Φωτογραφία εξωφύλλου: Χριστίνα Κωνσταντινοπούλου
Εκδόσεις: Βακχικόν, Αθήνα 2021

Αφιερωμένη «Σε όσους τολμούν να πορεύονται, κοιτάζοντας τον ήλιο κατάματα», είναι η έκτη συλλογή ποιημάτων της Κατερίνας Λιβιτσάνου – Ντάνου, με τον συνώνυμο τίτλο «Ο άνθρωπος που μιλούσε με τον ήλιο». Με τρεις συλλογές διηγημάτων, είναι το ένατο βιβλίο της.
Χαρακτηριστικός ο τίτλος, όπως και η αφιέρωση. Δεν είναι εύκολο στην πράξη να κοιτάξεις κατάματα τον ήλιο. Όπως δεν είναι εύκολο ν’ ανεβείς την ανηφόρα της έκφρασης που απαιτεί η ποίηση, ιδιαίτερα στη δική μας γλώσσα με την εγγενή προσωδία, που επιβάλλει τους κανόνες της.
Στον «ελεύθερο» τρόπο έκφρασης, κυρίως, με τον απαλλαγμένο από τη ρίμα και άλλα δεσμευτικά τεχνικά στοιχεία, «ελεύθερο» στίχο, ο οποίος δεν είναι καθόλου ελεύθερος, αλλά δέσμιος όχι μόνο της προσωδίας, και πρέπει να καλύψει τις χασμωδίες με τα ατελείωτα «α». Η γλώσσα μας είναι ανοιχτή, χρησιμοποιεί πολλά φωνήεντα, ενώ οι γλώσσες του Βορρά είναι κλειστές, λόγω των κλιματικών συνθηκών.
Χρειάζεται τόλμη για να κοιτάξεις κατάματα τον ήλιο. Το ίδιο και για να γράψεις ποίημα. Όμως η Κατερίνα έχει την τόλμη που της δίνει η γνώση όχι μόνο να «κοιτάξει κατάματα τον ήλιο», αλλά και να μιλήσει με τον ήλιο, με το φως, να διακρίνει την αλήθεια στις σχέσεις προσώπων και πραγμάτων, να έχει το θάρρος της γνώμης της, να εκφράσει δημόσια τους προβληματισμούς της, σχετικά με όσα συμβαίνουν γύρω της και στον σύγχρονο κόσμο, να πει την αλήθεια της γράφοντας ποίηση και μάλιστα να επιδιώκει το «ανέφικτο», όπως δηλώνει με το τελευταίο ποίημα της συλλογής της:

«Ήθελα, οι στίχοι μου καλοβαλμένοι να ‘ναι
και να κάθονται περήφανοι σ’ ένα θρονί
στην πιο ψηλή κορφή του κόσμου τούτου.
[…]
Ήθελα, γιατί είναι καλό τη θετική πλευρά να βλέπεις
των πραγμάτων και να αισιοδοξείς και να ξεχωρίζεις
τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα όντα αυτού του κόσμου».

(Ανέφικτο)

Νησιώτισσα, Λευκαδίτισσα, συνεχίζει με συνέπεια και σεβασμό την παράδοση των προγενέστερων ποιητών της νήσου, έχοντας «συνείδηση» του χώρου, «της γης» και των ανθρώπων, εστιάζει την προσοχή της στο χώμα και το ενδιαφέρον της στον άνθρωπο. Η φωνή της σιγανή, ο βηματισμός της αθόρυβος, πλησιάζει τον άνθρωπο πίσω από το παραπέτασμα της όποιας απατηλότητας και συνάπτει σχέση φιλίας και εμπιστοσύνης μαζί του που εξελίσσεται σε ουσιώδη υπαρξιακό διάλογο και απόλογο συγχρόνως. Μπαίνει στην ουσία των πραγμάτων και των καταστάσεων.
Στο δεύτερο ποίημα της συλλογής, αφιερωμένο «στον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη», όχι χωρίς λόγο και καθόλου τυχαία, γιατί πίσω από την Αίγλη του αρχοντικού και των αρχόντων που κατοίκησαν στο επιβλητικό για την εποχή του οίκημα, το οποίο αντιστέκεται στο χρόνο και μένει εκεί μοναχικό πεισματικά κι απείραχτο από το χρόνο και συντηρείται ως τουριστικό πλέον αξιοθέατο, υπάρχει ο άνθρωπος, η σκιά του, τα ίχνη του, η σφραγίδα του, το ίδιο το αρχοντικό.
Υπάρχει ο άνθρωπος. Χωρίς τον άνθρωπο δεν θα υπήρχε, δεν θα είχε καν δημιουργηθεί. Πίσω από κάθε έργο, υπάρχει ο δημιουργός, ο άνθρωπος, ο νάνος αυτός θεός / δημιουργός, μπροστά στον Θεό/ Δημιουργό των πάντων, απάντων ορατών τε και αοράτων!
Η ποιήτρια στοχάζεται, δεν μένει στην ορατή, την απτή πραγματικότητα, την προσπερνά, για να δει την αθέατη πλευρά των πραγμάτων, να ανακαλύψει τι υπάρχει εντός και πίσω από την ακίνητη, την επιβλητική πρόσοψη. Έτσι, πιάνει κουβέντα με τον Φωτεινό που συναντάει «έξω από το κονάκι του και το βασίλειό του […] καταϊδρωμένο απ’ τον κάματο της μέρας», κουρασμένο, αλλά είναι «περήφανος στα κουρελιασμένα ρούχα της δουλειάς του[…]με καλωσόρισε/ φώναξε τη Θωδούλα να με φιλέψει/καθώς στα σπιτικά της εποχής του ήταν πρέπον./Κι άρχισε να μου λέει για τη ζωή του/τη στερημένη, αλλά τίμια διαδρομή[…] Ήταν το σπουδαιότερο μάθημα ζωής/που πήρα στη μοιραία αυτή συνάντηση», ομολογεί.
Η Κατερίνα Λιβιτσάνου – Ντάνου έχει ένα δικό της τρόπο να συνομιλεί με τα πρόσωπα και με τα πράγματα του περιβάλλοντός της. Βλέπει την πραγματικότητα πρισματικά και με αναδρομές στο παρελθόν αναψηλαφώντας τα πράγματα κι ανασύροντας μνήμες από μια εποχή πολλών στερήσεων, κόπων αλλά λιγότερο ή και καθόλου περίπλοκη, μπορεί να συναντά «καταϊδρωμένους» καθημερινούς ανθρώπους, τίμιους, μπορεί κι ευτυχισμένους, χωρίς μεγάλες επιδιώξεις. Και κάνει αναπόφευκτους συσχετισμούς των καταστάσεων πότε με αφηγηματικό, αλλά πάντα εύρυθμα και αρμονικά, με εμπνευσμένο ποιητικό τρόπο. Κι όταν «νυχτώνει», τότε στα μάτια της όλα παίρνουν χρώμα γήινο, αδύνατο να ξεχωρίσει «αποχρώσεις του γκρι» μέσα στο μαύρο :

«…καθώς θ’ απλώσει
τ’ αραχνοΰφαντα πέπλα της η νύχτα.

Όλος ο κόσμος ένα χρώμα,
ολόκληρη η ψυχή της ένα χρώμα,
το δυσκολότερο ίσως έργο
ενός ζωργράφου».

Όταν έχεις να πεις κάτι, δεν χρειάζεται να χρησιμοποιείς σύμβολα και περίπλοκα τεχνάσματα. Ο απλός, κατανοητός, ο εύρυθμος καλλιεργημένος λόγος, ο φιλοσοφημένος στοχασμός αρκεί για να εκφράσεις ποιητικά τις σκέψεις και τους προβληματισμούς σου, να επικοινωνήσεις με τους άλλους, ακόμα και να μιλήσεις για λογαριασμό των πολλών ή εκείνων που θέλουν να εκφράσουν τους μύχιους πόθους και δεν έχουν τα εργαλεία.
Η ποίηση της Λιβιτσάνου είναι χαμηλότονη, υποβλητική, χωρίς να της λείπει το δραματικό στοιχείο, είναι ήπια, λαγαρή, ανθρωποκεντρική, αλλά η έγνοια της για την προστασία του περιβάλλοντος είναι εμφανής και δηλωτική, έχει στόχους υψηλούς, είναι συμβουλευτική, φιλάνθρωπη και αγαπητική. Αφηγηματική στο σύνολό της, τη βοηθάει, συνομιλώντας απλά με τους αναγνώστες, να διοχετεύει τα πανανθρώπινα μηνύματα/ αιτήματα όλων των καιρών, την αγάπη του ανθρώπου προς τον άλλο άνθρωπο, προς τους ανθρώπους, την αλληλεγγύη, το άγγιγμα. Ακούει τους ψιθύρους της πονεμένης καρδιάς, λ. χ.,του αργοπορημένου μαθητή, που κρατάει κλεισμένο μέσα του, μυστικό, ένα καθημερινό χρέος που τον αναγκάζει να αργεί…
Δεν ξεχνάει τις ρίζες της. Με συγκλονιστική νοσταλγία περιγράφει σκηνές απλές, αλλά γεμάτες τρυφερότητα και στοργή. Θυμάται τους γονείς της «Όπως παλιά», στο φτωχικό τους «καλαμένιο κουζινάκι:
«Τον είδα/ να με κοιοτάζει με λαχτάρα/ να μου χαϊδεύει τα μαλλιά[…]Την είδα/[…]στον αργαλειό της […] να περνάει τη σαΐτα βιαστικά -έπρεπε να φτιάξει την προίκα μου. […]

Τους είδα
χρόνια μετά τη φυγή τους
να με καρφώνουν με το αθώο βλέμμα τους
να λαχταρούν και να αγωνιούν
για μένα το ίδιο όπως παλιά…
τόσα χρόνια μετά το χαμό τους
ήταν για μένα το πιο ζωντανό όνειρο
μια παγωμένη νύχτα του Νοέμβρη».

Τι ευλογία, τι ευτυχισμένη στιγμή. Ας είναι και σε όνειρο να ζεις στιγμές του βιωμένου χρόνου τόσο συγκινητικές. Τόσο τρυφερές…

Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορεί και η καλαίσθητη, τρίτη συλλογή διηγημάτων της «Δραπέτες της καθημερινότητας».