Μια καλή κι αποτελεσματική άσκηση για την ανθρώπινη καρδιά, είναι να σκύψεις και να βοηθήσεις κάποιον να σηκωθεί, να ξαναδεί το φως του ήλιου μετά από χρόνια συννεφιά. Να προλάβεις, να τον σώσεις από μια βέβαιη καταστροφή, από μιαν ασφυκτική κατάσταση και μαζί του να σωθείς κι εσύ από όσα τρέχεις για να κρυφτείς. Να αναχαιτίσεις την καταλληλότερη στιγμή ένα ολέθριο βήμα του πάνω σε τεντωμένο σχοινί που έχει ξεφτίσει, και μαζί του να σταθείς κι εσύ στα πόδια σου πιο ελεύθερος από ποτέ, γεμάτος όνειρα, ελπίδα και δίψα για ζωή, κυρίαρχος του πεπρωμένου. Άλλωστε, το να δίνεις σε κάποιον κάτι που έχει ή δεν έχει ανάγκη, είναι σίγουρα καλύτερο από το να παίρνεις. Ουσιαστικά, το να δίνεις είναι που ενεργοποιεί τη συμμετοχική διαδικασία του να λάβεις, όσο ο άνθρωπος διατηρεί μέσα του ψυχή και ζωντανά σαν φλόγες ευγνωμοσύνης, συναισθήματα.

Ταραγμένος Σεπτέμβρης του ’43 στη βομβαρδισμένη από τους Γερμανούς Κέρκυρα ήταν, όταν η Μαργαρίτα βρήκε επιτέλους το θάρρος να το σκάσει μακριά από το δεσποτικό Φίλιππο Φούρο που ενώ τής είχε προσφέρει έναν άνετο γάμο για την τότε εποχή, τής είχε ταυτόχρονα στοιχειώσει την ύπαρξη με το βίαιο και καθ’ όλα άκαρδο φέρσιμό του και τις φιλογερμανικές του ενέργειες σε καιρό πολέμου, Κατοχικής ένδειας και αποτροπιασμού. Λίγο έλειψε να τα καταφέρει, να φύγει μακριά του για να ξεκινήσει ξανά τη ζωή της ξένη μεταξύ ξένων, πονεμένη μεταξύ απελπισμένων, όμως τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς όπως τα είχε σχεδιάσει, αλλά όπως τα θέλησε η μοίρα, κι εκεί που ετοιμαζόταν να ανακατέψει στάχτες με χούφτες γυμνές, εκεί, στη μέση του πουθενά, στο τέλμα και την αγωνία, συνάντησε ένα βασίλειο που ούτε καν φανταζόταν πως υπήρχε.

Στο νέο βιβλίο της Ιφιγένειας Τέκου, «Να ονειρευτώ ξανά», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, ο Γιάννης Μαρτέζος, ενεργό μέλος του αντιστασιακού ΕΑΜ Λευκίμης, ένας ήρωας δηλαδή του καιρού του, κι η Μαργαρίτα, ερωτεύονται ανάμεσα στα χαλάσματα, τις φωτιές και το θάνατο που τους απειλούν διαρκώς. Η Μαργαρίτα δεν ήξερε πιο πριν τι σημαίνει έρωτας, τι σημαίνει να ενώνουν δυο άνθρωποι μισές ελπίδες και ευτυχίες, όμως πλάι στο Γιάννη έμαθε να λέει «σε χρειάζομαι γιατί σ’ αγαπώ», κι όχι «σ’ αγαπώ γιατί σε χρειάζομαι». Παρόλα αυτά, δεν θα αργήσει να ξημερώσει εκείνη η μέρα που οι θεοί θα τής τον στερήσουν, που θα χαθεί απροειδοποίητα και θα την αφήσει με ένα μωρό στην κοιλιά, χωρίς να το έχει αντιληφθεί.

Προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να υποτάξει τις περιστάσεις στον εαυτό της, κι όχι τον εαυτό της σε ‘κείνες, η ηρωίδα θα ενώσει με έναν παράξενο και σημαδιακό τρόπο το παρόν και το μέλλον της με την Ρουμπίνα, η οποία μαζί με τον πατέρα της θα προστατέψουν το κορίτσι που έδωσε φως και σκοπό στη ζωή του εξαφανισμένου Γιάννη. Οι δυο γυναίκες λίγο πριν τη συγκέντρωση των Εβραίων στο Φρούριο της Κέρκυρας και την αναγκαστική φυγάδευση της Ρουμπίνας στη Ζάκυνθο, θα δώσουν όρκο να βρεθούν ξανά. Ο μικρός γιος της Ρουμπίνας, Σάββας, που μένει στα χέρια της ετοιμόγεννης πια Μαργαρίτας θα φροντίσει γι’ αυτό σε μερικά χρόνια, αποδεικνύοντας πως ό,τι κάνει την έρημο όμορφη, είναι το πηγάδι που κρύβεται στα σπλάχνα της, πως όπου υπάρχει αγάπη υπάρχουν θαύματα, και πως την ειμαρμένην ουδ’ αν είς εκφύγοι.

Η Ρουμπίνα στη Ζάκυνθο θα ερωτευτεί τρελά το δήμαρχο, όμως η ζωή θα την διδάξει πως η ευχαρίστηση του έρωτα διαρκεί μονάχα μια στιγμή, ενώ ο πόνος του μπορεί να διαρκέσει αιώνια. Θα μεγαλώσει το γιο της Σίας, Δημήτρη, βλέποντας μες στα μάτια του τον δικό της γιο, του οποίου έχει χάσει πλέον τα ίχνη. Θα σμίξουν στο μέλλον, χάρη σε μια τρυφερή ύπαρξη που θα μεγαλώσει χωρίς να απολαύσει την πατρική στοργή.
Η Ρόζα θα σημαδέψει τη ζωή του Σάββα, θα ολοκληρώσει τόσο της Αλίκης όσο και της Μαργαρίτας, θα γεμίσει με ανείπωτη ευτυχία της Ρουμπίνας, και για να μπορέσει εν μέρει να τον δικαιολογήσει ή έστω να τον λυπηθεί, ο αναγνώστης μοιραία θα χαθεί στη συγκλονιστική ιστορία της Στυλιανής που ο Θεός τής χάρισε για γιο ένα πλάσμα που έπρεπε να συναντήσει το θάνατο για να βιώσει όλο τον πόνο που προκάλεσε. Η χαρισματική Ρόζα θα φέρει κοντά δύο ερωτευμένες ψυχές που έμειναν έτσι στους αιώνες. Όλα θα τελειώσουν εκεί από όπου ξεκίνησαν, καθώς η αγάπη και η ελπίδα είναι στην αρχή, τη μέση και το τέλος των πραγμάτων, και το να ονειρεύεσαι, πολλές φορές είναι το ωραίο εκείνο πράγμα που θα σε τραβήξει από τα μαλλιά μέσα από τη δίνη της απόγνωσης.

Με πλοκή που δεν στερεύει, χαρακτήρες που πείθουν για την αληθοφάνεια της καρδιάς και του πεπρωμένου τους, αλλά και με γλώσσα εναργή, διανθισμένη με το μουσικό κερκυραϊκό ιδίωμα, η Ιφιγένεια Τέκου αποδεικνύει πως ελπίδα είναι εντέλει η πίστη που κρατά άφοβα το χέρι της μετέωρο στο σκοτάδι, πως πρέπει κανείς να παίρνει τα βάσανα της ζωής ως κομμάτι της αναπόσπαστο και να επαναλαμβάνει στον εαυτό του «κι αυτό θα περάσει, όπως και τα άλλα», και πως από τόσες δοκιμασίες που περνά κάθε Οδυσσέας, η Πηνελόπη θα είναι πάντα εκείνη η δοκιμασία στο τέλος του ταξιδιού του, της οποίας μια πιθανή αποτυχία θα τον τρομάζει πιο πολύ. Το «Να ονειρευτώ ξανά», γραμμένο με τρυφερότητα αλλά και λογοτεχνική ευσυνειδησία, είναι από τα βιβλία που κλείνοντάς το κανείς, θα καταλήξει στη διαπίστωση πως ζωή χωρίς όνειρα και προσδοκίες, μοιάζει με δέντρο χωρίς καρπούς και άνθη, και πως δεν χρειάζεται ο συγγραφέας να είναι μονάχα έμπορος λέξεων, αλλά να έχει ψυχή κι αυτή να διέπει παθιασμένα το έργο του.