Μια μέρα σε μια οικογένεια γεννήθηκε ένα παιδί απροσάρμοστο, που είχε ένα σώμα αδύναμο, δεν μιλούσε, δεν κουνιόταν και είχε ένα βλέμμα αεικίνητο και άδειο. Μόνο άκουγε. Πολύ γρήγορα οι γονείς κατάλαβαν ότι το μωρό ήταν υποτονικό. Και οι δυο οπλίστηκαν με τα δικά τους ψυχικά αποθέματα ο καθένας. Οι γονείς πέθαιναν λίγο λίγο. Κάπου, μέσα στα βάθη της ενήλικης καρδιάς τους, το φως έσβησε. Η ωραία αθωότητα είχε τελειώσει…
Οι κόκκινες πέτρες της αυλής το παρατηρούν με οξυδέρκεια και αφηγούνται αυτή την ιστορία, γιατί ήταν δεμένες με τα παιδιά. Για αυτά θέλουνε να μιλήσουνε. Για τα τρία παιδιά της οικογένειας.
Είναι μια ιστορία μέσα από τα μάτια και την ψυχή των τριών αδελφών, του άρρωστου αυτού παιδιού. Ένας πληγωμένος, μια αντικομφορμίστρια, ένας ανάπηρος και ένας μάγος…
Ο πρωτότοκος δέθηκε μαζί του βαθιά. Πριν, είχε τη ζωή του, τους άλλους. Τώρα, είχε τον αδελφό του. Ήταν κάπως παράξενο να βλέπεις ένα αγόρι γύρω στα δώδεκα, να αποκοιμιέται μαζί με ένα άλλο, ήταν παράξενο χωρίς να είναι ακόμα αλλόκοτο. Ο πρωτότοκος σήκωνε απαλά το παιδί, με το χέρι στον αυχένα του, να το μεταφέρει στην αλλαξιέρα. Το άλλαζε, το έντυνε, μετά κατέβαινε με προσοχή στην κουζίνα για να του δώσει τον πουρέ. Έβαζε το μάγουλό του στο μάγουλο του παιδιού, μαγεμένος από αυτή την τόσο απαλή χλωμάδα, και έμενε έτσι, μέσα σε αυτή την ακίνητη επαφή, δέρμα με δέρμα. Απολάμβανε το αφράτο, κρεμώδες μάγουλό του, που ήταν ανυπεράσπιστο, που φώναζε για ένα χάδι, που προσφερόταν μόνο για εκείνον, τον μεγαλύτερο. Η ανάσα του παιδιού ήταν κανονική. Τα μάτια τους δεν κοιτούσαν προς την ίδια κατεύθυνση, ο πρωτότοκος το ήξερε καλά.


Ο πρωτότοκος του σιγοτραγουδούσε. Αφού είχε από νωρίς καταλάβει ότι η ακοή, η μόνη αίσθηση που λειτουργούσε, ήταν ένα εκπληκτικό εργαλείο. Το παιδί δεν μπορούσε ούτε να δει, ούτε να πιάσει, ούτε να μιλήσει, όμως μπορούσε να ακούσει. Με τον καιρό το παιδί άρχισε να αναγνωρίζει τη φωνή του. Από τότε χαμογελούσε, βάβιζε, έκλαιγε, εκφραζόταν σαν ένα βρέφος, ενώ το σώμα του μεγάλωνε.
Το παιδί έκλεισε τα τέσσερα. Προς το παρόν ο πρωτότοκος δεν είχε γνωρίσει την τοξικότητα των άλλων, τη βλακεία και την τυραννία τους. Σύντομα θα ερχόταν η ενόχληση από τα βλέμματα των άλλων στο καροτσάκι, ένα συναίσθημα ντροπής, που θα το βίωνε σαν προδοσία απέναντι στον αδελφό του. Θα χάραζε το αόρατο και τεράστιο σύνορο από εκείνους που ήταν δυνατοί μέσα στην κατακτημένη τους κανονικότητα.
Τελικά το παιδί το πήγανε σε ένα σπίτι απομονωμένο, μερικά εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά τους, που το φρόντιζαν οι καλόγριες. Όλοι ήταν ανακουφισμένοι που το παιδί είχε τακτοποιηθεί. Όλοι, εκτός από τον πρωτότοκο. Αγάπη είναι να βυθίζεσαι στα μάτια του άλλου, ακόμα κι αν αυτά τα μάτια είναι τυφλά. Ο πρωτότοκος ένιωθε πλέον μόνος.


Ένα πρωί το παιδί δεν ξύπνησε. Πέθανε τόσο γλυκά όσο έζησε. Ο πρωτότοκος έδωσε μια υπόσχεση, που κανένας δεν άκουσε: «Θα αφήσω το ίχνος σου». Από τότε ο πρωτότοκος μεγάλωσε χωρίς να δεθεί. Το να δεθεί είναι υπερβολικά επικίνδυνο. Οι άνθρωποι που αγαπάμε μπορούν εύκολα να χαθούν. Είναι ένας ενήλικας που έχει συνδέσει την πιθανότητα της ευτυχίας μ΄ εκείνη της απώλειας. Είτε καλό είτε κακό δεν θα αφήσει ποτέ πια στη ζωή το προνόμιο να διαλέξει. Έχασε τη γαλήνη. Μέσα του ο πρωτότοκος, κάτι έγινε πέτρα, πράγμα που δε σημαίνει ότι ήταν αναίσθητος αλλά μάλλον ανθεκτικός, ακίνητος, αδυσώπητα πανομοιότυπος στο πέρασμα του χρόνου. Ο χρόνος σκάβει και ζωντανεύει τον πόνο, κάθε φορά λίγο και πιο έντονα. Αυτό είναι ό,τι του έχει μείνει από το παιδί, η θλίψη. Δεν μπορεί να την αποφύγει, αυτό θα σήμαινε ότι χάνει το παιδί οριστικά.
Ο πρωτότοκος κάθεται με τις ώρες στις όχθες του ποταμού. Βλέπουμε, εμείς οι πέτρες, αυτόν τον ψηλό άντρα κάτω από το έλατο, κοιτάζει τις λιβελούλες και τις υδρόβιες αράχνες. Ξέρουμε ότι η καρδιά του είναι ζωσμένη με πόνο, βλέπουμε ότι το χέρι του αγγίζει απαλά τις πέτρες όπου ξεκουραζόταν το κεφάλι του παιδιού…


Η μεσαία έβλεπε ότι το παιδί που έγινε βασιλιάς, ρουφούσε όλες τις δυνάμεις. Εκείνες των γονιών και του πρωτότοκου αδελφού. Οι πρώτοι πάλευαν, ο δεύτερος ένωνε. Σ΄ εκείνη δεν έμενε τίποτα, καμία ενέργεια να κάνει. Όσο μεγάλωνε το παιδί, τόσο το σιχαινόταν. Δεν το είχε ομολογήσει σε κανέναν. Εκείνη δεν ένιωθε καμία τρυφερότητα για το παιδί. Είχε παραιτηθεί από την επιθυμία της να καλέσει τις φίλες της. Πώς να το κάνει με ένα τέτοιο πλάσμα στο σπίτι; Ντρεπόταν.
Μέσα στη μεσαία ρίζωσε ο θυμός. Το παιδί την απομόνωνε. Είχε χαράξει ένα αόρατο όριο ανάμεσα στην οικογένειά της και τους άλλους. Όλη την ώρα ερχόταν αντιμέτωπη με αυτό το μυστήριο: από ποιο θαύμα ένα πλάσμα εξασθενημένο μπορούσε να προκαλέσει τόση ζημιά; Το παιδί κατέστρεφε αθόρυβα. Επιδείκνυε μια ηγεμονική αδιαφορία. Εκείνη θα ανακάλυπτε ότι η αθωότητα μπορεί να είναι σκληρή. Η μεσαία σκεφτόταν ότι το παιδί αυτό πήρε τη χαρά από τους γονείς της, άλλαξε την παιδική της ηλικία και έκανε δικό του τον πρωτότοκο αδελφό της. Η μεσαία ποτέ άλλοτε δεν τον είχε δει να είναι τόσο στοργικός. Είχε μείνει άναυδη μπροστά σε αυτή τη μεταμόρφωση. Πού είχε πάει αυτός ο πρωτότοκος αδελφός;
Όταν το παιδί έφυγε για το λιβάδι, στο σπίτι των καλογριών, εκείνη ανάσανε. Μαζί του εξαφανίστηκαν τα συναισθήματα αηδίας, θυμού και ενοχής που την είχαν μπλοκάρει. Πήρε μαζί του τη σκοτεινή πλευρά της ψυχής της. Εκείνη δε θα πονούσε πια. Τόλμησε μάλιστα και να ελπίζει ότι ο πρωτότοκος αδελφός της θα επέστρεφε σ΄ εκείνη ακόμα κι αν θα διαλυόταν. Είναι η μοναδική λέξη για να περιγράψει τη θολή φιγούρα του, της οποίας κάθε βήμα ανέδιδε απύθμενη θλίψη. Ήταν χλωμός, με βλέμμα απλανές. Φαινόταν χωρίς δυνάμεις. Έμοιαζε με το παιδί.


Η μεσαία ήταν πάνω στη γέφυρα και μύριζε τον αέρα. Μετρούσε τη λύπη επειδή δεν είχε πια τον πρωτότοκο δίπλα της, με τον οποίο τόσο ήθελε να μοιράζεται τα πρωινά. Αναρωτιόταν πώς πενθείς ένα ζωντανό. Ένιωθε να ανεβαίνει μέσα της ο θυμός απέναντι στο παιδί που είχε λεηλατήσει τα πάντα. Ανακατευόταν με μια υπόνοια πρωινού οίκτου και αηδίας, η εικόνα με το μισάνοιχτο στόμα, η ανάσα του, τα βογκητά δυσφορίας ή ευχαρίστησης. Μετά ερχόταν η απελπισία που συνέθλιβε τα πάντα, που έσβηνε τις ερωτήσεις. Όρθια πάνω στη γέφυρα, η μεσαία σκούπιζε τις άκρες των ματιών της. Η μεσαία είχε γίνει ένα κομμάτι πέτρα. Η καρδιά της είχε ξεριζωθεί, δεν είχε πια, για εκείνη είχε κλείσει. Είδε τον εαυτό της να λέει στο παιδί πολύ κοντά στο χλωμό του μάγουλο: «Εσύ είσαι η καταστροφή», μα έδιωξε αυτή τη σκέψη. Ήταν ανώφελο να προσθέσει χάος στο χάος. Δεν ήταν ώρα για θλίψη. Ήταν ώρα να σωθεί μια οικογένεια που κινδύνευε. Ο πατέρας της γινόταν βίαιος, η μητέρα της μουγκή, και ο πρωτότοκος ήταν ήδη ένα φάντασμα. Είχε έρθει η ώρα να παλέψει. Πάνω στην οικογένειά της, η μεσαία θα έχτιζε αντιστηρίγματα. Κατάλαβε ότι ο αδελφός της δε θα ξεπερνούσε ποτέ το παιδί. Το να το ξεπεράσεις θα σήμαινε ότι αφήνεσαι στον πόνο, όμως ο πόνος ήταν αυτό που το παιδί είχε φυτέψει μέσα του. Ήταν το αποτύπωμά του. Το να το ξεπεράσει θα σήμαινε ότι θα έχανε το αποτύπωμα, ότι θα έχανε το παιδί μια για πάντα. Ήξερε πλέον ότι το δέσιμο μπορεί να είχε διαφορετικές μορφές. Ο πόλεμος είναι δέσιμο. Και η θλίψη επίσης…
Οι γονείς το ανακοίνωσαν από το τηλέφωνο. «Περιμένουμε ένα ακόμα παιδί». Το είπαν με φόβο, διαλέγοντας τις λέξεις τους. Δε χρειαζόταν. Ο πρωτότοκος έμενε στην πόλη, ήταν απασχολημένος με τα μαθήματα οικονομίας. Η μεσαία σπούδαζε στη Λισαβόνα. Το μικρό τους θα έβγαινε φυσιολογικό, έλεγε το υπερηχογράφημα.
Γεννήθηκε. Πήγαινε καλά, η απόδειξη ότι περπατούσε, μιλούσε, έβλεπε.


Ο τελευταίος δεν προχωρούσε μόνος. Το ήξερε. Είχε γεννηθεί στη σκιά ενός πεθαμένου. Αυτή η σκιά κύκλωνε τη ζωή του. Έπρεπε να ζήσει με αυτή. Ένα ανάπηρο παιδί είχε γεννηθεί πριν από αυτόν, είχε ζήσει μέχρι την ηλικία των δέκα. Οι απόντες ήταν και αυτοί μέλη της οικογένειας. Ο τελευταίος έπεφτε πάνω στον πατέρα του, που διάβαζε μπροστά από τη σβησμένη ξυλόσομπα. Ή στη μητέρα του που ήταν καθισμένη στον καναπέ, με το βλέμμα κενό, δεν κοιτούσε τίποτα, περιπλανιόταν πάνω στα αντικείμενα. Τότε καθόταν κοντά τους για να συζητήσουν ήρεμα για όλα, για τίποτα. Τους πρόσφερε τσάι από μούρα, μιλούσε για το σχολείο. Ένιωθε πολύ ξεκάθαρα ότι αυτός δεν θα έπρεπε να είναι ο ρόλος του. Όμως ένιωθε επίσης ότι στη μοίρα αρέσει να αντιστρέφει τους ρόλους, και ότι έπρεπε να προσαρμοστεί. Αυτό δεν απαιτούσε ούτε περίσκεψη, ούτε αντίδραση. Έτσι ήταν τα πράγματα. Μέσα του είχε βαθιά καλοσύνη. Αυτό το χαμόγελο, που γεννούσε μια αχτίδα ήλιου, και που έμοιαζε σχεδόν να είναι για εμάς τις πέτρες, πολλοί θα το θεωρούσαν αφελές-ποιος χαμογελά στις πέτρες; Εμείς όμως αναγνωρίσαμε εκεί μια μεγάλη καλοσύνη, εκείνη της ευγένειας, που αποκαλύπτει το θάρρος, με τη βεβαιότητα ότι ένας δυσάρεστος ισχυρισμός δε θα αποδυνάμωνε αυτόν τον ενθουσιασμό. Η δύναμη αυτής της ευγένειας τον έκανε να είναι αυτόνομος, ανεπηρέαστος από τις ανοησίες, σίγουρος για το ένστικτό του. Με αυτά οπλισμένος, ο τελευταίος είχε αυθόρμητα δεχτεί την παράξενη οικογένεια στην οποία είχε γεννηθεί, μια οικογένεια πληγωμένη γενναία, που αγαπούσε περισσότερο απ΄ όλα. Γι΄ αυτό φρόντιζε, πρώτα, τους γονείς του. Η σχέση τους ήταν ήρεμη και δυνατή. Οι τρεις τους σχημάτιζαν ένα κουκούλι, ύφαιναν τις μέρες τους στο σχήμα μιας ουλής. Πάνω στους ώμους του είχε το βάρος της αναγέννησης. Ήταν ταυτόχρονα βαρύ και ευχάριστο.


Ο τελευταίος αισθανόταν πραγματική καλοσύνη και μια περιέργεια για το χαμένο παιδί. Θα έδινε πολλά να το είχε γνωρίσει. Κι έπειτα υπήρχε και κάτι άλλο. Οι στιγμές που ο τελευταίος μοιραζόταν με τους γονείς του, του ανήκαν. Είχαν γεννηθεί μαζί του. Ήταν καθαρές από κάθε μνήμη, δεν έφεραν το ίχνος ενός μικρού φαντάσματος. Ο τελευταίος δεν ένιωθε ότι είχε στερηθεί κάτι.
Οι ερωτήσεις τον έκαιγαν. Τι ξέρατε, τι έκανε ο αδελφός μου όλη την ημέρα, είχε κάποια μυρωδιά, ήσασταν λυπημένοι, πώς έτρωγε, μπορούσε να δει, μπορούσε να περπατήσει, μπορούσε να σκεφτεί, πονούσε, πονούσατε; Βαθιά μέσα του, ονόμαζε το παιδί «ο σχεδόν εγώ». Είχε την εντύπωση ότι ήταν ένας σωσίας, κάποιος που του έμοιαζε. Ήταν ένας αόρατος σύντροφος. Είχε εγκατασταθεί στον πυρήνα της ζωής του. Θα του άρεσε να αγκάλιαζε σφικτά αυτό το παιδί για να το προστατέψει. Πώς ήταν δυνατόν να θρηνείς τόσο πολύ κάποιον που πέθανε πριν από σένα, αναρωτιόταν, και αυτή η ερώτηση του έφερνε ζάλη. Ένιωθε να πλανιέται το φάντασμα του παιδιού και ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι ένα φάντασμα θα μπορούσε να έχει τόσο μεγάλο βάρος. Απευθύνθηκε νοητά στο χαμένο παιδί: «Τέτοια επιρροή ένας ανάπηρος… Εσύ είσαι ο μάγος». Του μιλούσε συχνά βαθιά μέσα του.

Επανασυνδεόταν και με το παιδί, βαθιά μέσα του, λες και είχε λείψει. Και πάλι, του μιλούσε για τις μυστικές αντιστοιχίες της φύσης, και πάλι για τους μυστικούς σχηματισμούς του βουνού, για τα αγριογούρουνα δίπλα στις λίμνες και τις σαρανταποδαρούσες κάτω από τις πέτρες. Ξανάβρισκε τον τόπο του, και ο τόπος του ήταν ο εξαφανισμένος του αδελφός. Ήταν τέσσερις, στην ουσία, οι γονείς, εκείνος, το παιδί -και ποιος θα μπορούσε να τον κρίνει.
Πριν από εκείνον, υπήρχαν μόνο οι μεγαλύτεροι. Ζωντανοί ή νεκροί, ήταν μεγαλύτεροι. Εκείνος ήταν ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας…
Ένα υπέροχο και φωτεινό βιβλίο για τον άρρηκτο δεσμό ανάμεσα στ΄ αδέλφια, την αμφιθυμία απέναντι στη διαφορετικότητα και την ανεξάντλητη ικανότητα του ανθρώπου για προσαρμογή.
Ένα ποιητικό, τρυφερό και λεπταίσθητο βιβλίο.
Πρόκειται για Αριστούργημα.


Η ΚΛΑΡΑ ΝΤΙΠΟΝ-ΜΟΝΟ (1973) είναι Γαλλίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας. Εργάστηκε στα περιοδικά Cosmopolitan και Marianne, στον ραδιοφωνικό σταθμό RTL και στην τηλεόραση (Canal+ και France Inter). Έχει γράψει εφτά μυθιστορήματα. «Η προσαρμογή» τιμήθηκε με τα Βραβεία Femina, Goncourt des Lycéens, Landerneau des Lecteurs, Choix Goncourt de l’Orient και Choix Goncourt du Japon.