Δανειζόμενη, όπως αναφέρει η ίδια, για τίτλο την πρώτη φράση, “ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ“, του αριστουργηματικού μυθιστορήματος του Χέρμαν Μέρβιλ “ΜΟΜΠΙ ΝΤΙΚ” – ενός βιβλίου που περιγράφει με μοναδικό τρόπο τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής – συστήνει στον αναγνώστη το νέο της βιβλίο η Τέσυ Μπάιλα. Με τη πρώτη ματιά το εξώφυλλο αιχμαλωτίζει το βλέμμα με την υπέροχη φωτογραφία του Ara Güler, η οποία αποδίδει την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζει την σαγηνευτική Πόλη.


Στο εισαγωγικό σημείωμα επισημαίνεται η επιθυμία της συγγραφέως να ανασυστήσει “μία εποχή μέσα από τα μάτια δύο φαινομενικά αντίθετων κόσμων, που όμως κρύβουν μέσα τους κοινούς τόπους πολιτισμού, μοιράζονται τα ίδια χώματα και έχουν κοινές εμπειρίες στο διάβα των αιώνων” και το επιτυγχάνει με την άψογη αφηγηματική τεχνική που ακολουθεί.

Αν και η κατεύθυνση του μυθιστορήματος κινείται μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ανάμεσα στο 1955 – 1964 στην Κωνσταντινούπολη, την περίφημη κοσμόπολη, την Πόλη με τους Ρωμιούς και τους διωγμούς τους, η Τέσυ Μπάιλα δεν επικεντρώνει την προσοχή στην αληθινή ιστορία καθ’εαυτή, αλλά, εκτός της αναγνωστικής απόλαυσης, στοχεύει στον ανθρώπινο παράγοντα με συμπάθεια, ευαισθησία, πίκρα και λύπη. Μνημονεύει κάθε αξιοσημείωτο μέρος της πόλης και οικοδομεί με ύφος στρωτό και γλαφυρό, και με εργαλείο τις λέξεις που περιέχουν λυρισμό και εκφραστικό πλούτο, έναν κόσμο ετερόκλητων ανθρώπων που προέρχονται από μία πανσπερμία λαών και πολιτισμών αποτελούμενη από Ρωμιούς, Αρμένιους, Τούρκους, Λεβαντίνους και Εβραίους. Σκιαγραφεί ανθρωποκεντρικούς χαρακτήρες ισχυρούς που περιδιαβαίνουν καφενέδες και βιβλιοπωλεία, αλλά και χαμαιτυπεία και πορνεία και καλούνται να διαχειριστούν πάθη, λάθη, έρωτες, μίση και έχθρα και τους οποίους “βαραίνει η σιωπή όταν κρύβει αλήθειες“. Αυτούς τους ανθρώπους τοποθετεί στον μικρόκοσμο της συνοικίας του Πέρα με την πολυφυλετική φυσιογνωμία του.

<<Ο άνθρωπος είναι ο ζωγράφος της ζωής του και τη δημιουργεί κάθε ώρα σύμφωνα με το δικό του σχέδιο>> (Φιόντορ Ντοστογιέφσκι)

Η συγγραφέας παρακολουθεί από κοντά με την προσοχή μίας έμπειρης ρεπόρτερ αυτή τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής απλών ανθρώπων – στην πόλη παράδεισο των αισθήσεων – με τα σκηνικά να αλλάζουν όταν περιλαμβάνουν αποχαιρετισμούς από ανθρώπους, αντικείμενα και τόπους. Γιατί ο τόπος του καθενός είναι εκεί όπου δημιουργούνται οι πρώτες μνήμες και οι αναμνήσεις έχουν τη δύναμη της νοσταλγίας. Η αφηγηματική περιγραφή, αν και αντικείμενο μυθοπλασίας, αποτυπώνει με ακρίβεια αληθινές σκηνές μιας πινακοθήκης ανθρώπων που εκδιώκονται από τη μία άκρη της θάλασσας στην άλλη όταν θεωρούνται “ξένο σώμα”. Μία θάλασσα που χωρίζει τους δύο λαούς, το υδάτινο αυτό στοιχείο που παίρνει θεϊκές διαστάσεις με τη δύναμη που έχει να ξεχωρίζει πατρίδες.

Ο καλόκαρδος Ισμαήλ, ο μοναχικός Ισίδωρος, η αδάμαστη Γιασεμώ, η αρχόντισσα Καλλιάνθη, η ανυπότακτη Αϊσέ και η φιλομαθής Εσίν, με την συντροφιά του σκύλου Γιουσούφ και του γάτου Σοπέν, είναι μερικοί από τους πρωταγωνιστές που χαίρονται να βλέπουν τις ζωές τους να συγκλίνουν και την καρδιά τους να κτυπάει στον ίδιο σφυγμό.
Συμβιώνουν αρμονικά σε μία ζωή που κυλά αρχικά ήρεμα, ανυποψίαστοι για το μίσος που εκκολάπτεται από τα πολιτικά συμφέροντα που δημιουργούν μία αρνητική ενέργεια, την οποίαν αφήνουν να διαχέεται, και, με προβοκατόρικες ενέργειες, παίρνει διαστάσεις έκρυθμης κατάστασης με αποτέλεσμα το μέλλον να προδιαγράφει μία ζοφερή έλευση.

<<Λες και κάτι βράζει σε τούτο τον ρημαδότοπο, βράζει και φουσκώνει σαν τον καφέ προτού χυθεί>>

Η αυλαία του δράματος ανοίγει απότομα και κηρύσσει την έναρξη της τραγικής παράστασης με την αγωνία και τον φόβο του κόσμου, που εκδιώκεται με βάναυσο τρόπο, γρήγορα να μετασχηματίζονται σε απελπισία που απαιτεί άμεση μύηση σε μία νέα ζωή βυθισμένη σε λαβυρίνθους πολύπλοκους. Αποφάσεις λαμβάνονται αναγκαστικά σε σύντομο χρόνο ανατρέποντας δεδομένα, με την πυξίδα της μοίρας να δείχνει προς έναν άγνωστο ορίζοντα.

<<Κάπως έτσι είναι η ζωή, σκέφτηκε. Ένα ταξίδι σε αφρισμένα νερά. Με λίγους συντρόφους, ακουμπισμένους στην κουπαστή της βάρκας σου, όπως τα γλαροπούλια και τα κύματα στο βάθος του ορίζοντα. Αλλά βγαίνεις μεσοπέλαγα και συνεχίζεις. Ακόμα και όταν λυσσομανά ο αέρας, ακόμα και όταν τα κύματα της καταιγίδας σηκώνονται δύο μέτρα πάνω από το κεφάλι σου. Γιατί δεν φοβάσαι τη βροχή. Γιατί ελπίζεις πως κάποια στιγμή η βάρκα θα φτάσει στη νηνεμία… απάνεμες θάλασσες θα βρέχουν την καρίνα κι ο ήλιος θα καίει πάνω από το κεφάλι σου.>>