«Όχι, δεν πρέπει!», ψιθυρίζει πολλές φορές με σφιγμένα τα δόντια η συνείδηση. «Ντροπή κι ανηθικότης!», θα σιγοντάρει αμείλικτα άλλες τόσες κι η κοινωνία, όμως εκεί είναι που η καρδιά θα βροντοφωνάξει με όλες τις δυνάμεις της «Δοκίμασε!», σε ‘κείνον που θα τολμήσει το δυσκολότερο όλων: να ζήσει, σε αντίθεση με αυτούς που απλώς υπάρχουν, να συνειδητοποιήσει ότι η ζωή δεν είναι παρά μια ξένη γλώσσα που πολλοί προφέρουν λάθος, πως οι καιροί ου μενετοί και πως αμαρτία δεν είναι απαραίτητα το μεμπτόν, ό,τι πάει κόντρα στους άλλους, μα κυρίως αυτό που μάς αναγκάζει το μισό καιρό να σφυρηλατούμε τις αλυσίδες μας και τον υπόλοιπο να τις φορούμε.

Ίσως αυτός είναι τελικά ο λόγος που κάποιοι, οι περισσότεροι και οι πιο δυστυχισμένοι, καταλήγουν να έχουν τρεις ζωές: την δημόσια, όπου έρχονται στιγμές που πρέπει να κρατάς μέσα σου εκείνο που νιώθεις και να χειρίζεσαι τους άλλους καταπώς σού υπαγορεύει η λογική, την ιδιωτική που όποιος δεν ακούει τη σιωπή σου, το ίδιο κάνει και με τα λόγια σου, και τείνεις να χτίζεις περισσότερους τοίχους παρά γέφυρες, και την μυστική, όπου συνήθως δεν διαλέγεις τα πράγματα που σε συγκινούν, κι η ψυχή μοιάζει με μισάνοιχτη πόρτα έτοιμη να καλωσορίσει την πιο εκστατική εμπειρία.

Στο νέο μυθιστόρημα του Στέφανου Δάνδολου, «Όταν θα δεις τη θάλασσα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, ό,τι γίνεται από αγάπη είναι πέρα από το καλό και το κακό και όπου υπάρχει αυτή, εκεί ανθίζουν τα θαύματα κι οι επιθυμίες των ηρώων δεν είναι παρά το καύσιμο της καρδιάς στα ρίγη που ενίοτε τη θερίζουν. Η επιθυμία του Τόμας Έργουιν, του Άγγλου διπλωμάτη, ήταν η διατήρηση της εξουσίας, της ιδιοκτησίας αλλά και της επιρροής του, σε μια εποχή όπου η Αθήνα ήταν το αγαπημένο πιόνι στο επιτραπέζιο των ξένων δυνάμεων, μα και των πολιτικών τέκνων της. Παντρεμένος με την κατά πολύ νεότερή του Ελληνίδα Μαργαρίτα, επιθυμία του ήταν ένας γάμος ήρεμος όσο τα νερά της θάλασσας στη νηνεμία, μια γυναίκα υποδειγματική κι άβουλη στο πλευρό του, όπως οι ωραιότερες πορσελάνινες κούκλες ή πιο σωστά, η μοιραία και ανεμπόδιστη διασκευή του ποιήματος του έρωτα στο άχαρο πεζογράφημα της ευλογημένης από το Θεό, ζεύξης τους. Ο Τόμας Έργουιν νόμιζε πως ήταν εργάτης της πολιτικής, μα στην ουσία ήταν ένα εργαλείο της. Και δη, από αυτά που κανείς τα παρατά στην άκρη μόλις κάνει την δουλειά του. Τι κι αν προσπάθησε να τρέξει και να αφομοιωθεί στην αγέλη των ισχυρών; Μάταια. Σαν σκόνταψε, όλοι άκουσαν το γδούπο του και όταν είδαν πως είχε χτυπηθεί, δεν του όρμησαν σαν λύκοι, μα με την αδράνειά τους άφησαν το αλλοτινό κύρος του να υποκύψει στα τραύματά του σταδιακά.

Την όμορφη Μαργαρίτα που τον παντρεύτηκε χωρίς η ίδια να το αποφασίσει, θα χαρακτήριζαν δυο λόγια απο το αγαπημένο της μυθιστόρημα, αυτό για το οποίο τόλμησε να μιλήσει μονάχα στον τοπογράφο της καρδιάς της, Τσαρλς Φάραντεϊ. «Η ζωή της ήταν κρύα σαν σοφίτα που είχε το φεγγίτη της στο βορρά. Και η πλήξη, σαν σιωπηλή αράχνη, έπλεκε τον ιστό της στις σκιές, σε κάθε γωνιά της καρδιάς της.» Ναι, ήταν αδιαμφισβήτητα μια άλλη Έμμα του Φλωμπέρ, βουτηγμένη στον έγγαμο βάλτο της. Ήταν μια νέα, διψασμένη γυναίκα που είχε διαβάσει πως στην αριθμητική της αγάπης ένα συν ένα ίσον τα πάντα και δύο μείον ένα ίσον τίποτα, κι η ανία που υπέμενε πλάι στον εσωστρεφή Διπλωμάτη, δεν ήταν ό,τι είχε ονειρευτεί. Στις παράνομες συναντήσεις με το γοητευτικό Φάραντεϊ στο σπίτι του Φαλήρου, έμελλε να συνειδητοποιήσει πως η πιο τέλεια αγάπη είναι όταν το «εσύ» και το «εγώ» θεωρούνται συνώνυμα, και πως δεν αγαπάμε κάποιον γι’ αυτό που είναι, αλλά γι’ αυτό που είμαστε εμείς όταν είμαστε μαζί του. Στην Ελλάδα του Τρικούπη η Μαργαρίτα και ο Τσαρλς Φάραντεϊ θα ζήσουν τον απόλυτο, τον θεόπνευστο έρωτα, κι ας μην είναι νομιμόφρων. Τι σημασία έχει άλλωστε, αν τον εγκρίνουν οι άλλοι στο φως της μέρας και στης κοινωνίας το σωρό, όταν η αμαρτία δεν είναι παρά μια προσπάθεια να γεμίσεις το θλιβερό κενό, κι ο έρωτας το μόνο έγκλημα που δε μπορείς να διαπράξεις χωρίς συνένοχο το γητευτή της καρδιάς σου;

«Όταν θα δεις τη θάλασσα, τρέξει να με βρεις!» Και ποιός ερωτευμένος δεν θα υπάκουε τυφλά στην προσταγή αυτή;

Χρόνια αργότερα, όταν το φάντασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου θα έχει εξαφανιστεί στα σκαλοπάτια της Ιστορίας, στη Λυκοποριά, ο Άλκης και η Δωροθέα είναι δυο φίλοι που σβήνουν τη δίψα του κορμιού μες στη σπηλιά του Φεγγαριού, χωρίς αυτό να σημαίνει το παραμικρό. Τουλάχιστον για τη Δωροθέα που μετά από όσα πέρασε, μετά από τόσες και τόσες Πέμπτες που δεν ήταν παρά ζωή υπό τους όρους ενός παντρεμένου άντρα, είναι βέβαιη πως η αγάπη είναι ένα παραμύθι που ποτέ δεν θα τη νανουρίσει ξανά, που ποτέ δεν θα παρασύρει σαν ανεμοστρόβυλος πολέμου την ψυχή της. Μέχρι που η εμφάνιση της Σαπφούς, καθώς και τα λόγια εκείνου του μυστήριου γέροντα θα την κάνουν να αντιληφθεί πως αν δε θέλει να είναι ένα ακόμη δειλό θηλυκό που θα θωρεί μελαγχολικά τη θάλασσα, πρέπει να φανερώσει τα συναισθήματά της, να τα παραδεχτεί στον εαυτό της μα και τον αποδέκτη τους. Θα χρησιμοποιήσει άραγε το ισχυρότερο όπλο της που είναι η ίδια της η φλεγόμενη ψυχή;

Στο μυθιστόρημα του Στέφανου Δάνδολου, όπου οι λέξεις ερωτεύονται η μία την άλλη συνθέτοντας μια απλή, ακριβή κι αποτελεσματική γλώσσα, η Ιστορία αγκαλιάζει την ανθρώπινη καρδιά, ο αγώνας υπέρ της γυναικείας ανεξαρτησίας αναζωπυρώνεται, κι η Ελλάδα του τότε θυμίζει όσο τίποτα την υποτελή Ελλάδα του τώρα, και οι ψυχογραφίες των ηρώων, τόσο γοητευτικά χαοτικές, δείχνουν στον αναγνώστη τη θάλασσα με το δάχτυλο κι εκείνος στους διαυγείς κειμενικούς παφλασμούς της, διακρίνει τον ιερό τόπο όπου κανείς συναντά τον εαυτό του. Εκεί όπου η καρδιά θα σταματούσε αν μπορούσε να σκεφτεί, εκεί ο συγγραφέας πιστοποιεί πως η αγάπη θα βρίσκεται πάντα στην αρχή, τη μέση και το τέλος των πραγμάτων, πως από τα ψυχολογικά τέλματα, πάντα θα προκύπτουν νέες αρχές, και πως δε μπορείς να γυρίσεις πίσω το ρολόι αλλά να το κουρδίσεις ξανά και ξανά, κι αν σε κάτι είχε δίκιο η Σολάνζ ή αλλιώς Χορεύτρια του Διαβόλου, είναι πως οι μεγάλοι συγγραφείς ανήκουν στον κόσμο. Ως φαίνεται, ο Στέφανος Δάνδολος είναι ένας από αυτούς.

otan-tha-deis-th-thalassa