ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Το χιούμορ ανιχνεύεται από τον τίτλο του βιβλίου και προϊδεάζει για το είδος του πεζού λόγου που εκπροσωπείται στο ανάγνωσμα. Το είδος αυτό του χιούμορ του αφηγητή – της αφηγήτριας εν προκειμένω – βάζει τις βάσεις για να κτιστεί μία συναισθηματική οικειότητα με τον αναγνώστη και η Μαίρη Κόντζογλου διαθέτει την ικανότητα να παρέχει τις σωστές δόσεις για να διαφυλάξει την ποιότητα στο μυθοπλαστικό κείμενο, όπου και τα άψυχα ακόμα ζωντανεύουν και αποκτούν υπόσταση.

Το πρώτο παντζούρι ανοίγει νυσταγμένα. Ύστερα το δεύτερο. Με το ζόρι κι αυτό. Καθώς αγγίζει τον τοίχο, εκείνος βογκάει από τα ρευματικά, είναι παλιά η οικοδομή και η υγρασία έφαγε τούβλα, τσιμέντα, ξύλα. Κι ανθρώπους“.

Έντεκα αυτοτελή διηγήματα που αφορούν διαφορετικά πρόσωπα, αλλά έχουν κοινό παρανομαστή την απομόνωση και τη μοναξιά, συναρμολογούνται με τέχνη και κινούνται με κέντρο βάρος ένα θέμα εμπνευσμένο από μία συγκλονιστική πραγματικότητα. Συνιστούν ένα πολυεπίπεδο βιβλίο, ολίγων μόνο σελίδων, περίπου διακοσίων, αλλά πυκνό σε σκέψεις και νοήματα, που αναδεικνύουν την αλήθεια με κοινωνικές, ψυχολογικές και συναισθηματικές πτυχές. Είναι έντεκα μικρής έκτασης αφηγήματα που αποκωδικοποιούν με πειστικότητα τις συμπεριφορές των ανθρώπων που βίωσαν μία δύσκολη περίοδο που τους επιβλήθηκε λόγω της πανδημίας.

Ένας δρόμος τους χωρίζει, φαρδύς βέβαια δρόμος, αλλά εκείνοι, ένθεν και ένθεν, τον έχουν κάνει να μοιάζει με άβυσσο“.

Ένας κοινός δρόμος, η οδός Ανεξαρτησίας, – τυχαίο όνομα; – κάπου στην πόλη, κάποτε πολυσύχναστος, που χωρίζει τις οικοδομές. Με την απαγόρευση της κυκλοφορίας, στέκει βουβός από κάθε είδος ηχορύπανση ανάμεσα σε δύο συγκεκριμένες πολυκατοικίες που κρύβουν κι αυτές τη δική τους ιστορία. Η μία είναι παλαιάς κατασκευής, το “ρημάδι”, που κτίστηκε να στεγάσει κόσμο σε δύσκολες εποχές, την εποχή της αστυφιλίας και όχι μόνο, “…τότε, με το όνειρο του κεραμιδιού πάνω από το κεφάλι του ο φτωχός…” και τώρα στέκει με εμφανή τα σημάδια της φθοράς της στο χρόνο, – τη φθορά που είναι η μόνη “δημοκρατική” χωρίς διακρίσεις.

Η άλλη πολυκατοικία είναι της λεγόμενης πολυτελούς κατασκευής “όπως διευκρινίζουν οι εργολαβικές πινακίδες που είχαν τοποθετηθεί κατά το στάδιο της κατασκευής και ουδέποτε αφαιρέθηκαν”, για να επισημαίνουν το ανώτερο status όσων την κατοικούν.

Και στις δύο πολυκατοικίες διαμένουν συνηθισμένοι άνθρωποι διαφόρων τάξεων που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους και δεν διακατέχονται από καμία πρόθεση να γνωριστούν. Οι μεν, μπορεί από αίσθημα κατωτερότητας, οι δε, από απαξίωση προς τους άλλους “…προσποιούνται πως δεν βλέπουν τους απέναντι. Σαν να έχουν φραγή εισερχομένων εικόνων…

Νέοι, μεσήλικες, ηλικιωμένοι.

Άνδρες, γυναίκες και παιδιά.

Απορροφημένοι στις δουλειές τους, στις επιθυμίες και τις απογοητεύσεις, στις απιστίες και στις υποκρισίες τους, κατακλύζονται από τα πάθη, τις πλάνες και τις διαστροφές τους στο δικό τους ατομικό σύμπαν και συνιστούν μία μικρογραφία της ευρύτερης κοινωνίας.

Η συγγραφέας, με σημείο εκκίνησης της αφήγησης το ξέσπασμα της πανδημίας του τρομερού κορονοϊού, επινοεί έναν ευρηματικό τρόπο να εισχωρήσει νοερά στις δύο αυτές οικοδομές και, σαν αόρατος παρατηρητής, να προσεγγίσει τους ενοίκους που δοκιμάζονται οι αντιστάσεις τους και να εμβαθύνει στην ψυχοσύνθεση τους.

Η νοικοκυρά, που επιδίδεται σε έναν ανελέητο αγώνα καθαριότητας για να σκοτώσει την ώρα της, που δεν “σκοτώνεται” από μόνη της,- ο στρατηγός ε.α., που μετατρέπεται σε έναν μοναχικό κουτσομπόλη γέρο,- ο συνταξιούχος της Εθνικής Τράπεζας, ανύπαντρος εκ πεποιθήσεως, – η κακοποιημένη γυναίκα, που βρίσκει την ευκαιρία να εκδικηθεί, -το μικρό παιδί που κάνει μόνο του ποδήλατο στο μπαλκόνι, – είναι μόνο μερικοί από τους ενοίκους.

Με έναν εκφραστικό λόγο, άρτια δομημένο, και με τη δικαιολογημένη υπερβολή που χαρακτηρίζει το είδος του ευφυολογικού κειμένου, η συγγραφέας περιγράφει με μαεστρία καταστάσεις που έχουν αναδυθεί από μία δύσκολη κοινωνική συνθήκη. Εντοπίζει τις συνήθειες που ανατρέπονται και διογκώνουν τα προβλήματα σε προσωπικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο. Ο χρόνος φαίνεται να σταματάει και οι άνθρωποι βρίσκονται παγιδευμένοι σε έναν ιστό που αδρανοποιεί κάθε τους κύτταρο. Με τον φυσικό εγκλεισμό επέρχεται ο εγκλεισμός του νου, της σκέψης, του συναισθήματος. Πώς λειτουργεί ο άνθρωπος όταν η απομόνωση δεν είναι επιλογή του, αλλά του επιβάλλεται;

Η Μαίρη Κόντζογλου στοχεύει στον ανθρώπινο παράγοντα, ιχνηλατεί τους κώδικες επικοινωνίας του, που μεταβάλλονται με τη νέα συνθήκη, και τον ενδοσκοπεί, εντάσσοντας τον σε ιστορίες διηγημάτων με ηθογραφικό και ψυχογραφικό χαρακτήρα.

Στάσου! Πού πας; Απαγορεύεται…

Μία βόλτα. Μόνο που ήθελα ένα χέρι, ξέχασα πώς είναι να περπατάς στον δρόμο με άλλον μαζί…“.

Η Μαίρη Κόντζογλου έχει γεννηθεί και ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει γράψει πολλά αξιόλογα βιβλία, μυθιστορήματα και διηγήματα, μεταξύ των οποίων δύο τριλογίες και μία διλογία, όλα με μεγάλη αναγνωστική επιτυχία.

Το τελευταίο μυθιστόρημα “ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ” από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ σημειώνει ακόμα μία επιτυχία.