Κόρμακ Μακάρθι, Εκδόσεις Gutenberg, Μετάφραση: Γιώργος Κυριαζής
Με χρονική απόσταση δεκαέξι ετών από την έκδοση του βραβευμένου βιβλίου του “Ο Δρόμος” ο Μακάρθι επιστρέφει δυναμικά με ένα επικό δίτομο έργο, τον “Επιβάτη” και τη “Stella Maris“.
Στην Ελλάδα εκδόθηκαν από τον οίκο Gutenberg -το πρώτο μέρος τον Οκτώβριο του 2022 και το δεύτερο τον Νοέμβριο- και ήδη η διλογία αξιολογείται ως το πιο δυνατό έργο της συγγραφικής του καριέρας.
Ξεκινώντας από τον “Επιβάτη” ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία του οικογενειακού τραύματος των Γουέστερν αναζητώντας παράλληλα εξηγήσεις γύρω από ιδέες και αξιώματα μαθηματικών, φυσικής και κβαντομηχανικής που συνδέονται άρρηκτα με την ανθρώπινη φύση καθώς και για την ηθική των επιστημών.
Ο πατέρας ο οποίος υπήρξε σπουδαίος φυσικός επιστήμονας -συμμετείχε στο πρόγραμμα Μανχάταν με την ομάδα του Οπενχάιμερ- έθεσε με τις μελέτες του τις βάσεις για την δημιουργία της ατομικής βόμβας και είναι κατά κάποιο τρόπο συνυπεύθυνος για την καταστροφή της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι.
Τα δύο του παιδιά ο Μπόμπι και η Αλίσια μεγαλώνοντας αισθάνονται βαριά την κληρονομιά της ενοχής για την πυρηνική καταστροφή που προκάλεσε ο πατέρας τους αλλά ταλαιπωρούνται και από την ύβρη που διαπράττουν όντας ερωτευμένοι μεταξύ τους.
Ο τόπος διάδρασης των ηρώων είναι η Νέα Ορλεάνη και οι γύρω περιοχές του Αμερικανικού Νότου, ενώ ως χρόνος δράσης ορίζεται η αρχή της δεκαετίας του 1980 όταν ο τριανταεπτάχρονος πια Ρόμπερτ (Μπόμπι) έχει ήδη αποστρέψει το ενδιαφέρον του από τις Φυσικές επιστήμες τις οποίες σπούδασε με επιτυχία αλλά και από την αγαπημένη του ενασχόληση με τα αγωνιστικά αυτοκίνητα και εργάζεται πλέον ως δύτης διάσωσης.
Η πανέμορφη Αλίσια, η μικρότερη κατά δέκα χρόνια αδελφή του υπήρξε μία μαθηματική διάνοια αλλά και σχιζοφρενής με αποτέλεσμα τον εγκλεισμό της στο ψυχιατρικό ίδρυμα Stella Maris και με τραγική κατάληξη την αυτοκτονία στα δεκαοκτώ της.
[…η ευφυΐα είναι αριθμοί. Δεν είναι λόγια. Οι λέξεις είναι πράγματα που έχουμε φτιάξει. Τα μαθηματικά δεν είναι] είναι αξίωμα που η ίδια υποστηρίζει.
Η τελευταία της εικόνα με το λευκό φόρεμα και την κόκκινη κορδέλα εκείνη την ψυχρή χριστουγεννιάτικη μέρα <<σε προσκαλούσε να αναλογιστείς τις βαθιές ρίζες ενός κόσμου θεμελιωμένου στη θλίψη των πλασμάτων του.>>
Ο Μπόμπι είναι βυθισμένος μέσα σ΄ ένα μόνιμο πένθος αφού ο ένοχος έρωτας, η απώλεια της αγαπημένης του αδελφής και το φάντασμα του πατέρα του τον στοιχειώνουν.
<<… Ωραία. Είναι ερωτευμένος με την αδελφή του και;….>>
<<Είναι ερωτευμένος με την αδελφή του και εκείνη έχει πεθάνει…>>
[ Ο Γουέστερν (Μπόμπι) είχε πλήρη συνείδηση ότι όφειλε την ύπαρξή του στον Αδόλφο Χίτλερ. Ότι οι δυνάμεις της ιστορίας που αποτέλεσαν την αφετηρία της ταραγμένης του ζωής ήταν το Άουσβιτς και η Χιροσίμα, τα συγγενικά εκείνα γεγονότα που σφράγισαν για πάντα τη μοίρα της Δύσης].
Στην τελευταία αποστολή διάσωσης ο Μπόμπι και η ομάδα του καταδύονται για να ελέγξουν αν υπάρχουν επιζώντες επιβάτες σε αεροπλάνο που κατέπεσε στην θάλασσα της Λουιζιάνα και ενώ η άτρακτος βρίσκεται άθικτη, λείπουν το μαύρο κουτί, η πλακέτα πλοήγησης και το βαλιτσάκι του πιλότου. Η μεγαλύτερη έκπληξη όμως έρχεται όταν από τους δέκα καταγεγραμμένους επιβάτες της πτήσης εντοπίζονται στην καμπίνα μόνο οι εννέα…
Ενώ καμία εφημερίδα δεν αναφέρεται στο συμβάν, διάφοροι περίεργοι τύποι (των μυστικών υπηρεσιών;) αρχίζουν να παρακολουθούν τον Μπόμπι και να του κάνουν διάφορες ερωτήσεις. Η κατάσταση γίνεται ανησυχητική όταν κάποιος εισβάλλει επανειλημμένα στο σπίτι του , αφαιρεί προσωπικά του αντικείμενα και έγγραφα που ανήκαν στον πατέρα του, δεσμεύεται ο τραπεζικός του λογαριασμός και το αυτοκίνητό του, εμφανίζονται χρέη του στην εφορία από το πουθενά και ακυρώνεται το διαβατήριό του. Μέσα σε όλο αυτό το καταδιωκτικό περιβάλλον ο Μπόμπι διαβάζει και ξαναδιαβάζει τα γράμματα που άφησε πίσω της η Αλίσια εκτός από το τελευταίο.
[…μη φοβάσαι για μένα, του είχε γράψει. Έβλαψε ποτέ κανέναν ο θάνατος;]
Ταραγμένος και κυνηγημένος αναζητά καταφύγιο στα μπαρ της Νέας Ορλεάνης όπου συχνάζουν περιθωριακοί και παραβατικοι τύποι. Συγχρόνως ένας, ένας οι φίλοι και συνάδελφοί του εξαφανίζονται ή πεθαίνουν, ο ίδιος μετακομίζει αλλού για να χαθούν τα ίχνη του και ως τελική λύση εγκαταλείπει οριστικά την πολιτεία της Λουιζιάνα. Αρχίζει ένα οδοιπορικό στις Ηνωμένες Πολιτείες πότε οδηγώντας μια Μαζεράτι, άλλοτε κάνοντας ορεινές διαδρομές σε απομακρυσμένους οικισμούς και κάποιες φορές κάνοντας καταδύσεις στον ποταμό Μισισιπή για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.
Η πλοκή του βιβλίου που αφορά τα παραπάνω στοιχεία είναι σχετικά μικρή σε σχέση με τις πολλές σελίδες που αφιερώνει ο συγγραφέας για να στήσει ένα δικό του αφηγηματικό σύμπαν κυρίως με διαλόγους που έχουν αρσενική χροιά και γκροτέσκο χιούμορ. Εδώ είναι συχνή η ανταλλαγή ιδεών ανάμεσα στους ήρωές του οι οποίοι δρουν και σκέφτονται λογικά και παράλογα, έξυπνα ή όχι, με τις συνέπειες λόγου και πράξης να επηρεάζουν τις ζωές τους θετικά ή αρνητικά. Στην αφήγηση παρουσιάζονται ως συνηθισμένοι άνθρωποι που οδηγούν, πίνουν καφέ ή μπύρα, διαπληκτίζονται, ανταλλάσσουν χιουμοριστικές εκφράσεις, ταΐζουν τα κατοικίδιά τους, παρατηρούν τη φύση, συζητούν για τη ζωή, τον θάνατο, την ηθική των επιστημών, την φύση των ονείρων και την ανθρώπινη φύση με το συνειδητό και το ασυνείδητό της, για την αμαρτία και την εξιλέωση.
<<Αυτό που δεν κατάλαβε ποτέ ο Ιππότης (εννοεί τον Μπόμπι) είναι ότι η συγχώρεση έχει χρονοδιάγραμμα. Ενώ για την εκδίκηση ποτέ δεν είν’ αργά.>> λέει ο φιλοσοφημένος της παρέας Τζον, βετεράνος του πολέμου στο Βιετνάμ.
Ο Μακάρθι επέλεξε μία περίεργη αρχιτεκτονική κειμένου στο “βιβλίο του Μπόμπι” καθώς το μυθιστόρημα αρχίζει με την εικόνα της Αλίσια να κρέμεται κρυσταλλωμένη από ένα κλαδί δένδρου στο χιονισμένο δάσος του Ουισκόνσιν και συνεχίζει με μία επιδέξια εναλλαγή μεταξύ των παραισθήσεων της Αλίσια και της αγωνιώδους καθημερινότητας του μεγαλύτερου αδελφού της.
Τα κεφάλαια που αφορούν την Αλίσια έχουν πλάγια γραμματοσειρά και λειτουργούν σαν έξυπνα διαλείμματα στη σκοτεινή συλλογιστική του Μπόμπι και φιλοξενούν σκηνές από ψυχωσικές κρίσεις, μαθηματικές αναλύσεις και φαντασιακές μορφές-τέρατα όπως το Παιδί της Θαλιδομίδης.
Η απουσία των σημείων στίξης καθιστά δύσκολη την ανάγνωση κυρίως των διαλόγων που κυριαρχούν στο κείμενο καθώς ο αναγνώστης φτάνει στο σημείο να δυσκολεύεται να διακρίνει το ποιος μιλάει σε ποιον. Επίσης πολλές από τις τεχνικές λεπτομέρειες που αφορούν τα είδη αυτοκινήτων, αεροπλάνων και πλοίων και μονοπωλούν τις συζητήσεις σίγουρα θα δυσκολέψουν τον αναγνώστη που δεν διαθέτει θετική παιδεία, ίσως όμως φανερώνουν την ανάγκη του συγγραφέα να αποφορτιστεί από το βάρος των γνώσεων που αποκόμισε σε όλη του τη ζωή.
Τα ονόματα των ηρώων του όπως και τα παρωνύμια οδηγούν ευθέως την σκέψη σε συσχετισμό με ήρωες της κλασικής λογοτεχνίας.
Ωστόσο η ιστορία του Μακάρθι είναι σπαρακτικά ποιητική και συγκινητική. Προσκαλεί τον αναγνώστη να παραμερίσει τον ορθολογισμό του, να επιστρατεύσει τόλμη και φαντασία -παρόλο το “γκρίζο” που τη διαπνέει- να χαλαρώσει και να αφεθεί στη μαγεία της ανάγνωσης. Τον αποζημιώνει χαρίζοντάς του υπέροχες στιγμές παρατήρησης, αντίληψης και ανάλυσης του φυσικού κόσμου , των ονείρων, της μαθηματικής σκέψης, του υποσυνείδητου και της αιώνιας αγωνίας για την ύπαρξη ή μη του Θεού.
<<Για τον έμπειρο ταξιδιώτη, ο προορισμός είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μία φήμη>> αναφέρεται σε κάποιο σημείο με σαφή παραλλαγή της Καβαφικής σκέψης.
“Ο Επιβάτης” είναι ένα δύσκολο αλλά συναρπαστικό ανάγνωσμα που έχει την τύχη της εξαιρετικής μετάφρασης του Γιώργου Κυριαζή η οποία μπορεί να εκτιμηθεί ως άθλος συνυπολογίζοντας την περσόνα του συγγραφέα και την ιδιοσυστασία του κειμένου.
Ο Μακάρθι μας στέλνει το μήνυμα ότι, όταν ο κόσμος τελικά αυτοκτονήσει (κάνοντας ευθύ υπαινιγμό για την πυρηνική καταστροφή) τίποτα δεν θα μείνει, ούτε λέξεις, ούτε μουσική, ούτε μαθηματικά, ούτε ο Θεός, ούτε καν ο Διάβολος.
◾ Βιογραφικό
Cormac McCarthy
Ο Κόρμακ ΜακΚάρθυ γεννήθηκε το 1933 στο Τενεσί. Ήδη με το πρώτο του μυθιστόρημα, “The Orchard Keeper” (1955), κερδίζει το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του Ιδρύματος Φώκνερ. Με το πέμπτο μυθιστόρημά του, “Ματωμένος μεσημβρινός” (1985), που πολλοί θεωρούν το αριστούργημά του, θα γίνει διάσημος στον κόσμο. Ακολουθεί η λεγόμενη “Τριλογία των Συνόρων”, με τα μυθιστορήματα “Όλα τα όμορφα άλογα” (2000), “Το πέρασμα” (2003) και “Πεδινές πολιτείες” ( 2009). Μεγάλη επιτυχία γνωρίζουν και τα επόμενα βιβλία του, “Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους” (2008) και “Ο δρόμος” ( 2007), που έγιναν κινηματογραφικές ταινίες. Έχει βραβευτεί, μεταξύ άλλων, με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου, με το Βραβείο Κριτικών ΗΠΑ το 1992 (“Όλα τα όμορφα άλογα”) και με το Πούλιτζερ λογοτεχνίας το 2007 (“Ο δρόμος”).
Βραβείο PEN/Saul Bellow για επιτεύγματα στην αμερικανική μυθοπλασία 2009
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.