Ραμπίε Τζάμπιρ (Rabee Jabber)
Εκδόσεις Καστανιώτης

Μετάφραση από τα Αραβικά: Ελένη Καπετανάκη

Πώς διαγράφεται το μέλλον ενός ανθρώπου όταν ανυποψίαστος βρεθεί στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή και έλθει αντιμέτωπος με ό,τι ορίζει η μοίρα του; Είναι ικανός να αντιδράσει σε μία εν τη γενέσει στιγμή μιας δραματικής περιπέτειας, αγνοώντας τη δολοπλοκία που αναπτύσσεται; Πόσο εύθραυστη είναι η ανθρώπινη ισορροπία σε μία ανεξέλεγκτη κοινωνική συνθήκη;

Ο χαρισματικός δημιουργός της αραβόφωνης λογοτεχνίας χαρίζει στο αναγνωστικό κοινό ένα σπουδαίο έργο, βραβευμένο το 2012 με το βραβείο International Prize for Arabic Fiction (IPAF).
Ο Ραμπίε Τζάμπιρ καταπιάνεται με τους Δρούζους, τη θρησκευτική αυτή εθνότητα της Μέσης Ανατολής, ένα κράμα Ιουδαϊσμού, Χριστιανισμού, Ισλάμ, Ινδουισμού και Βουδισμού. Οι Δρούζοι απαντώνται στη Συρία, Λίβανο, Ισραήλ και λιγότερο στην Ιορδανία και ξεχωρίζουν για τη μονοθεϊστική θρησκεία τους. Μιλούν αραβικά, είναι λάτρεις του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, τους οποίους θεωρούν προφήτες, και πιστεύουν στη μετενσάρκωση. Δεν πίνουν, δεν καπνίζουν και είναι μονογαμικοί.

Ο συγγραφέας τοποθετεί το μυθιστόρημά του το 1860, σε μία εποχή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία απλώνεται από την Ανατολή μέχρι τα Βαλκάνια. Οι Μαρωνίτες Χριστιανοί έχουν ξεσηκωθεί εναντίον των Δρούζων τσιφλικάδων για τους υπερβολικούς φόρους που έχουν επιβάλλει και ξεσπάει ο εμφύλιος πόλεμος στο όρος Λίβανος. Οι Δρούζοι βγαίνουν μεν νικητές, αλλά οι ξένες δυνάμεις με τους Γάλλους επεμβαίνουν και κινούνται εναντίον τους, με αποτέλεσμα πολλοί Δρούζοι να συλλαμβάνονται και να εκτοπίζονται.

Η συγκλονιστική μυθιστορία του άτυχου Χάνα Γιακούμπ εξελίσσεται σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, στη Βηρυτό, με την συναρπαστική αφηγηματική τεχνική του συγγραφέα. Είναι η Οδύσσεια του ήρωα, που μία στιγμιαία κακοτυχία, τον ρίχνει αλυσοδεμένο στα μπουντρούμια μιας φυλακής του Βελιγραδίου που είναι υπό Οθωμανική επιρροή, χωρίς ο ίδιος να συνειδητοποιήσει τον λόγο.

Οι πέντε γιοί του σεΐχη Γαφάρ Εζεντίν συλλαμβάνονται με σοβαρές κατηγορίες από τον Ισμαήλ Πασά του Ούγγρου και ετοιμάζονται να μεταφερθούν στον τόπο εξορίας τους με άλλους 550 Δρούζους αιχμαλώτους. Ο σεΐχης επισκέπτεται τον πασά και του προσφέρει δύο κανάτες με χρυσό ως αντάλλαγμα της ελευθερίας των γιών του. Ο πασάς του απαντά ότι το κατηγορητήριο είναι πολύ βαρύ για τον καθένα από του γιούς του, κρατάει το χρυσάφι και του λέει να επιλέξει μόνο έναν από τους γιούς του να ελευθερωθεί. Μη έχοντας άλλη επιλογή, ο σεΐχης δίνει το όνομα του Σουλειμάν, του γιού που συνήθιζαν να μένουν μαζί.

Ο φτωχός αυγοπώλης Χάνα Γιακούμπ, Χριστιανός από τη Βηρυτό, αναχωρεί από το σπίτι του για την καθημερινή του περιπλάνηση στο παζάρι για τη συνηθισμένη πώληση των σφικτών αυγών. Ο δρόμος του τον φέρνει στο λιμάνι όπου αλυσοδεμένοι άνδρες, αιχμάλωτοι, στοιβάζονται έτοιμοι να επιβιβαστούν στο πλοίο για τη μεταφορά τους σε μακρινή φυλακή. Με το πρόσχημα της αγοράς αυγών, τον πλησιάζει ένας αξιωματικός της φρουράς τους, συλλαμβάνει τον ανυποψίαστο Χάνα και του ανακοινώνει την διαταγή ότι από τώρα και στο εξής θα απαντά όταν τον προσφωνούν με το νέο του όνομα “Σουλειμάν Γαφάρ Εζεντίν”.Η φοβερή πλεκτάνη, η ανταλλαγή με τη σύλληψη του Χάνα στη θέση του Σουλειμάν ανοίγει ένα νέο ανασφαλές κεφάλαιο στη ζωή του τραγικού αυγοπώλη αρχής γενομένης με το πολυήμερο εξαντλητικό ταξίδι με προορισμό κάποιο άγνωστο μπουντρούμι.

Η θάλασσα, μία σκοτεινή άβυσσος. Πριν από την άβυσσο υπήρχε η ζωή του, μετά την άβυσσο μόνο το απέραντο βαθύ σκοτάδι“.

Η Χιλάνα,η γυναίκα του Χάνα, τον περιμένει με την μικρή κόρη της να επιστρέψει την συνηθισμένη ώρα.Κανένας μάρτυρας δεν επιβεβαιώνει κάτι για την τύχη του,εκτός από την αναστάτωση που επικρατούσε στο λιμάνι με την απέλαση των Δρούζων αιχμαλώτων.Αλλά Τί σχέση μπορεί να έχει ο Χάνα;

Οι ημέρες διαδέχονται τους μήνες, οι μήνες τα χρόνια και στις φυλακές του Βελιγραδίου, της Ερζεγοβίνης και της Σόφιας, όπου καταλήγουν οι φυλακισμένοι, απαντώνται σε καταναγκαστικές αγροτικές εργασίες, κατασκευές δρόμων, τειχών, πύργων και γεφυρών.
“Πέρασε ο χρόνος από πάνω τους και τους άλεσε”.
Ολοήμερες εξαντλητικές πεζοπορίες αχανών αποστάσεων θυμίζουν μετακινήσεις από αγέλες ζώων. Τρώνε καρπούς και πίνουν νερό από τα ποτάμια.

Στην όχθη του ποταμού, ήπιαν νερό ώσπου γέμισαν οι κοιλιές τους και πρήστηκαν ολόκληροι. Όπως οι καμήλες της ερήμου, κι αυτοί αποθήκευσαν νερό πριν από ένα μεγάλο ταξίδι“.

Περνάει ο χρόνος και το μέτρημα του δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί από την μονότονη καθημερινότητα.

Υπολόγιζαν τον χρόνο από τα γουργουρητό των άδειων στομαχιών τους“.

Περνούν δώδεκα ολόκληρα χρόνια απίστευτης ταλαιπωρίας, κακουχίας, αρρώστιας και απουσίας κάθε ελεύθερης βούλησης που καταρρακώνει. Ο Χάνα έχει την αίσθηση ότι δεν αντέχει, ότι φεύγει πια η ζωή του, όταν, σαν σε παράκρουση, αισθάνεται δίπλα του την παρουσία του πεθαμένου πατέρα του. Κάνει επίκληση να μην πάρει την ψυχή του ο Κύριος για να προλάβει, να έχει τον χρόνο, να συναντήσει πάλι την αγαπημένη του γυναίκα και την κόρη του. Παγιδευμένος, όμως, υποτάσσεται στις νέες συνθήκες, αποδέχεται το νέο όνομα, που δεν του ανήκει, και περνάει περιόδους απόλυτης κατάθλιψης και αφωνίας. Δοκιμάζονται συνεχώς οι αντοχές του και κάμπτεται το ηθικό του. Οι σκέψεις, απρόσκλητες συντροφιές σε κάθε συνθήκη, αυτονομούνται και τον οδηγούν εκεί που θέλουν. Οδηγούν σε ένα αβέβαιο μέλλον που διαγράφεται αβάσταχτο μπροστά τους σαν ένας τρομακτικός εφιάλτης. Παρά τις πληγές του σώματος και της ψυχής, ανάμεσα σε παραισθήσεις και φαντάσματα του νου, σε διαλείμματα διαύγειας, το μυαλό του κάνει τις δικές του διαδρομές πίσω στο χρόνο, ανασκαλεύοντας ευχάριστες οικογενειακές στιγμές του παρελθόντος για να επουλώσει κάπως τις τωρινές πληγές και να συνεχίσει να ζει. Αναδύονται οι μνήμες που σαν πιστές σύντροφοι καλούνται να γεμίσουν κάποια κενά με το δυνατό αίσθημα της επιβίωσης και να δώσουν ώθηση για τη συνέχεια.

Ο Ραμπίε Τζάμπιρ αναβιώνει με συνοχή και σαφήνεια την ιστορική περίοδο του 19ου αιώνα στην συγκεκριμένη περιοχή και την καταγράφει υπογραμμίζοντας την ένταση των στιγμών με έναν υπέροχα παραστατικό τρόπο. Αν και το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας εκτυλίσσεται στα Βαλκάνια, καλύπτεται ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών που αφορά τη Βηρυτό. Οι θρησκευτικές οντότητες και οι ταξικές διακρίσεις, οι τόποι λατρείας, η ενδυμασία και η διατροφή, ο ρόλος των παλλακίδων, οι ανταλλαγές έμψυχων και άψυχων που διέπονται από το γνωστό “πάρε – δώσε”, η οχλοβοή ετερόκλητων πληθυσμών που συνυπάρχουν, περιγράφονται με έναν ηθογραφικό ρεαλισμό. Παρά την συγκινησιακή φόρτιση με την τραγικότητα του τρόπου περιγραφής προσώπων και καταστάσεων, το κείμενο είναι απολαυστικό στην ανάγνωση σε ένα οξύμωρο σχήμα. Τα μικρά κατανεμημένα κεφάλαια απαρτίζουν ενότητες με έναν έντεχνα δομημένο λόγο και ενισχύουν την πλούσια εικονοποιία της αφήγησης.

Η ποιότητα της γραφής καταξιώνεται με την επιβράβευση του βιβλίου διεθνώς, στην Ελληνική έκδοση του οποίου συμβάλλει η άριστη μετάφραση από τα Αραβικά της Ελένης Καπετανάκη.