Της Πηνελόπης Κουρτζή – κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Πολυκαιρισμένες αισθήσεις σε υπερδιέγερση και μνήμες σε νοσταλγικό παραλήρημα ο κύκλος της ζωής μας. Αγαπημένο πισωδρόμισμα των γέρικων ματιών, ξεχωριστό ψηφιδωτό των νέων, πραμάτεια χειλιών και ψυχής, ευλογημένος τόπος όπου ένα δέντρο μπορεί να είναι ολόκληρος ο κήπος σου, κι όσο θα ωριμάζεις, τόσο πιο πολύ οι εμπειρίες θα βαραίνουν τους ώμους σου, όπως οι πιο καμαρωτοί καρποί τα κλαδιά του, και οι άνθρωποί σου θα μοιάζουν με τις αντίστοιχες ρίζες που το θρέφουν.
Σε ημερολογιακές αφηγήσεις όπου ξεκινάς με το ερώτημα του τι ήθελα απο τη ζωή, πάντα καταλήγεις να διαπιστώνεις τι ήθελε τελικά η ζωή απο σένα, κι είναι τόσο απλή η απάντηση, τόσο διαυγής, που μοιραία δεσμεύεσαι και συμφωνείς πως η αγάπη είναι το παν, και πως οι δυο σημαντικότερες μέρες της ζωή σου, είναι αυτή της γέννησής σου και εκείνη που γεύεσαι αφειδώς το γλυκό της αγάπης, και το σιρόπι του, αρωματισμένο, κολλώδες νέκταρ, δένει την καρδιά σου με την καρδιά κάποιου άλλου.

Στο πρώτο μυθιστόρημα της Πηνελόπης Κουρτζή, «Κουμκουάτ, εκεί όπου ρίζωσε η αγάπη», που κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις Ψυχογιός, άγιο κλάμα είναι εκείνο που κάνει το σπόρο του αγαπημένου δέντρου της Βασιλικής να ανθίσει στον κήπο της και να τής χαρίσει την πιο ασφαλή θέση στη σκιά του, κάθε φορά που θέλει να ξεφύγει απο τη ρουτίνα του αρτινού σπιτικού, και απο μια γωνιά να το παρατηρήσει αθόρυβα και σχολαστικά.
Το μικροσκοπικό χρυσό πορτοκάλι, κατά τους Κινέζους, θα τη συντροφεύει στις λύπες και τις χαρές της, στον πόλεμο και την ειρήνη, στον ξεριζωμό και τον πολυπόθητο νόστο. Θα γίνει το καμάρι και η παρηγοριά της, αυτό που θα την ενώσει τρυφερά με τον Χαρίλαο πάνω απο στενάχωρα φλυτζάνια του καφέ, θα χτίσει τη βαθιά φιλία της με την Παρέσα, που όλοι αγνοούσαν επιδεικτικά, και θα τής θυμίζει πάντα πως τίποτα δεν αργεί, ούτε βιάζεται να φύγει. Στην ουσία, καθετί που αξίζει, φωτίζει σαν ήλιος την ύπαρξή μας, και ύστερα δύει με μια βουτιά στη θάλασσα της καρδιάς, απο όπου αν η μνήμη το ανασύρει τακτικά, ποτέ του δεν πεθαίνει. Απλώς λαγοκοιμάται.

Η Βασιλική ερωτεύτηκε τον Χαρίλαο κι ας ήξερε πως ανήκε στην Ελένη, όμως δεν ήταν αυτή που γύρισε της μοίρας το πιο σκουριασμένο μαγκανοπήγαδο για να τον κάνει δικό της. Λένε πως όπου λαβώνει ο θάνατος, έρχεται το αντισηπτικό της αγάπης. Έτσι έγινε με αυτούς τους δύο. Αγαπήθηκαν πολύ, τοποθέτησαν ο ένας την σπασμένη ευτυχία του μες στην ημιτελή ευτυχία του άλλου, έζησαν έναν μεγάλο θυελλώδη έρωτα, όπου τίποτα δεν στερήθηκαν, γεννώντας τρία αγόρια και μια κόρη με δύο ονόματα.
Το ένα απο την πολιούχο της Άρτας, Οσία Θεοδώρα, και το άλλο, αυθόρμητο κι αντανακλαστικό της μπριόζας νονάς που πρόλαβε μια παρολίγον ατυχία την ώρα της βάφτισης με στόχο τη Βασιλική, για την οποία εκ του οράν το εράν, κάπου όπου ο κόσμος δεν είναι παρά μια κουκίδα μες στα μάτια του άντρα της.
Εκεί η φιλία έχει το πρόσωπο και την οξύνοια της Σμυρνιάς χήρας με τα πλουμιστά φορέματα και την έτοιμη απάντηση κρεμασμένη στη γλώσσα, η αφοσίωση τα μάτια και τις στοργικές νουθεσίες της Τασίας, η προδοσία σε ταραγμένους καιρούς τη μορφή κάποιας που άλλοτε λόγιζαν ως οικογένεια, η αδικία την ένωση της Μαρίας και του Ιταλού Λεονάρντο, η σωτηρία λίγο πριν την εξαθλίωση, το καλοκάγαθο πρόσωπο και μνημονικό του Βασιλάκη, και η συνουσία της γεύσης και της οσμής, το πορτοκαλάκι που έτρωγε πάντα με τη φλούδα η Βασιλική και ποτέ δεν έβλαψε το στομάχι της.

Σε ένα βιβλίο που θυμίζει περισσότερο ημερολόγιο, σε ένα ρετρό παραδοσιακό τραγούδι με πρωταγωνιστές την αγάπη και τη θέληση της ψυχής, τον έρωτα και τη φιλία, το πείσμα και την αναγέννηση του ανθρώπου που δεν χάνει την πίστη του, εισβάλλει τρομακτικά η Κατοχή, όπως ρυτιδιάζουν τα γκρίζα σύννεφα το πρόσωπο ενός γαλάζιου ουρανού κάποια ανυποψίαστη καλοκαιρινή μέρα.
Εκεί που εν καιρώ γαλήνης οι γιοι θάβουν τους πατεράδες τους, στη σύρραξη τα δεδομένα αντιστρέφονται και το αίμα χύνεται άφθονο, ενώ η τραγωδία του πολέμου σκουντά το κοιμισμένο κτήνος μες στα σπλάχνα του καθενός, αυτό που όλοι ονομάζουμε ένστικτο, χρησιμοποιώντας ό,τι καλύτερο για να βγάλει στην επιφάνεια ό,τι χειρότερο. Τα σπίτια ανοίγουν μονάχα για να επιταγχθούν, ο τρόμος σέρνεται σαν φίδι που μόλις έχει αλλάξει δέρμα, και κάπου εκεί ένα βόλι διαπερνά την αγάπη, ριμάζει οικογένειες, όνειρα, κοινές κι αγαπημένες ζωές, κι ούτε ένα δάκρυ δεν βρίσκεται να χυθεί απο τα τυφλωμένα, απο την οδύνη, μάτια. Εκεί βασιλεύει η ίδια άρνηση πως τίποτα δεν άλλαξε κι η βεβαιότητα πως όλοι είναι εκεί, πλάι στη Βασιλική, πως όλοι γευματίζουν στο ίδιο τραπέζι, ζωντανοί και πεσόντες. Γιατί στη βαθιά λύπη δεν υπάρχει χώρος για συναισθηματισμούς, κυρίως έλλειψη και μοναξιά. Κι ένα μικρό παραθυράκι για τις παραισθήσεις του χαμού.

Με ζωντανές εικόνες και στιβαρούς χαρακτήρες που συνεπαίρνουν τον αναγνώστη, η Πηνελόπη Κουρτζή εγκαινιάζει την συγγραφική της ιδιότητα επιτυχώς, προσφέροντας μεστωμένη τη γλύκα της Λογοτεχνίας σε όσους διαβάσουν το βιβλίο της χωρίς να λιγώνει, χωρίς να κουράζει, χωρίς να επαναλαμβάνεται σε ένα κείμενο που ούτε αγκομαχά, ούτε πισωπατεί στις ανηφόρες της πλοκής. Σε ένα κείμενο, όπου η συνταγή ακολουθείται κατά γράμμα, και δεν είναι άλλη απο το ίδιο της το ταλέντο.

koumkouat