Από την Αναστασία Δημητροπούλου

Για ‘κείνους που πορεύονται πάντα χάρη στους χάρτες του νου αγνοώντας τις πυξίδες της καρδιάς, οι
ταλανισμένες ανθρώπινες ψυχές είναι άυλες, άχρωμες, πουλιού φτερά που χωρούν σε ένα στενό ξύλινο
κουτί επειδή είναι διάτρητα από τα βόλια της μοίρας και σπασμένα από συνανθρώπων χείρες. Τούτες τις ψυχές οι πιο πολλοί τις θεωρούν ανίκανες να δώσουν μια και να το σκάσουν από το σακατεμένο σαρκίο που φιλοξενεί τη ντροπή, τον τρόμο και τη σιγή, λειψές και αδύναμες να χαράξουν ξεχωριστή πορεία από το όνομα με το οποίο τις έχουν συνδέσει, τις περιφρονούν και τις σπιλώνουν για να ικανοποιούν τις αρρωστημένες ορέξεις τους οι Κυνηγοί της μονομερούς ηδονής. Τούτες οι ψυχές είναι όμως αυτές, τις οποίες αρδεύει άλικο αίμα, καθαρή συνείδηση και στα μάτια τους κανείς διακρίνει την ίδια τη φωτιά. Γι’ αυτές, η ζωή δεν έχει να κάνει με το να ξαναβρείς τον εαυτό σου μες στις στάχτες που αχνίζουν και τα ναυάγια που σπαρταρούν μπηγμένα στης θάλασσας το γαλάζιο ομφαλό, αλλά με το να τον επινοήσεις στις δυσχερείς συνθήκες, εκεί όπου τα φαινόμενα δεν έχουν καταλαγιάσει. Εκεί όπου ο αέρας ακόμα λυσσομανά και η λάβα παλεύει με την αλμύρα γλείφοντας το μέταλλο της ανοχής μέχρι να λυγίσει ή αντίθετα, να σκεβρώσει. Άλλωστε έτσι χτίζονται οι άτρωτοι χαρακτήρες. Μέσα από τις τρικυμίες της ζωής.
Μέσα στο νέο βιβλίο της Δήμητρας Ιωάννου, «Βαλεντίνα – η γητεύτρα των Αθηνών», που κυκλοφορεί
από τις εκδόσεις Ψυχογιός, η πορφυρομαλλούσα πρωταγωνίστρια με την απαράμιλλη ομορφιά, την
αριστοκρατική χάρη που καθηλώνει, και το ιρλανδικό αίμα που βράζει στο τσουκάλι των πιο ξακουστών κέλτικων μύθων, εμφανίζεται ένα πρωινό στην ελληνική πρωτεύουσα, κι όλα πάνω σε τούτο το κορίτσι με τα σμαράγδια μες στα μάτια, συνηγορούν στο ότι θα τυλίξει γύρω από το δαχτυλάκι της ολόκληρη την Αθήνα και η χώρα σύντομα θα υποκλίνεται στο απέραντο υποκριτικό της ταλέντο, το άμεμπτο ήθος και την καλή της καρδιά που δεν αφήνει απροστάτευτους όσους φωνάζουν το όνομά της εκλιπαρώντας για βοήθεια. Λέανδρος Σγουρός, Βιργινία, Μπέτυ, Λουκίλης, Γρηγόρης, Ιάκωβος και Τσατσαρώνης. Όλοι πήραν και κάτι από τη λαμπερή θεατρίνα που συγκλόνισε τα πλήθη με τις ερμηνείες της. Ο μόνος που της έδωσε αυτά που πάντα της έλειπαν ήταν ο άντρας με την καταιγίδα στη ματιά, αυτός που έμελλε να ενώσει το μισό κομμάτι της καρδιάς του με το άλλο μισό της «κοσμοκαλόγριας». Ο γοητευτικός Σέργιος Σγουρός τής προσέφερε ασφάλεια, τον απόλυτο έρωτα και μιαν αγάπη που στις δύσκολες καταστάσεις φούσκωσε σαν αγριεμένος χείμαρρος πνίγοντας όσα εμπόδια παρουσιάστηκαν. Όλα αυτά μες σε μια σαγηνευτική ιστορία που συνεπαίρνει τον αναγνώστη θυμίζοντάς του δεξιοτεχνικά πως σοφία είναι να ξέρεις τι πρέπει να κάνεις σε κάθε περίσταση, ικανότητα να ξέρεις πώς να το κάνεις και αρετή, εντέλει, να το τολμάς.
Με χαρακτήρες που μιλούν κατευθείαν στην καρδιά και τείνουν το χέρι για ένα ταξίδι στο κλεινόν άστυ
της Όμορφης Εποχής, περιγραφές που υπακούν σε ένα καλοστημένο συγγραφικό μοντάζ, ακούραστη
ροή που δεν επαναλαμβάνεται και συνεχώς ξαφνιάζει την αναγνωστική ματιά με τους αφηγηματικούς
και μυθοπλαστικούς ελιγμούς της, και αφειδώλευτα χρησιμοποιημένο το γλωσσικό ιδίωμα της εποχής
στους διαλόγους, θα μπορούσε κανείς να πει μετά βεβαιότητος πως η Δήμητρα Ιωάννου εμπιστεύεται
τα ηνία της πλοκής στην κοκκινομάλλα ηρωίδα της, όσο η ίδια επιμελείται ενδελεχώς όλα τα υπόλοιπα
ψυχογραφήματα.
Εκεί όπου η Θεία Δίκη θα ξεκληρίσει την οικογένεια του Κυνηγού, εκεί όπου τα κιτάπια του παρελθόντος κλείνουν οριστικά με την Αγγελική να θάβεται για πάντα στις βρώμικες σελίδες τους, εκεί μαθαίνουμε πως δεν είναι τα συναισθήματα που γράφουν ιστορία, μα οι πράξεις. Κάπου, όπου τα όντα κατακτώνται με παραμύθια, όπως η Βιργινία από τον χειριστικό Γρηγόρη και η Μπέτυ από τον ιδιόρρυθμο Ιάκωβο, εκεί συνειδητοποιούμε τη φρικτή αλήθεια, πως δηλαδή γινόμαστε λίγο χειρότεροι από ό,τι είμαστε κάθε φορά που εκμεταλλευόμαστε έναν αδύναμο, κάποιον που το πεπρωμένο του τον ρίχνει βορά στους ισχυρούς, τους πλεονέκτες και τους σκοτεινούς. Όμως ορθώνεται έγκαιρα το λεπίδι ενός Τσατσαρώνη για να βάλει τα πράγματα σε τάξη, καθώς στην ακεραιότητα δεν υφίστανται κανόνες. Από την άλλη, ο Σέργιος αποδεικνύει με τη μεγαλοψυχία του πως αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα που λέει ότι αρετή και πλούτη δε χαρίζονται ποτέ στον ίδιο άνθρωπο. Κι ενώ θα μπορούσε να απομακρύνει τους θνητούς μια ντίβα σαν τη Βαλεντίνα, πασπαλισμένη από όλη την ομορφιά της γης, απλώς χωρίς να συνταιριάζει τα χνότα της με τα δικά τους, δημιουργεί το ίδρυμα «Βιργινία Σγουρού», με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να θαυμάζει απεριόριστα τη θεατρίνα και ταυτόχρονα να συνθλίβεται από το χαμό της ατίθασης νέας που η Βαλεντίνα αγάπησε σαν αδελφή της.
Στην τρίτη γραφή της Δήμητρας Ιωάννου, το άλγος της απώλειας διδάσκει πως όσοι δεν υπέφεραν ποτέ, είναι αμαθείς και άβουλοι. Δεν ξέρουν τίποτα, δε βλέπουν, δε νιώθουν. Θυμίζουν άδεια σακιά, και πώς να σταθούν όρθια; Δεν ξέρουν να διαβάζουν τους ανθρώπους. Δεν ξέρουν καν να αφουγκράζονται τους εαυτούς τους. Η γητεύτρα Βαλεντίνα που θα μπορούσε να επαναπαύεται στις δάφνες της έχοντας πια κατακτήσει κάθε όνειρο και στόχο της, διαθέτει μια καρδιά που αποφασίζει, ένα μυαλό που σχεδιάζει και δυο χέρια που αδιάκοπα εκτελούν. Είναι ένας άνθρωπος που φέρει το θρίαμβο επί της ήττας, το φως επί του σκότους, την ευτυχία επί της οδύνης. Είναι υπόδειγμα ψυχής.

valentina