ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΕΦΣΚΙ (1821 – 1881)

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΡΩΣΙΚΑ: ΚΟΡΑΛΙΑ ΜΑΚΡΗ

Στη σημείωση που προηγείται του κειμένου της νουβέλας, η κορυφαία μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Φιόντορ Ντοστογέφσκι διευκρινίζει ότι ο αληθοφανής χαρακτήρας που σκιαγραφεί, αν και φανταστικός, είναι αντιπροσωπευτικός του ατόμου που υπάρχει στην κοινωνία του 19ου αιώνα και είναι εκπρόσωπος της γενιάς που χάνεται. Αυτόν ακριβώς παρουσιάζει, αναπτύσσει και ερμηνεύει τις απόψεις του, εξηγώντας τον λόγο της γραπτής του κατάθεσης.

Ο Ντοστογέφσκι επιστρέφει στην Πετρούπολη από το Παρίσι χρεοκοπημένος από τον εθισμό στη χαρτοπαιξία και γράφει αυτή τη μικρής έκτασης σε σελίδες νουβέλα, η οποία σηματοδοτεί την αρχή της εποχής των μεγάλων λογοτεχνημάτων του.

Καθόλου τυχαίο που ευφυώς τοποθετεί την ιστορία του πρώτου μέρους στο υπόγειο, το οποίο είναι αλληγορικά ο χώρος που αισθάνεται ότι ταιριάζει στον σαραντάχρονο συνταξιούχο, πρώην δημόσιο υπάλληλο, τον ήρωα του ή καλύτερα τον αντιήρωα του, όπως αναφέρει ο ίδιος. Είναι ο ανώνυμος χαρακτήρας, ο οποίος καταβυθίζεται στο εσώτερο εγώ του για να αποκαλύψει το ανεξερεύνητο μέρος της ψυχής.

Ο Ντοστογέφσκι ξεφεύγει από τη συμβατική αφηγηματική φόρμα και αποτείνεται στο αναγνωστικό του κοινό αναλαμβάνοντας τον ρόλο του μοναδικού ομιλητή σε μία υποτιθέμενη συνομιλία. Ο φιλοσοφικός του μονόλογος είναι καταιγιστικά παραληρηματικός.

➖”Κύριοι, με συγχωρείτε που φιλοσόφησα“.

Υποστηρίζει ότι η κατάθεση της πολυσύνθετης σκέψης του γραπτώς έχει περισσότερο κύρος και του προσφέρει ψυχική ισορροπία καθώς αυτοαναλύεται. Αναγνωρίζει τα πάμπολλα αντίθετα στοιχεία που συγκρούονται μέσα του και, με την απεύθυνση στο κοινό του, νιώθει “μεγαλοπρεπής” την ώρα που εκμυστηρεύεται πράγματα κρατώντας σημειώσεις.

Στο δεύτερο μέρος, πρωταγωνιστής είναι ένας εικοσιτετράχρονος νέος άνδρας, ο οποίος δεν είναι κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους, κυκλοφορεί και διηγείται ιστορίες και περιστατικά από τη ζωή του. Η αποτυχία στις συναντήσεις με τους συμμαθητές του και η “αισθηματικότητα” που δείχνει σε μία πόρνη είναι μερικές από τις στιγμές που τον κάνουν να αποφασίσει να κλειστεί στον εαυτόν του περιορίζοντας τις εξόδους.

➖”Ησυχία ποθούσα και να μείνω μόνος μέσα στο υπόγειο μου. Η “ζωντανή ζωή”, όπως ήμουν ασυνήθιστος, με πίεσε τόσο που με δυσκολία ανάσαινα“.

Ο λογοτέχνης κινείται εξομολογητικά στο Ντοστογιεφσκικό του σύμπαν και μιλάει για τον ίδιον με υπερβολική συνειδητότητα και ειλικρίνεια.

Αποδομεί τον εαυτόν του και, ως διανοούμενος, αναπτύσσει τις κοινωνικές, ηθικές και πολιτικές ιδέες του με το ύφος του να γίνεται καταγγελτικό όταν ασκεί κριτική σε κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα της εποχής, όπως, μεταξύ άλλων, στους θετικιστές, στους ρομαντικούς και στους θεωρούμενους κανονικούς, τους μορφωμένους ανθρώπους, που υποστηρίζουν “το δύο συν δύο ίσον τέσσερα”.

Ψυχογραφεί την ανθρώπινη φύση και μιλάει για τα πάθη και τη λογική απέναντι στο συναίσθημα. Θεωρεί σημαντική την ελεύθερη βούληση, την ανεξάρτητη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μιλάει για τη μοναχική ζωή και ομολογεί την αδυναμία του να εκφράσει την αγάπη στο άλλο φύλλο καθώς και τη σύναψη ερωτικής σχέσης.

Ουσιαστικά στο κάδρο βρίσκεται ο ίδιος ο λογοτέχνης, αυτοπροσώπως, ο οποίος, αυτοκρινόμενος, με μία διαλεκτική τεχνική, επιχειρεί να αναδείξει τις νοητικές εκείνες διαδικασίες που εκδηλώνονται στο μυαλό του, στο ασυνείδητο επίπεδο, διατυπώνει ερωτήματα και κρατάει σημειώσεις που απαιτούν την προσοχή και την υπομονή κατά την ανάγνωση.

➖”Ξέρετε όμως κάτι; Είμαι πεπεισμένος πως εμάς που κατοικούμε ανάμεσα στο πάτωμα και στο ταβάνι, πρέπει να μας κρατούν πολύ σφικτά απ’ το χαλινό. Γιατί, μολονότι είμαστε ικανοί να μείνουμε στον αποπνικτικό αυτό χώρο σιωπηλοί ολόκληρα σαράντα χρόνια, ωστόσο, άμα βγούμε στον κόσμο κι αρχινήσουμε να μιλάμε, λέμε, λέμε, λέμε…