Συγγραφέας του βιβλίου «Η δικιά μας Ελένη» – Εκδοτική Αθηνών

Τις προσωπικές του απόψεις για την ποίηση καταθέτει στο δοκίμιο «Η δικιά μας Ελένη» ο Κώστας Βούλγαρης. Πρόκειται για το αποτέλεσμα της 25χρονης ενασχόλησής του με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση και την κριτική ματιά που την προσέγγισε. Όπως λέει στο Vivlio-life ο συγγραφέας «Οι απόψεις μου είναι μεν προσωπικές, και αναλαμβάνω ακέραια την ευθύνη, όμως διαμορφώθηκαν σε στενή συνάφεια, βεβαίως και αλληλεπίδραση με τους ποιητές και τα ποιήματά τους». «Το βιβλίο μου δίνει μια ευκαιρία στον καθένα, να γευθεί φρέσκα ποιήματα, αλλά και φρέσκες εικόνες, ακόμα για τα παλαιότερα ποιήματα, που νομίζει πως τα γνωρίζει, γιατί κάθε νέο ποίημα, αν είναι όντως ποίημα, αλλάζει, ανεπαίσθητα ή δραματικά, την όλη εικόνα της νεοελληνικής ποίησης, από τον Σολωμό μέχρι τις μέρες μας».

  • «Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης», είναι ο υπότιτλος του βιβλίου σας. Ας αναλύσουμε τη λέξη “ψηφίδες” –που σημαίνει μικρό κομμάτι πέτρας- και την έννοια που της δώσατε στο εξώφυλλό σας.
    Πετραδάκια, ψηφίδες από τις οποίες αποτελείται η σύγχρονη ποίηση, δηλαδή ποιήματα, ποιητές και ποιήτριες. Ψηφίδες που συνθέτουν το πρόσωπό της. Ή, διαφορετικές όψεις του προσώπου της, από διαφορετική γωνία κάθε φορά. Ή, ακόμα, και τα διαφορετικά πρόσωπά της, τα οποία συνθέτουν οι επιμέρους ψηφίδες.
  • Χαρακτηρίζετε το βιβλίο σας «Δοκίμιο». Επομένως καταπιαστήκατε μ’ ένα θέμα για να καταθέσετε τις προσωπικές σας απόψεις. Ποια εσωτερική ανάγκη σας οδήγησε στη συγγραφή του;
    Το βιβλίο είναι δοκίμιο, όπως λέμε δοκιμή και όπως λέμε δισταγμός. Είναι δε αποτέλεσμα συνεχούς και αδιάλειπτης ενασχόλησης, με τη σύγχρονη ποίηση, τις προϋποθέσεις της, τα προτάγματά της, επί 25 συναπτά έτη. Μαζί πορευθήκαμε με τους σύγχρονους ποιητές, ο καθένας στον ρόλο του. Με αυτή την έννοια, οι απόψεις μου είναι μεν προσωπικές, και αναλαμβάνω ακέραια την ευθύνη, όμως διαμορφώθηκαν σε στενή συνάφεια, βεβαίως και αλληλεπίδραση με τους ποιητές και τα ποιήματά τους. Η αναγκαιότητα και ο ρόλος της κριτικής είναι εκ των ων ουκ άνευ στοιχείων της ποιητικής και της εν γένει καλλιτεχνικής συνθήκης. Αν δεν το έγραφα εγώ, ένα τέτοιο βιβλίο, κάποιος άλλος θα το έκανε. Αλλιώς δε υφίσταται ποιητική συνθήκη. Δεν υπάρχει Σολωμός, χωρίς τον Πολυλά.
  • Σε ποια ασαφή στοιχεία της λογοτεχνίας–μιας και μιλάμε για δοκίμιο– θέλατε να στρέψετε το ενδιαφέρον τον αναγνώστη;
    Καθόλου ασαφή δεν είναι τα αισθητικά στοιχεία, τα οποία καθιστούν ένα ποίημα έργο τέχνης, που αντί για το επίπεδο του στιχουργήματος το εντάσσουν στο επίπεδο του ποιήματος. Τα κριτήρια αφορούν την μορφή, δηλαδή την ποιητική γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο ένα ποίημα. Τον απολύτως ιδιαίτερο τρόπο του, την ιδιοφωνία του. Η ποιητική γλώσσα έχει βεβαίως μια απολύτως προσδιορισμένη ιστορικότητα, όπως φυσικά και η αισθητική θεωρία της ποίησης. Με όλα αυτά, νομίζω ότι τα στοιχεία που καθιστούν ένα ποίημα όντως ποίημα, δηλαδή έργο τέχνης, δεν είναι καθόλου ασαφή – άλλωστε, έχουν γραφεί χιλιάδες τόμοι λογοτεχνικής και αισθητικής θεωρίας και άλλοι τόσοι τόμοι κριτικής της ποίησης. Μήπως όμως ο αναγνώστης οφείλει να τα γνωρίζει όλα αυτά, ώστε να απολαύσει ένα ποίημα; Όχι όλα βέβαια, όμως χρειάζεται μια στοιχειώδης εξοικείωση, με τη γλώσσα της ποίησης και τη θεωρία της. Και τότε, θα επικοινωνήσει με τον ρυθμό του κόσμου που φέρουν σε πρώτο πλάνο τα σύγχρονα ποιήματα, θα έχει δηλαδή τη δυνατότητα να δει διαφορετικά τον κόσμο και τη ζωή. Τι άλλο αποζητά κανείς από την τέχνη;
  • Σπουδαίοι Έλληνες ποιητές μονοπωλούν τη σκέψη σας. Τελικά υπάρχει απάντηση στα ερωτήματα που ο ίδιος θέσατε; Ποιοι είναι οι ποιητές και ποιοι οι ποιηματογράφοι: Ποια η διαφορά τους;
    Οι ποιητές, ο κάθε ποιητής έχει μια δικιά του ποιητική γλώσσα. Ο ποιηματογράφος όχι, ακόμα και αν γράφει αξιοπρεπή ποιήματα. Ποιοι είναι οι μεν και ποιοι οι δε; Γνωρίζω πολύ καλά τι είναι ο καθένας απ’ όσους γράφουν ποιήματα. Το γνωρίζει βέβαια και ο καθένας τους…
  • «Το ανά χείρας βιβλίο ενσωματώνει στιγμές και κείμενα μια ολόκληρης διαδρομής», γράφετε. Δώστε μας τις πιο σημαντικές στάσεις αυτής της διαδρομής.
    Ο ρυθμός του κόσμου αλλάζει δραματικά μετά το 1989, όταν δηλαδή εκπίπτει η βεβαιότητα της αέναης και απρόσκοπτης διαδρομής της έννοιας και της ιδεολογίας της προόδου. Αυτή την αλλαγή τη βρίσκω αρχικά στην ποίηση του Ηλία Λάγιου, και στη συνέχεια σε αυτήν του Γιώργου Μπλάνα, του Ευγένιου Αρανίτση, της Μαρίας Κούρση… Όλα αυτά τα χρόνια, και όλα αυτά τα ποιήματα που έχουν γραφεί και γράφονται, όπως και ο τρόπος που εγώ τα διάβασα και τα διαβάζω, αλλά και ο τρόπος που οι ποιητές διάβασαν και διαβάζουν τα κείμενά μου για αυτούς, συνθέτουν μια ολόκληρη διαδρομή, διόλου απρόσκοπτη…
  • Με μια πρώτη ματιά στα περιεχόμενα του βιβλίου σας, ο αναγνώστης παρατηρεί πως το όνομα Ελένη υπάρχει σε κάθε κεφάλαιο. Σίγουρα με κάποια απ’ όλες τις ηρωίδες σας θα ταυτιστούμε. Έτσι προέκυψε ο τίτλος σας «Η δικιά μας Ελένη»;
    Πολύ ωραία ερώτηση. Γιατί η Ελένη δεν είναι μία και απαράλλαχτη μέσα στο χρόνο. Άλλη είναι η Ελένη του Ομήρου, άλλη αυτή του Δάλλα ή του Ροζάνη. Και ναι, σίγουρα με κάποιο απ’ όλα τα πρόσωπα της Ελένης θα ταυτιστεί ο κάθε αναγνώστης. Η δικιά μας Ελένη, λοιπόν, είναι όλες αυτές, όλα τα πρόσωπα και τα προσωπεία της.
  • Τι εκπροσωπεί η «Ελένη» για εσάς;
    Ο καθένας και η καθεμιά, υποθέτω κι εγώ, θα ήθελε να είναι η Ελένη… Όμως γνωρίζει ότι αυτό είναι αδύνατον. Κι έτσι ζει με μια εκδοχή, με μια εικόνα της Ελένης, γιατί δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτήν. Υπάρχει ζωή χωρίς ποίηση, χωρίς τέχνη;
  • Αν σας ζητούσα να μας πείτε ποια είναι η δικιά σας Ελένη, ποιο πρόσωπο θα επιλέγατε ανάμεσα σ’ αυτά που μας δώσατε μέσα από το δοκίμιό σας;
    Η απόξενη, που είναι η Ελένη του Διονύσιου Σολωμού και της Μαρίας Κούρση.
  • Στο οπισθόφυλλο έχετε τους τίτλους «Η τέχνη» – «Περί ύψους» – «Ελένη». Στο πρώτο κειμενάκι διαβάζω «Ο Παρθενώνας το αποδεικνύει: η τέχνη είναι μπαρουταποθήκη…». Εξηγείστε μας τις λέξεις που έχω κλείσει σε εισαγωγικά.
    Πρόκειται για στίχους του Νικολάου Κάλας. Που φτιάχνουν μια ολόκληρη αφήγηση, αξιοποιώντας την ιστορική περιπέτεια του Παρθενώνα, του πιο εμβληματικού συμβόλου της υψηλής τέχνης. Ο Παρθενώνας λοιπόν πολιορκήθηκε άπειρες φορές, βομβαρδίστηκε από τον Μοροζίνι, αποτέλεσε φρούριο, μαζί και πυριτιδαποθήκη, τόσο των Οθωμανών όσο και των Ελλήνων στην Επανάσταση, αλλά και οχυρό των Βρετανών στα Δεκεμβριανά, κλπ. Διακινδύνεψε δηλαδή, όπως διακινδύνευση είναι η ενασχόληση με την τέχνη, είτε κάποιος κάνει τέχνη, και την πολιορκεί ώστε να του ενδώσει και να εγκατασταθεί στα δώματά της, είτε ως αναγνώστης πάλι την πολιορκεί, ώστε να του χαρίσει τουλάχιστον ένα χαμόγελό της, κι ας του στοιχήσει ακριβά…
  • «Έκαστος σιτίζεται κατά την εικόνα αυτού και κατά την ιδέαν αυτού», γράφετε λίγο πριν το τέλος. Τι θέλετε να εισπράξουμε από την πρότασή σας λίγο πριν την «απόξενη» και τον επίλογο;
    Εγώ τρομάζω στην ιδέα, να τελευτήσω τον βίο μου χωρίς να έχω αντιληφθεί, και γευθεί, την τέχνη της εποχής μου, τη σύγχρονη τέχνη, την ποίηση της εποχής μου, και πρώτα απ’ όλα αυτή που γράφεται στην οικεία μου, ελληνική γλώσσα. Και επιπλέον, να μην έχω μια σύγχρονη εικόνα για όλη την νεοελληνική ποίηση, από τον Σολωμό μέχρι σήμερα. Θα είναι σαν η ζωή μου να πέρασε μάταια, σαν να τράφηκα, μια ζωή, με μπαγιάτικα και ληγμένα. Το βιβλίο μου δίνει μια ευκαιρία στον καθένα, να γευθεί φρέσκα ποιήματα, αλλά και φρέσκες εικόνες, ακόμα για τα παλαιότερα ποιήματα, που νομίζει πως τα γνωρίζει, γιατί κάθε νέο ποίημα, αν είναι όντως ποίημα, αλλάζει, ανεπαίσθητα ή δραματικά, την όλη εικόνα της νεοελληνικής ποίησης, από τον Σολωμό μέχρι τις μέρες μας.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
«Η τέχνη» φτιάχτηκε από αγάπη και μίσος, από ηδονή, από πόνο, οι εκπλήξεις της είναι ανατρεπτικές, το κωμικό της φρενιτώδες, το αίμα κυλά στη σκηνή, ζούμε σε ατμόσφαιρα εγκλήματος…
Ο Παρθενώνας το αποδεικνύει: η τέχνη είναι μπαρουταποθήκη…
«Περί ύψους» Ο ιταλός πυροτεχνουργός έχει εγκαταστήσει το λιτό κι’ απέριττο, το φτωχικό εργαστήριό του, επί της κορυφής του αττικού λόφου…
Αυτή η ιστορία του Ιταλού είναι κι’ η ιστορία η δικιά μας, Ελένη. Δεν είμαι εγώ ο πυροτεχνουργός; Τα ποιήματα μου…
«Ελένη» είναι ο τρόπος / να περιπατής στο άγριο δάσος / να μην φοβάσαι τον λύκο, / τ’ αγκάθια να μην σε τρυπάνε / ν’ ακολουθής στο τρέξιμο / το πιο γοργό ζαρκάδι, / να το προφταίνης / να το κυττάς κατάματα, / στα μάτια της Ελένης…

Βιογραφικό
Ο Κώστας Βούλγαρης γεννήθηκε το 1958. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας και επιμελητής εκδόσεων. Είναι υπεύθυνος του ενθέτου για το βιβλίο «Αναγνώσεις», της Κυριακάτικης Αυγής. Έχει γράψει δοκίμια και πεζά και έχει επιμεληθεί τη σειρά «Εκ νέου» (τομίδια 1-16, 1999-2004) των εκδόσεων Γαβριηλίδη.