«… Τελικά, όλα είναι μοιρασμένα στη ζωή, απλά εμείς δεν το αντιλαμβανόμαστε εγκαίρως. Η νύχτα με τη μέρα, μοιράζονται ακριβώς τη συνύπαρξή τους μόνο δύο φορές το χρόνο, όλο τον υπόλοιπο καιρό ο ένας υπερτερεί του άλλου για να υπάρξει η πολυπόθητη ισορροπία. Το γέλιο με το κλάμα, η χαρά και η λύπη, ο πόνος και η αγαλλίαση στην ψυχή… όλα έχουν λόγο ύπαρξης, για να μας κάνουν να καταλάβουμε την πραγματική έννοια του ενός έναντι του άλλου…»

Ήταν 27 Μαΐου 2015, όταν κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Λιβάνη το βιβλίο «Έτσι ξαφνικά έγιναν όλα», της πρωτοεμφανιζόμενης στα εκδοτικά δρώμενα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, Ιουλίας Ιωάννου. Πρώτη συγγραφική προσπάθεια και απέσπασε θετικές κριτικές από τους αναγνώστες της. Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, 22/04/2016 κυκλοφορεί το δεύτερο βιβλίο της, «Απώλειες» και ήταν αυτό το βιβλίο που την έκανε να θέσει γερά θεμέλια στον κόσμο του βιβλίου και της συγγραφής. Οι εκδόσεις ΠΝΟΗ, αγκαλιάζουν και εκδίδουν στις 20/10/2017, το τρίτο και τόσο διαφορετικό από τα δύο προηγούμενα, βιβλίο της, με τίτλο «ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΜΑΤΙΑ» και με ένα αρκετά αντιπροσωπευτικό ασημένιο εξώφυλλο με καλά κρυμμένα μάτια.

«…Δεν είχα τη δύναμη να κοιτάξω και πάλι τα ασημένια μάτια, το μόνο που έκανα ήταν να προσευχηθώ να δοθεί επιτέλους ένα τέλος…»

Δεν ξέρω τι μπορεί να σκεφτεί ένας αναγνώστης για το μυστικό που κρύβουν αυτά τα «ασημένια μάτια», το μόνο σίγουρο είναι ότι, το ταξίδι που θα κάνουν με την ανάγνωση αυτού του μυθιστορήματος, θα είναι ένα ταξίδι γεμάτο μυστήριο, αγωνία, περιπέτεια, εκπλήξεις, αλήθειες και κρυμμένα μυστικά. Θα ακροβατεί ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος, τις θαμμένες επιθυμίες και όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν, τη μοίρα και τις προσωπικές επιλογές των ηρώων. Ανατροπές και εξελίξεις με γρήγορη και καταιγιστική ροή.

«…Για το λόγο αυτό υπάρχουν οι επιλογές.
Οι επιλογές μας είναι εκείνες που μας οδηγούν στα επόμενα βήματά μας και στέκονται απέναντί μας κοιτώντας μας κοροϊδευτικά…»

Η Νίκη είναι ένα νεαρό κορίτσι με δύσκολη παιδική ζωή μακριά από τα αδέλφια της και την οικογένεια της, δραπετεύει από έναν πρόωρο και βάναυσο γάμο με τον Θεόφιλο και βρίσκεται με την βοήθεια δύο υπέροχων ανθρώπων, της Στέλλας και του Νίκου σε μια άλλη πόλη, προσπαθώντας να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Θα γνωρίσει τον Ντεμίρ, θα τον αγαπήσει με όλη την δύναμη της ψυχής της. Κι εκείνος, βασανισμένος, με απώλειες που τον έχουν στιγματίσει, θα αφεθεί στη μαγεία της αγάπης τους…

«…οι ζωές μας πια ήταν ενωμένες με μια αόρατη δύναμη, με μια αιώνια αλυσίδα, όπως είναι όλες οι μεγάλες αγάπες που πέρασαν από ετούτη τη ζωή, όπως μόνο ο έρωτας ξέρει να ενώνει όσους πιστεύουν πραγματικά σ’ εκείνον…»

Η ένωση τους, μαζί με την γέννηση της Νίκης και του δίδυμου αδελφού της με το σημάδι στα χέρια τους, θα είναι η αρχή εκπλήρωσης μιας παλιάς προφητείας.

«…Μιλούσε για μια παράξενη προφητεία που θα ξεκινούσε όταν δυο δίδυμα παιδιά θα γεννιόντουσαν με ένα χαρακτηριστικό σημάδι στο χέρι και θα λυνόταν όταν η χρονική στιγμή θα ήταν κατάλληλη, πολλά χρόνια μετά…»

Πόσα εμπόδια τους περιμένουν; Γιατί εξαφανίστηκε ο Ντεμίρ; Την πρόδωσε;

«…Όμως η αληθινή αγάπη έχει τη μεγαλύτερη δύναμη, μεγαλύτερη από κάθε προφητεία, από κάθε κακή σκέψη, είναι το πιο ισχυρό όπλο…»

Πώς θα συνεχίσει τη ζωή της; Ποιος ο ρόλος του Θεόφιλου; Και το μοναστήρι; Ο Πατέρας-Γρηγόριος; Ο Δημήτρης; Τα ασημένια μάτια; Αλήθεια, είναι τόσα πολλά που συμβαίνουν στους ήρωες αυτού του μυθιστορήματος. Όμως μια καλοδουλεμένη πλοκή, με γρήγορη και κλιμακούμενης έντασης ροή, με εναλλαγές του σήμερα και του χτες, με αναφορά σε μύθους, δοξασίες, θησαυρούς και κατάρες, θα κάνει την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, μια αναγνωστική εμπειρία.

«…Δεν ξέρω ποιος είσαι, ούτε τι ζητάς, αλλά μέσα εδώ είδα μεγάλη συμφορά να γίνεται, αίμα πολύ να χύνεται και ζωές να κινδυνεύουν. Αν πήρες τις απαντήσεις που ζητούσες σήκω φύγε από δω και μην ξανάρθεις ποτέ, μ’ ακούς;…»

Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, μαζί με την Νίκη και τον Ντεμίρ, τον Θεόφιλο, τη Στέλλα και τον Νίκο, την Ανθή και τον Δημήτρη, την Αρετή, τον Νικόλα, τον Πατέρα Γρηγόριο, τον Εζελ, ο αναγνώστης, θα ταξιδέψει σε πόλεις, μοναστήρια, βουνά, στην Αθήνα, το Ναύπλιο, την Κόρινθο, την Πρέβεζα, τη Θεσσαλονίκη, τη Χαλκίδα, τα Ιωάννινα, την Κωνσταντινούπολη και τον Βόσπορο, την Αιτωλοακαρνανία και τη λίμνη Τριχωνίδα.

«…Θέλω να ταξιδέψω παντού! Να γυρίσω παραλίες και όρμους. Να αφεθώ στο θαλασσινό αεράκι, να με παρασύρει το κύμα στην απέραντη θάλασσα της ξεγνοιασιάς και του έρωτα… να χαϊδέψει το πρόσωπό μου το βλέμμα του ήλιου, ο άνεμος να φυσάει τα πανιά της καρδιάς μου κι εγώ να ανεβαίνω ψηλά για ν’ αντικρίσω την ομορφιά και το μεγαλείο του δημιουργού…»

Ζωντανές περιγραφές, ανατροπές και εικόνες εναλλάσσονται. Χάρη στην αμεσότητα που προσφέρει η πρωτοπρόσωπη γραφή που επέλεξε η συγγραφέας τα συναισθήματα του αναγνώστη μεταβάλλονται. Η δομή του μυθιστορήματος κάνει την ανάγνωση πιο ζωντανή. Μοιάζει σαν να διαβάζει κανείς το ημερολόγιο των ηρώων. Λίγο λίγο, με περισσή φροντίδα, γίνονται οι αποκαλύψεις και όλα μπαίνουν στη θέση τους. Τίποτα δεν μένει αναπάντητο, όλα μοιάζουν με ένα παραμύθι. Ένα παραμύθι για ενήλικες με ένα ευρηματικό τέλος, το οποίο δείχνει ότι όλα μπορούν να συμβούν στη ζωή. Μπορούν ή μήπως όχι; Ας το ανακαλύψει κάθε αναγνώστης μόνος του, μέσα από τα «ασημένια μάτια» της Ιουλίας Ιωάννου.

«…Είναι φορές που ο πόνος που νιώθω μέσα μου με διαλύει. Η αναπνοή μου βγαίνει με δυσκολία, κοιτάζω γύρω μου και όλα μου φαίνονται ότι έχουν καλυφθεί με το μόνο χρώμα που υπάρχει τώρα πια στη ζωή μου, το μαύρο. Είναι στιγμές που θέλω τόσο πολύ να εξαφανιστώ, να γίνω σκόνη και αέρας, να περιπλανηθώ πάνω από τη γη, πάνω από την ψευτιά των ανθρώπων, τις υποσχέσεις που δίνουν με τόση ευκολία και τις δήθεν αγάπες…»