Σπύρος Ποδαράς
«Τη ζωή, την ξεκίνησα ανάποδα:
πρώτα πέθανα
και σιγά – σιγά προσπαθώ να γεννηθώ
»

ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ
ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ

Βαρέθηκα το στείρο σπέρμα που ηδονικά βγαίνει από εγκεφάλους ανοργασμικούς.
Βαρέθηκα να βλέπω αυτό που βλέπουν οι πολλοί, το τίποτα.
Θέλω να πηδώ το μυαλό μου μόνος μου.
Θέλω να είναι χορτάτο το πνεύμα μου.

Ο Σπύρος Ποδαράς ξεκινάει χαράματα από τη Θεσσαλονίκη και πηγαίνει στη Βουλγαρία να δουλέψει, σε μια εταιρεία που ανήκει στον οικογενειακό του κύκλο. Έχει παιδιά, οικογένεια, γυναίκα, υποχρεώσεις. Πρωτίστως έχει αντοχές, εσωτερικές, αυτές από τις οποίες όταν έρχεται η ώρα αντλεί τα θέματα των ποιημάτων του. Έχει ψυχή. Καρδιά. Κάποτε, στα σύνορα με τη Βουλγαρία, συναντούσε καθημερινά μια γριούλα, χαμογελαστή, φιγούρα μιας άλλης εποχής, με ρούχα μακριά και μαντήλα στο κεφάλι∙ πούλαγε σταυρουδάκια για να ζήσει. Κάποια στιγμή ο Σπύρος την πλησίασε και την αγκάλιασε. Μπάμπω την έλεγαν – γιαγιά, στα βουλγαρικά. Βγήκαν μαζί φωτογραφίες, ο Σπύρος τις ανάρτησε στο facebook.

Σαν την ελιά αγέραστη
ακλόνητη κοιτάζεις
τον θάνατο στην σκιά σου
τρέχουν και κρύβονται σιμά σου για να σωθούν
μα είσαι αθάνατη
πολεμάς τον θάνατο σου με την ζωή τους.
Ζούσες όταν δεν ζούσαν
θα ζήσεις όταν πεθάνουν
δεν θα μιλήσεις γιατί είσαι σοφή
η ανάσα σου πρόσκαιρη ανάσα τους
Ρίζες έχεις τόσο βαθιές
που η ζωή φοβάται μην πεθάνει πριν χαθείς…

Ο ίδιος λέει:
«Γεννήθηκα τα δύσκολα χρόνια της Ελλάδος στης 22/10/1959 στις δυτικές εργατικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης. Μεγάλωσα μέσα σε ένα μεγαλοπρεπές υπόγειο μαζί με το μοναδικό μου παιχνίδι, την αδελφή μου. Δύσκολα χρόνια.

Δεν με ενδιέφεραν οι σπουδές ήθελα να γράφω και τίποτε άλλο. Γνώρισα τη γυναίκα μου 21 χρόνων και οι δυο. Αυτή προσγειωμένη ανέκαθεν, μάνα της ζωής και εγώ αλκοολικός του μολυβιού μου. Την άφησα με ένα παιδί 30 ημερών και έφυγα φαντάρος, είναι από τα πράγματα που δεν συγχωρώ στον εαυτό μου. Άρχισε ο Γολγοθάς της ζωής μου σηκώνοντας τέσσερις σταυρούς: τη γυναίκα μου, τα δυο παιδιά μου, και τον θάνατο της πολυαγαπημένης μου μητέρας σε ηλικία 40 χρόνων, που την αγαπούσα πολύ. Κάθε πρωί μού έβαζε στο μαντήλι του 5 δεκάρες για το σχολείο κι έδενε το μαντήλι κόμπο, γιατί τις έχανα. Αλλά δεν τις έχανα. Τις είχα δώσει στα πιο φτωχά παιδάκια από εμένα.


Η αγάπη είναι ζωή και θάνατος μου είπες
και το πίστεψα
ξεγύμνωσα την ψυχή μου
όταν μου είπες αγκάλιασε με
γνώρισα τον θάνατο
όταν μου είπες αγκάλιασε με σφιχτά…

(Απόσπασμα από ένα ποίημα για τη μητέρα του)

»Το 1999 σε κάποιο ατύχημα έχασα όλα μου τα γραπτά μου. Δεν θέλω να επεκταθώ, γιατί από τότε είναι σαν να μην έχω παρελθόν. Άρχισα ξανά, μετά από χρόνια, γιατί πνιγόταν το μυαλό μου. Όνειρό μου είναι να ζήσω δίπλα στην θάλασσα με το τροχόσπιτό μου και την βαρκούλα μου και να αφήσω τα γένια μου να μεγαλώσουν και να γράφω για να είμαι ευτυχισμένος».

(Απόσπασμα από ανάρτησή του στο Facebook, 10 Ιανουαρίου 2013)
Η Babo.
Στα βουλγάρικα την γιαγιά την λένε μπάμπω. Εδώ και μήνες στα σύνορα με την Βουλγαρία έβλεπα μια γιαγιούλα, με ένα καροτσάκι λαϊκής να κουβαλά όλη της την ζωή ψάχνοντας στα σκουπίδια και να πουλά σταυρουδάκια κομπολόγια και μικροπράγματα την λυπόταν η ψυχή μου.
Κάποια στιγμή σταμάτησα να ψωνίσω για να την αγγίξω, να τη δω από κοντά. Ήξερε κάποια Ελληνικά.
«Μοιάζεις με το παιδί μου, αγόρι μου», μου είπε, μισά Ελληνικά μισά Βουλγάρικα, και δυο δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της χωρίς ποτέ να πέσουν στον δρόμο∙ χάθηκαν μέσα στις ρυτίδες της.

Από τότε, κάθε φορά που την έβλεπα την βοηθούσα όπως μπορούσα. Παίρναμε πρωινό μαζί στον δρόμο. Μου έλεγε ιστορίες για την ζωή της έκλαιγε, έκλαιγα, αυτά ήταν τα ωραιότερα 15 λεπτά της ζωής μου κάθε φορά που έπιανα τα πέτρινα χεράκια της, 85 χρόνων ήταν. Ρώτησα έναν αστυνομικό Έλληνα να μου πει γι’ αυτήν.
«Χρόνια γυρνούσε εκεί», μου είπε, «από τότε που πέθανε ο γιός της. Τα άλλα παιδιά την έδιωξαν από το σπίτι. Έμενε σε ένα χωριό εκεί κοντά».
Η ίδια, ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε για τα παιδιά της.
Μια μέρα πήγα και τη βρήκα εκεί που έμενε. Ζούσε σε μια άθλια παράγκα με πόρτα μια κουρελού. Βγήκε έξω με αγκάλιαζε με φιλούσε.
«Έλα παιδί μου, έλα μέσα, κάνει κρύο έξω», μου είπε.
Μπήκα μέσα και αντίκρισα την ψυχή της, την φάτνη που γεννήθηκε ο Χριστός, όλα περιποιημένα καθαρά με άρωμα από το λιβάνι, μέθυσα από συγκίνηση.

«Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ», μου λέει, «θα αρρωστήσεις».
Δεν με άφησε να πάω στο ξενοδοχείο. Επέμενε να με φιλοξενήσει στην καλύβα της. Έβγαλε την καρδιά της και μου την έστρωσε και μπόλικο ρακί.
Εξομολογήθηκα εκείνη την νύχτα τα πάντα και σίγουρα πήρα συγχώρεση.
Κοιμηθήκαμε ο ένας απέναντι από τον άλλον εμένα με βοήθησε το ρακί, την αισθανόμουν όλη την νύχτα να με προσέχει.
Ξύπνησα πριν ξημερώσει. Ήμουν στον παράδεισο, αυτό ένιωσα με την μπάμπω να με κοιτάζει σαν Παναγία. Με έπιασαν τα κλάματα…
Την έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα, έχω γεμίσει το αμάξι σταυρουδάκια και την ψυχή μου με αγάπη».

«Δεν με πειράζει σχεδόν τίποτε στην ζωή γιατί την ξεκίνησα ανάποδα· πρώτα πέθανα και σιγά – σιγά προσπαθώ να γεννηθώ».
Σπύρος Ποδαράς.

Βιβλιογραφία: Το βαλς των στίχων, ποίηση, εκδ. Όστρια 2014
Ποιητικές αισθήσεις, ποίηση, εκδ. Όστρια 2015
Κοιτάζοντας τα άστρα, εκδ. Όστρια 2017
Natën mos e lini vetëm – Μην αφήνεις την νύχτα μόνη της,
εκδ. Ada 2017, Αλβανία
Συμμετοχή σε ποιητικές συλλογές