Β.Πανόπουλος -Ζ.Τζονάκα
Εκδόσεις Αρμός 2021 σελ.202
2

Οι «Αχαρνείς» είναι το πιο παλιό από τας σωζόμενα έργα του Αριστοφάνη. Παρουσιάστηκε στα Λήναια, το 425 π.Χ., δηλαδή έξι χρόνια μετά την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Την εποχή που γράφτηκαν οι «Αχαρνείς» υπερίσχυε στην πολιτική η θέση να συνεχιστεί ο πόλεμος μέχρι να νικήσουν οι Αθηναίοι, γιατί υπερείχαν σημαντικά στη ναυτική δύναμη, και τα οφέλη που αποκόμιζαν από τους φόρους των συμμάχων ήταν σαφώς μεγαλύτερα από αυτά που τους πρόσφερε η αττική γη με τα γεωργικά προϊόντα. Η υποχρεωτική μετακίνηση του αγροτικού πληθυσμού, με διαταγή του Περικλή, εντός των τειχών της Αθήνας και του Πειραιά, προξένησε σοβαρά προβλήματα που αφορούσαν τόσο την ενδιαίτηση των προσφύγων, οι οποίοι κατέκλυζαν πλέον την Αθήνα, όσο και την ερήμωση της υπαίθρου, την οποία ρήμαζαν συστηματικά οι Πελοποννήσιοι. Συγκεκριμένα, η περιοχή των Αχαρνών αποτέλεσε για τον Αρχίδαμο το ορμητήριο προκειμένου να εξαπολύει τις επιθέσεις του.


Ο νεαρός Αριστοφάνης, μέσω της κωμικής μυθοπλασίας με ύβρεις, με ειρωνεία και με αισχρολογία «περιποιείται» τους πολεμοχαρείς, τους πολεμοκάπηλους, τους αλαζόνες και τους συκοφάντες. Σε αυτή τη δραματική ιστορική συγκυρία όπου, εκτός των άλλων, περισσεύουν η διαφθορά, η δημοκοπία, η κακοδικία και η δικομανία των συμπολιτών του, συλλαμβάνει την ιδέα ο Δικαιόπολης ως ήρως σωτήρ, να αποτολμήσει και να πραγματοποιήσει ένα απίθανο και εξωπραγματικό ιδιωτικής πρωτοβουλίας ειρηνιστικό σχέδιο.
Ο Δικαιόπολης είναι ένας αγρότης μέσης ηλικίας, πολύπαθος και αυτός από τα δεινά του πολέμου. Εμφανίζεται μόνος στην Πνύκα και περιμένει να ξεκινήσει η συνέλευση της εκκλησίας του δήμου για να καταθέσει την πρότασή του για τη λήξη του πολέμου. Οι Αθηναίοι όμως αργούν, γιατί ασχολούνται με αλλότρια στην αγορά. Στο μονόλογό του ο Δικαιόπολης εκφράζει την οργή του για την αδιαφορία και την αποχαύνωση των πολιτικών και των πολιτών και με νοσταλγική διάθεση αναφέρεται στην επιστροφή των αγροτών στην υπαίθρια γη τους.
Η απόφασή του Δικαιόπολη να συνάψει ιδιωτική ειρήνη με τους Σπαρτιάτες αιτιολογείται και διαρθρώνεται σε τρία σημεία:

1. Η πόλη της Αθήνας δε θέλει την ειρήνη με την Σπάρτη,
2 εγώ, ο Δικαιόπολης, επιθυμώ διακαώς αυτήν την ειρήνη, και
3 συνεπώς, εγώ, ο Δικαιόπολης, θα συνάψω αυτήν την ειρήνη χωρίς την συμμετοχή της πόλης.
Αναλαμβάνει ως σωτήρας, λοιπόν, την εκτέλεση ενός παράτολμου σχεδίου για ειρήνευση ερήμην θεσμών και πολιτείας και, παρά το γεγονός ότι κινδυνεύει να θεωρηθεί αποστάτης και εξωμότης, προχωρά ιδιωτικά σε θυσία στα κατ΄ αγρούς Διονύσια, η οποία διακόπτεται από τους αγριεμένους γέροντες του Χορού.


Η κωμωδία τείνει προς την Έξοδο με τον διάλογο Λάμαχου και Δικαιόπολη, καθώς ο ένας εξοπλίζεται για στρατιωτική αποστολή και ο άλλος ετοιμάζεται για τη γιορτή. Αυτή η αντίθεση εξελίσσεται διαλογικά και αναπτύσσεται στο δίπολο πόλεμος-ειρήνη, σε δύο διαφορετικούς κόσμους, από τη μία εκείνου της καταστροφής και από την άλλη αυτού της ευχαρίστησης της απόλαυσης και της ζωοποιού χαράς. Για αυτό και καταλήγει στον διαγωνισμό της οινοποσίας με νικητή τον ίδιο να βρίσκεται, σε κατάσταση μέθης, αγκαλιά με δύο εταίρες.
Οι «Αχαρνείς» από μία άποψη, μπορεί να εκληφθούν ως μια κωμωδία που προβάλλει καθαρότερα τη νίκη του ατόμου επί του κοινωνικού συνόλου και την αποδέσμευση του μεμονωμένου φιλειρηνιστή από την πολεμοχαρή και ανάλγητη πόλη. Ταυτόχρονα, όμως, διαπιστώνεται ότι απέχει πολύ από το να ονομαστεί ο Δικαιόπολης σωτήρας του κοινού βίου. Αντιθέτως, εκλαμβάνεται ως ένας ιδιοτελής και φίλαυτος, που το μόνο που επιζητεί είναι η προσωπική του απόλαυση και ικανοποίηση με τις ευλογίες του θεού Διόνυσου.


Στους «Αχαρνείς» το σχέδιο του Δικαιόπολη να επαναστατήσει εναντίον των θεσμών της αθηναϊκής πολιτείας με τη σύναψη ιδιωτικής ειρήνης είναι παράτολμο στη σύλληψη και ακατόρθωτο. Όμως, στην εξέλιξη του έργου διαπιστώνουμε ότι τα καταφέρνει και μάλιστα θριαμβεύει. Όλο το εγχείρημα γίνεται αποδεκτό ακόμα και παρά τις επιφυλάξεις του Χορού σχετικά με την ιδιοποίηση, την οικειοποίηση των ωφελημάτων. Στη σκηνή της Εξόδου ο Χορός ανταποκρίνεται στο κάλεσμα του και τον ζητωκραυγάζει.


« Κηφισόφων
Ποίος είναι; Ποίος;
Δικαιόπολης
Ο Ευριπίδης είναι μέσα;
Κηφισόφων
Και ναι και όχι.
Δικαιόπολης
Πενήντα-πενήντα;
Κηφισόφων
Το συναμφότερον, που λέει κι ένας άλλος Θουκυδιδογάλλος.
Δικαιόπολης
Παρακαλώ; Δεν κατάλαβα. Πάμε άλλη μία.
Κηφισόφων
Ο Ευριπίδης είναι μέσα, είναι και έξω. Το πνεύμα του είναι έξω και μαζεύει στίχους. Δηλαδή είναι δεν είναι μέσα. Το κορμί του όμως είναι μέσα και γράφει τραγωδίες και όλα αυτά τα θλιβερά. Δηλαδή δεν είναι έξω. Κατανοητόν, γέροντα;
Δικαιόπολης
(Ξύνει το κεφάλι του.) Ευριπίδη, είσαι τυχερός. Α, όλα κι όλα. Δούλος με άποψη!»


Είναι ιδιαίτερο το ζήτημα της διασκευής κειμένων που, ενώ απευθύνονται εξ ορισμού σε ενηλίκους, διασκευάζονται για να αποκτήσουν «βαθμό καταλληλότητας» στο θέατρο που απευθύνεται σε παιδιά και εφήβους. Η ακαταλληλότητα συνίσταται στην παρουσία στο αυθεντικό κείμενο γλωσσικών και παραγλωσσικών στοιχείων καθώς και σκηνών που δεν προσιδιάζουν στην ηλικία των ανήλικων θεατών και ως εκ τούτου δεν μπορούν να ειπωθούν ούτε να παρασταθούν.
Υποστηρίζεται ότι οι αριστοφάνειες κωμωδίες είναι άριστο μέσο διαπαιδαγώγηση των εφήβων. Αυτοί όπως και οι ήρωες του Αριστοφάνη, βρίσκονται πάνω στην κόψη του ξυραφιού περί τα πολιτικά, αναρχικοί και συντηρητικοί συγχρόνως. Οι έφηβοι παιδεύονται ανάμεσα στο φυσικό και στο μεταφυσικό. Ζουν τις θυελλώδεις ώσεις των πρώτων ορμών και, αδύναμοι σαν τον «φτωχό λαό», θέλουν να πειραματιστούν με το παράδοξο και το εξτρεμιστικό, ελπίζοντας σε κάποια Ουτοπία.
Οι ανήλικοι πρέπει να αντιληφθούν ότι αυτά τα έργα εμπεριέχουν διαχρονικά και πανανθρώπινα μηνύματα και έχουν μεγάλη καλλιτεχνική αξία που επιβεβαιώνεται μέσα στη διάρκεια του χρόνου.
Η ελευθεροστομία και η βωμολοχία είναι ένα μεγάλο ζήτημα που προκύπτει από την αθυροστομία του Αριστοφάνη και εκτιμούμε ότι είναι ακατάλληλη για την παιδική και εφηβική ηλικία. Η βωμολοχία στον Αριστοφάνη είναι ζήτημα ύφους και όχι ηθικής. Να υπομνηματιστεί ότι η αισχρολογία ήταν κατά κάποιον τρόπο θεσμοθετημένη στην αρχαία κωμωδία.


«Δικαιόπολης
Για όλα αυτά που θα πάρω θα πληρωθείς με είδος. Όχι με λεφτά. Θα κάνουμε ανταλλαγή προϊόντων. Θα μου δίνεις, θα σου δίνω.
Βοιωτός
Να μου δώκεις ό,τι έχει η Αθήνα και δεν το΄ χουμε στη Θήβα.
Δικαιόπολης
Αμέ! Θες γαύρους φαληριώτικους; Σαρδέλες μυρωδάτες; Ή μήπως κάτι πήλινο σαν τις κρασοκανάτες;
Βοιωτός
Σιγά τα αυγά! Τα ΄χουμε αυτά και στη Θήβα. Κάτι άλλο. Θέλω κάτι που μας λείπει και το΄ χετε μπόλικο. Έχτε τίπτα;
Δικαιόπολης
Να σκεφτώ… Το΄ χω! Μπας και θέλεις έναν ελεεινό συκοφάντη; Έχουμε κάμποσους από δαύτους. Πάρε έναν, δέστον γύρω γύρω και πήγαινε στη Θήβα να τον πουλήσεις για πιθάρι. Α, τι βλέπω; Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες. Κατά φωνή. (Εμφανίζεται ο Νίκαρχος, ο οποίος είναι κοντός.) Είναι η ώρα του συκοφάντη τώρα. Νάτος. Τον βλέπεις.
Βοιωτός
Τέτοιος είν΄ τούτος; Μμμ! Θα τον παγαίνω στα πανηγύρια και σαν μαϊμού θα τονε δείχνω. Αμ, θα τα κονομήσω. Μα τούτος δω είναι μια μισοριξιά στο μπόι.
Δικαιόπολης
Δε λέω! Όμως είναι από σπιουνοσόι!»


Στην έκδοση παρουσιάζεται και πρωτότυπη μουσική σε παρτιτούρα από τον Βασίλη Πανόπουλο, τον ένα από τους δύο συγγραφείς της διασκευής. Τα τραγούδια αφορούν κυρίως τον Χορό. Κατεβλήθη προσπάθεια οι μουσικές συνθέσεις (τραγούδια, μουσικές γέφυρες και σχόλια) να περιγράψουν τα αντιθετικά δίπολα της κωμωδίας (Δικαιόπολης-Χορός, νέοι-γέροι, πόλεμος-ειρήνη, Δικαιόπολης- Λάμαχος), γιατί και με τη μουσική ανάδειξή τους οι ανήλικοι αντιλαμβάνονται τη χρήση των συμβόλων και ακόμα περισσότερο μπορούν να αντιληφθούν τις ισχυρές μουσικές σημάνσεις για το ποιόν των ηρώων και για τις φανερές ή κρυφές επιδιώξεις τους. Η έκδοση απευθύνεται σε: παιδιά, και κυρίως εφήβους και νέους, θεατρολόγους και φοιτητές θεατρικών σπουδών, μουσικούς, εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και επαγγελματίες του θεάτρου.
Διαβάστε το.


Ο Βασίλης Πανόπουλος γεννήθηκε στο Ψάρι της Κορινθίας. Είναι δάσκαλος και μουσικός. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην πολιτική επιστήμη και κοινωνιολογία και είναι διδάκτωρ θεατρολογίας. Σήμερα είναι διευθυντής στα Ράλλεια Πειραματικά Δημοτικά Σχολεία του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνεργάτης του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Συνέθεσε μουσική για έργα των Ι. Καμπανέλλη, Μπ. Μπρεχτ, Ά. Τσέχοφ, Σέξπιρ, Γρ. Ξενόπουλου και Δ. Καπετανάκη. Επίσης και για τραγωδίες του Ευριπίδη (Άλκηστις, Ορέστης) και του Αισχύλου (Πέρσες), οι οποίες παρουσιάστηκαν και στο Διεθνές Φεστιβάλ της Αβινιόν (2011, 2012 και 2014). Παράλληλα έγραψε μουσική για το θέατρο για παιδιά σε έργα Αριστοφάνη, Σέξπιρ, Ε. Τριβιζά, Στ. Μιχαηλίδου, Σ. Ζαραμπούκα και Φρ. Σταθάτου. Για τη μουσική του έχει λάβει βραβεία και διακρίσεις. Εξέδωσε την ποιητική συλλογή ή εν παραλλήλω (Όμβρος 1985) και τη μελέτη Η ποίηση στο δημοτικό σχολείο – όψις και μελοποιία (Νάκας 2005). Επίσης συμμετείχε ως συγγραφέας στο βιβλίο Στη χώρα του Τοτώρα. Θέατρο για ανήλικους θεατές (Πατάκης 2010). Έχει δημοσιεύσει άρθρα σε πρακτικά συνεδρίων και περιοδικά σχετικά με την εκπαίδευση, τη μουσική στο θέατρο και την πολιτική επιστήμη.
Η Ζοζεφίνα Τζονάκα γεννήθηκε στην Αθήνα. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της διαβάζει και σπουδάζει. Δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο, πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, παιδαγωγικά στο Ε.Κ.Π.Α. και μετεκπαίδευση στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, μεταπτυχιακό κοινωνικής ψυχιατρικής-παιδοψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων όπου και εκπαιδεύτηκε στα παιδιά με δυσκολίες μάθησης. Αγαπάει το θέατρο, γι’ αυτό συμμετείχε σε θεατρικές ομάδες και παρακολούθησε σεμινάρια για το θέατρο στην εκπαίδευση. Εργάστηκε ως δασκάλα πολλά χρόνια και όταν μεγάλωσε έγινε διευθύντρια. Σήμερα συνεργάζεται με το Ίδρυμα Λασκαρίδη σε εθνικά και ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά προγράμματα που αφορούν την ένταξη μαθητών με αυτισμό στο γενικό σχολείο. Τις ελεύθερες ώρες της κοιτάζει το ταβάνι και ονειρεύεται.