσφέρεται ολοκληρωμένη η αναγνωστική εμπειρία.
Η συγκεκριμένη μονάδα φροντίδας ψυχιατρικών ασθενών βρίσκεται στο Ουισκόνσιν, το ημερολόγιο δείχνει 27 Οκτωβρίου 1972 και είναι η ημέρα που καταγράφεται η εισαγωγή της Αλίσια ως περιστατικό 72-118.

<< Η ασθενής είναι είκοσι ετών, Εβραϊκής/ Ινδοευρωπαϊκής καταγωγής. Ελκυστική, πιθανώς ανορεξική. Ήρθε στο ίδρυμα πριν από έξι ημέρες, με το λεωφορείο και χωρίς αποσκευές. Την εισαγωγή υπέγραψε ο Δρ. Ουέγκνερ. Η ασθενής είχε μέσα στην τσάντα της μία πλαστική σακούλα γεμάτη χαρτονομίσματα των εκατό δολαρίων -συνολικά πάνω από σαράντα χιλιάδες δολάρια- τα οποία επιχείρησε να δώσει στην υπάλληλο υποδοχής. Η ασθενής είναι υποψήφια διδάκτωρ μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου και έχει διαγνωστεί ως παρανοϊκή σχιζοφρενής με μακροχρόνιο ιστορικό οπτικών και ακουστικών παραισθήσεων. Έχει φιλοξενηθεί σε αυτό το ίδρυμα δύο ακόμη φορές στο παρελθόν.>>

Ο συγγραφέας έχει δημιουργήσει ένα παιχνίδι χρόνου ανάμεσα στα δύο βιβλία καθώς το πρώτο αρχίζει με το σκηνικό της αυτοκτονίας της Αλίσια και συνεχίζει με τη σκοτεινή διαδρομή του Μπόμπι μέσα από το πένθος, τα ανομολόγητα ψυχικά τραύματα και τα ανεξήγητα περιστατικά που του συμβαίνουν, ενώ στο βιβλίο της Αλίσια ο χρόνος έχει γυρίσει πίσω κατά δέκα χρόνια όταν ο Μπόμπι βρίσκεται σε βαρύ κώμα μετά από ατύχημα σε αγώνες αυτοκινήτου στην Ιταλία. Η Άλις τον θρηνεί ως νεκρό μη γνωρίζοντας ότι τελικά θα επιβιώσει και αποφασίζει τον εγκλεισμό της στο Stella Maris με τελικό σκοπό να τερματίσει τη ζωή της.
Τα δύο αδέλφια βιώνουν την ίδια ενοχή για την πυρηνική καταστροφή του Ναγκασάκι και της Χιροσίμα και τις μετέπειτα συνέπειες, θλιβερή κληρονομιά από τον πατέρα τους ο οποίος ήταν στην ομάδα του Οπενχάιμερ που δημιούργησε την ατομική βόμβα. Κοινό στοιχείο τους είναι η αγάπη για τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες και μιά υποβόσκουσα αιμομικτική αγάπη αναμεταξύ τους.


Το κείμενο του δεύτερου βιβλίου αφορά τις απομαγνητοφωνημένες συνεδρίες μεταξύ της Αλίσια και του έμπειρου ψυχοθεραπευτή Κοέν μέσα στη δομή και είναι αμιγώς διαλογικό.
Από τις πρώτες κιόλας συναντήσεις τους ο Κοέν δείχνει να χάνει τον έλεγχο των συνεδριών καθώς η ευφυέστατη Αλίσια κρατάει τον τόνο και κατευθύνει ουσιαστικά τη συζήτηση. Ο αναγνώστης εύκολα αντιλαμβάνεται τη διαφορετική τους οπτική καθώς η Αλίσια θεωρεί ότι η κατανόηση της πραγματικότητας περνάει μέσα από την ευφυΐα και τα μαθηματικά και ότι το νόημα στη ζωή δίνουν μόνον οι αριθμοί, ενώ ο θεραπευτής της επιλέγει διαδρομές μέσα από το πρίσμα των δικών του ιατρικών γνώσεων και των επιστημονικών πρωτοκόλλων.
Η πρόκληση της κατανόησης της περίπλοκης ιδιοσυγκρασίας της πανέμορφης Αλίσια είναι ισχυρή καθώς η ίδια ενώ θεωρητικολογεί εμμονικά, αποφεύγει την “εφαρμογή στην πράξη”, αποδέχεται τις παραισθήσεις και τις παρανοήσεις της ως φυσικές έχοντας συμφιλιωθεί με τη σχιζοφρένειά της και αρνείται ουσιαστικά να ζήσει στον πραγματικό κόσμο.

Κοέν: υπάρχει μία σημείωση στο φάκελο σου σύμφωνα με την οποία ένιωθες ότι βρισκόσουν σε αποσύνθεση. […….] Ακούγεται σαν κλασική σωματική ψευδαίσθηση….
Αλίσια: μπορεί απλά να βαριόμουν.
[………………………]
Κοέν: Καλά. Σε πιστεύω. Υποτίθεται όμως ότι η ευφυΐα κρατάει την ανία σε απόσταση.
•Αλίσια: νομίζω πως την κρατάει. Μέχρι ενός σημείου. Και μετά η πόρτα υποχωρεί.

Σε άλλο σημείο:
Κοέν: περνάς πολύ χρόνο αναλογιζόμενη το θάνατο;
•Αλίσια: δεν ξέρω τι σημαίνει πολύ. Το να σκέφτεσαι το θάνατο υποτίθεται πως έχει κάποια φιλοσοφική αξία. Ίσως και παρηγορητική. […..] ο καλύτερος τρόπος να πεθάνεις καλά είναι να έχεις ζήσει καλά. Το να πεθάνεις για κάποιον άλλο θα έδινε νόημα στο θάνατό σου. Αν αγνοήσουμε προς το παρόν το γεγονός ότι ο άλλος θα πεθάνει έτσι κι αλλιώς.

Όντας η ίδια μαθηματική ιδιοφυΐα με εξαιρετικό δείκτη νοημοσύνης επιβεβαιωμένο από μικρή ηλικία περιπαίζει τις ιδιαίτερες ικανότητες της όπως η συναισθησία, η μέτρηση και η ανάγνωση αντίστροφα και το άρτιο παίξιμο βιολιού καθώς τις συμπλέκει με ένα κουβάρι από ψυχοπαθολογικά συμπτώματα όπως η ανορεξία, ο πιθανός αυτισμός, η αυτοκτονική τάση, η μηδενιστική διάθεση και είναι τραγικά και τελείως απενοχοποιημένα ερωτευμένη με τον αδελφό της .
Αρνείται συνειδητά την φαρμακευτική αγωγή, αποφεύγει έντεχνα να απαντήσει σε πολλές από τις ερωτήσεις του Κοέν που αφορούν τον αδελφό της και κατευθύνει με την μπαγκέτα της τη συζήτηση σε πεδία τοπολογίας, φυσικής, ηθικής, φιλοσοφίας, θρησκείας, ακόμη και μουσικής.
Πολύ συχνά θέτει ερωτήματα για την φύση της πραγματικότητας, για το αν τα μαθηματικά είναι κάτι που επέβαλλε ο άνθρωπος στο σύμπαν ή πρόκειται για ένα σύνολο από αυθύπαρκτες αλήθειες που προϋπήρχαν καθώς και για το νόημα και τον σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης.
Αλήθεια, πόσο μπορούμε να κατανοήσουμε την πραγματικότητα αν υποθέσουμε ότι διευρύνεται έξω από τα όρια της αντιληπτικότητάς μας;


Υπάρχουν σημεία εξαιρετικού ενδιαφέροντος ανάμεσα στους διαλόγους άξια να αναλυθούν αλλά με τον φόβο ότι θα χαθεί το στοιχείο της αναγνωστικής έκπληξης δεν αναφέρονται.
Η επίγευση και το συμπέρασμα που προκύπτει από τον διάλογο του θετικού επιστήμονα με την ιδιοφυή αλλά παραφρονημένη Αλίσια είναι ότι η φανατική και αμετακίνητη εικοτολογία της την οδήγησε στην παράνοια και την βαριά κατάθλιψη και ότι μία τέτοια διάνοια εν προκειμένω μπορεί να οδηγήσει το θυμικό του αναγνώστη από τον θαυμασμό στην αντιπάθεια και τελικά στον οίκτο.
Δύο αδέλφια, δύο ταραγμένες ζωές, δύο συναρπαστικά ταξίδια γεμάτα ερωτηματικά και απορίες που δεν έχουν βρει μέχρι το τέλος απαντήσεις ακόμη και για τους ίδιους τους αναγνώστες.
Προσωπικά η μοναδική απάντηση που αλίευσα και που αναφέρεται εντελώς υπαινικτικά, είναι στο ερώτημα για το αν πρέπει να έχουμε πίστη στον άνθρωπο και τον συνάνθρωπό μας καθώς στο τέλος του βιβλίου ο συγγραφέας κάνει την ανατροπή καταθέτοντας την πιο συγκινητική και νοηματοδοτημένη επίκληση που μπορεί να απευθύνει ο άνθρωπος σε άνθρωπο…


<< Κράτα μου το χέρι. Γιατί; Γιατί αυτό κάνουν οι άνθρωποι όταν περιμένουν κάτι να τελειώσει.>>