ΤΟ ΤΕΝΕΚΕΔΕΝΙΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ
Günter Grass
Εκδόσεις: Πατάκη 2023

Μετφρ: Τούλα Σιέτη
Σελ: 784


“Το τενεκεδένιο ταμπούρλο” του Γκύντερ Γκρας (1927-2015) είναι το πρώτο μυθιστόρημα της “Τριλογίας του Ντάντσιχ” και θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα έργα της γερμανικής λογοτεχνίας.(Ακολούθησαν το 1961 το “Γάτα και ποντίκι” και το 1963 το “Σκυλίσια μέρα“.)
Εκδόθηκε το 1959 και ενίσχυσε το σύνολο του έργου του συγγραφέα ο οποίος τιμήθηκε σαράντα χρόνια μετά με το Νόμπελ Λογοτεχνίας 1999. Είκοσι χρόνια αργότερα έγινε ταινία από τον Φόλκερ Σλέντορφ αποσπώντας τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες κι ένα χρόνο μετά, το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
Στην αρχή κατακεραυνώθηκε από τους γερμανούς κριτικούς και χαρακτηρίστηκε βλάσφημο και άσεμνο από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ωστόσο στην πορεία εκτιμήθηκε δεόντως κι έγινε το έργο που καταξίωσε τον συγγραφέα στο λογοτεχνικό σύμπαν.
Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2023 από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Τούλας Σιέτη.


Το βιβλίο περιγράφει με ακρίβεια τις μεγαλειώδεις στιγμές του 20ου αιώνα αλλά και τις τραγικές του Β’ΠΠ μέσα από τις ζωές απλών ανθρώπων – εκείνων που είδαν θετικά την άνοδο του Χίτλερ και άλλων που είχαν αντιστασιακή δράση – την ήττα της Πολωνίας που πνίγηκε στο αίμα, την εισβολή των ναζί στην Ευρώπη, μέχρι το επονείδιστο χτίσιμο του τείχους που χώρισε τον κόσμο σε ανατολικό και δυτικό.
Γνωρίζοντας ότι η παράνοια του πολέμου είναι διαχρονική υπόθεση στην ιστορία της ανθρωπότητας ο συγγραφέας επέλεξε την παράλογη αφήγηση από έναν σχιζοφρενή ήρωα-παιδί για να μας μεταδώσει το μέγεθός της καθώς μόνο ένας τέτοιος προβληματικός χαρακτήρας – χωρίς επίγνωση και συνενοχή για το τραύμα του ναζιστικού εγκλήματος – θα μπορούσε να την αφηγηθεί απενοχοποιημένα και αυτός είναι ο Όσκαρ Ματσεράτ, πολίτης της Ελεύθερης Πόλης του Ντάντσιγκ. (τώρα Γκντανσκ, Πολωνία).


➖ “Το να είσαι άνθρωπος σημαίνει να είσαι παιδί, περίεργος, σύνθετος και ανήθικος“. G.G.


Ο Όσκαρ είναι ένας παρανοϊκός, δύσμορφος νάνος που όντας έγκλειστος πλέον σε ψυχιατρείο αφηγείται με παιδική απλότητα αλλά και κυνισμό – εν είδει αυτοβιογραφίας – τα αλλόκοτα κοινωνικά περιστατικά και τα εγκλήματα πολέμου των ναζί των οποίων υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Η αφήγησή του έχει για τον αναγνώστη ικανό βαθμό δυσκολίας στην κατανόηση – ακριβώς εξαιτίας της διαταραχής του – γεγονός που απομειώνεται όσο προχωράει η ανάγνωση.
Σε ηλικία τριών ετών ο Όσκαρ δέχεται ως δώρο γενεθλίων από τους γονείς του ένα ταμπούρλο. Ο ίδιος χαίρεται τόσο πολύ ώστε αποφασίζει ότι πλέον δεν χρειάζεται κάτι άλλο στη ζωή του για να αισθάνεται πλήρης και έτσι επιλέγει να παραμείνει για πάντα σε αυτή την ηλικία. Για να το επιτύχει, πέφτει συνειδητά από τις σκάλες του υπογείου του σπιτιού του και τραυματίζει σοβαρά το κεφάλι του πιστεύοντας ότι η εγκεφαλική βλάβη που θα προκύψει θα καθυστερήσει την ανάπτυξή του. Αφήνει δε να εννοηθεί ότι υπαίτιος είναι ο πατέρας του αφού δεν είχε φροντίσει να ασφαλίσει την πόρτα του υπογείου, επιβαρύνοντάς τον με συμπλέγματα ενοχής και μόνιμη συγκρουσιακή σχέση με την μητέρα του. Από τη νηπιακή ηλικία συνειδητοποιεί ότι έχει το χάρισμα να σκέφτεται σαν ενήλικος, να παρατηρεί τον κόσμο χωρίς να δίνει στόχο λόγω του μικρού του αναστήματος και να σπάζει γυάλινα αντικείμενα με την ένταση και το μέταλλο της φωνής του, δυνατότητα που χρησιμοποιεί σε πολλές περιστάσεις στη ζωή του είτε με παιγνιώδη διάθεση είτε με ειδικό σκοπό.
Ο ελαττωματικός Όσκαρ ζει την παρατεταμένη παιδική του ηλικία και τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης του βιώνοντας την επικράτηση του ναζιστικού καθεστώτος, παίζει κρυμμένος κάτω από κερκίδες για να αποσυντονίσει συναυλίες του καθεστώτος και χειραγωγεί καταστάσεις με το ταμπούρλο του. Τελικά γίνεται τόσο ανυπόφορος για τους γύρω του που στα είκοσί του χρόνια οδηγείται σε ψυχιατρείο από όπου καταγράφει την ιστορία της ζωής του. Παραμένει πάντα ένα μικρό παιδί που θέλει να κρυφτεί κάτω από τις φούστες της γιαγιάς του και χάνεται στις εμμονικές φαντασιώσεις του για τις νοσοκόμες, τον Γκαίτε, τον Ρασπούτιν, τον Ιησού και τον διάβολο πάντα με συνοδεία του ταμπούρλου.


▪️ <<Κάτω από τις φούστες της γιαγιάς μου ήταν πάντα καλοκαίρι κι ένιωθα ησυχία.>>


Κατά καιρούς αφήνει να εννοηθεί ότι υποκρίνεται συνειδητά ώστε να γίνεται πιστευτή η νοητική του καθυστέρηση ενώ στην πραγματικότητα λειτουργεί και σκέφτεται ως υγιής ενήλικας. Αφηγείται με αλλόκοτο λυρισμό την ζωή της οικογένειάς του, των φίλων και των γειτόνων του, οι οποίοι είναι επίσης άνθρωποι παράδοξοι και εκκεντρικοί στα όρια της καρικατούρας. Κάπως έτσι άλλωστε, με ατέλειες κι ελαττώματα δεν είναι και η ανθρώπινη φύση;


▪️<< Κάτω από ειδικές συνθήκες όλες οι κρυφές μας επιθυμίες μπορούν να μας ωθήσουν σε παράνομη πράξη>>
▪️<< Δεν είναι εύκολο να υπομείνουμε καρτερικά τη ζωή με τέτοιο μπόι. Τι βαρύ καθήκον, τι προορισμός να παραμένεις ανθρώπινος χωρίς εξωτερική ανάπτυξη! >>


Το μυθιστόρημα είναι αλληγορικό και συμβολικό, η γλώσσα γραφής πότε παραληρηματική και άλλοτε κωμικοτραγική, η δε τεχνική αφήγησης άκρως γοητευτική καθώς εναλλάσσεται από πρωτοπρόσωπη σε τριτοπρόσωπη ακόμα και μέσα στην ίδια πρόταση κρατώντας τον αναγνώστη σε νοητική επαγρύπνηση και οδηγώντας τον στο συμπέρασμα ότι ο Όσκαρ μεταβαίνει στην τριτοπρόσωπη αφήγηση όταν πρόκειται να περιγράψει τραυματικά για τον ίδιο γεγονότα.
Ο Γκύντερ Γκρας με το βιβλίο αυτό προσπάθησε να εμποδίσει τον εφησυχασμό του δυτικού κόσμου που θέλησε να κλείσει γρήγορα τους λογαριασμούς του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και να ξεχάσει τα ναζιστικά εγκλήματα αλλά η κυρίαρχη λογοτεχνική φιγούρα του αγοριού με το ταμπούρλο και ο έντονος, ρυθμικός ήχος του χτυπήματος με τον οποίο ο Όσκαρ ανασύρει τις μνήμες του, είναι αυτά που μένουν στο μυαλό του αναγνώστη ως στοιχεία που δεν επιτρέπουν την λήθη.
Συμπερασματικά πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο με το οποίο αξίζει τον κόπο να αναμετρηθεί ο αναγνώστης.


◾Βιογραφικά στοιχεία
Günter Grass
Ο Γκύντερ Γκρας γεννήθηκε το 1927 στην ελεύθερη πόλη του Ντάντσιχ, το σημερινό Γκντανσκ της Πολωνίας, από πατέρα Γερμανό και μητέρα Πολωνέζα. Για να ξεφύγει από τα ασφυκτικά πλαίσια της “καθολικής μικροαστικής οικογένειάς του”, όπως είχε πει ο ίδιος, προσελήφθη στα 15 του χρόνια στην Κρατική Υπηρεσία Εργασίας και δύο χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 1944, κατατάχθηκε στα διαβόητα Waffen SS, όπως εξομολογήθηκε στην αυτοβιογραφία του. Τον Μάρτιο του 1945, υπηρετώντας στη 10η Μεραρχία των Panzer SS, ο Γκρας τραυματίστηκε και αιχμαλωτίστηκε από τους Αμερικανούς. Μετά τον πόλεμο έκανε διάφορες δουλειές, από ανθρακωρύχος ως λιθοξόος. Φοίτησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ντύσελντορφ και στο Πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών του Βερολίνου, όπου σπούδασε γλυπτική και γραφιστική και έζησε λίγα χρόνια στο Παρίσι ερχόμενος σε επαφή με λογοτεχνικούς κύκλους. Το 1956 ο Γκρας έκανε την πρώτη λογοτεχνική του εμφάνιση με μια συλλογή ποιημάτων. Μετά τον πόλεμο δραστηριοποιήθηκε στο πλαίσιο της “Ομάδας 47” -μαζί με τον Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, τον Μάρτιν Βάλζερ, τον Ζίγκφριντ Λεντς, την Ίνγκεμπορ Μπάχμαν, κ.ά.- μια ομάδα διανοούμενων που κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν το πρόβλημα της συλλογικής συνείδησης στη μεταναζιστική Γερμανία. Απέκτησε παγκόσμια φήμη με την “Τριλογία του Ντάντσιχ”: “Το τενεκεδένιο ταμπούρλο” (1959, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Φόλκερ Σλέντορφ, είκοσι χρόνια αργότερα), “Γάτα και ποντίκι” (1961), “Σκυλίσια χρόνια” (1963). Ακολούθησαν μεταξύ άλλων “Ο Μπουτ, το ψάρι” (1979), “Δυσοίωνα κοάσματα (1992), “Ένα ευρύ πεδίο” (1995), “Ο αιώνας μου” (1999), “Σαν τον κάβουρα” (2002) και φυσικά η αυτοβιογραφία του “Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι” (2006). Σε όλη την πορεία του παρέμεινε έντονα πολιτικοποιημένος, υποστηρίζοντας το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών τη δεκαετία του 1960 (υπήρξε σύμβουλος του Βίλι Μπραντ), φιλειρηνιστής με πύρινα άρθρα στον Τύπο εναντίον των νατοϊκών βομβαρδισμών στη Σερβία και της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ, αλλά και κατά του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, μεταξύ άλλων. Το 1999 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.
Έφυγε από τη ζωή στις 13 Απριλίου 2015, σε ηλικία 87 ετών.