Συγγραφέας του βιβλίου «ΤΡΙΑ» – Εκδόσεις «Συρτάρι»

Ήταν άνοιξη του 2019, όταν ζητήθηκε από τον Μάνο Λαμπράκη να γράψει ένα θεατρικό κείμενο για τον Αδριανό, το οποίο θα παρουσιαζόταν σκηνοθετημένο το καλοκαίρι στην Ύδρα. Κάπως έτσι γράφτηκαν οι «Αδριανού και Αντίνοου Επιστολές» και μάλιστα σε δυο βράδια. Όπως λέει στο Vivlio-life ο θεατρικός συγγραφέας, η ιδέα ήταν να παρουσιαστούν «φανταστικά» σπαράγματα δυο χαμένων επιστολών που να καταγράφουν αυτόν τον αυτοκρατορικό έρωτα. «Το θέατρο πάνω από όλα είναι μια τελετουργία του λόγου. Όλα ξεκινούν από το λόγο – το κείμενο- κι ύστερα το μεγάλο ζητούμενο είναι πως ο λόγος, που είναι καταγραφή λέξεων σε ένα χαρτί θα γίνει ζωντανός λόγος που θα απευθύνεται δια ζώσης σε ένα κοινό που παρακολουθεί μια θεατρική παράσταση».

«Θυμάμαι! Θυμάμαι! Τα όργανά μου αντηχούν τη φωνή σας εκ βαθέων. Τρία πράγματα μας αποτελούν. Το σώμα, η πνοή κι ο νους». Πώς καταλήξατε σ’ αυτή την επιλογή οπισθόφυλλου;
Η ιδέα της έκδοσης σε έναν μικρό τόμο των «αρχαιόθεμων» κειμένων αυτών ανήκει στον καθηγητή Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδας κ. Νίκο Μαθιουδάκη, ο οποίος επιμελήθηκε στο σύνολο της την εκδοτική διαδικασία με την ουσιαστική συμπαράσταση των ανθρώπων του δημιουργικού τμήματος των εκδόσεων «συρτάρι» και ιδιαίτερα του εκδότη – συγγραφέα Πάνου Αντωνόπουλου.

«Αδριανού και Αντίνοου Επιστολές». Πότε και πού γράφτηκαν αυτές οι ποιητικές επιστολές;
Την άνοιξη του 2019 μου τηλεφώνησε ο κ. Βασίλης Μπούτος, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Animart, και με ρώτησε αν θα με ενδιέφερε να γράψω ένα κείμενο για τον Αδριανό για να παρουσιαστεί το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς στην Ύδρα, στην οικία του ζωγράφου Αλέξη Βερούκα, σε σκηνοθετική επιμέλεια του Γιάννη Σκουρλέτη της bijoux de kant. Οι επιστολές γράφτηκαν μέσα σε δυο βράδια. Η ιδέα ήταν να παρουσιαστούν «φανταστικά» σπαράγματα δυο χαμένων επιστολών που να καταγράφουν αυτόν τον αυτοκρατορικό έρωτα.

Μιλήστε μας για τον μύθο της αγάπης του Αδριανού με τον Αντίνοο και πόσο ενδιαφέρον ήταν για σας να τον παρουσιάσετε ως θεατρικό κείμενο.
Δεν ξέρουμε βέβαια ακριβώς αν πρόκειται για κάποιον «μύθο» ή αν αυτό που ονομάζετε «αγάπη» είναι μια ιστορική βιογραφική καταγραφή. Από τον ιστορικό Δίωνα τον Κάσσιο μέχρι την περίφημη μυθοπλασία της Γιουρσενάρ, τον Πεσσόα (και στην ελληνική εκδοτική παραγωγή στο βιβλίο της Σόνιας Ζαχαράτου «τα νερά στα μάτια σου») οι αφηγήσεις είναι πολύ αποσπασματικές και αντιφατικές. Σίγουρα το κάλλος του Αντίνοου, αν κρίνουμε από το πλήθος των αρχαιολογικών τεκμηρίων οδήγησε τον αυτοκράτορα Αδριανό στην θεοποίηση του 29χρονου Έλληνα στρατιώτη του από τη Βιθυνία, ο οποίος πνίγηκε στα νερά του Νείλου.

Ποιο σημείο των επιστολών σας έκανε να σκύψετε πάνω του με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προσοχή και θα θέλατε να εστιάσουμε την προσοχή μας;
Αυτό που με ενδιέφερε πολύ κατά την διάρκεια της συγγραφής αυτών των δυο κειμένων ήταν η γλώσσα. Ότι έπρεπε να φανταστώ και να κατασκευάσω μια γλώσσα όχι σύγχρονη μου άλλα μια γλώσσα τυπικά άχρονη ωστόσο συγκεκριμένη, όχημα της οποίας θα ήταν η καταγραφή της ερωτικής επιθυμίας δυο αντρών -μάλιστα ανάμεσα σε ένα Ρωμαίο Αυτοκράτορα κι έναν στρατιώτη του- που ερωτεύτηκαν λίγα χρόνια πριν από την ίδρυση της χριστιανικής θρησκείας.

Το κείμενο «Pferdetanz / χορός των αλόγων» που συμπεριλάβατε στην έκδοση παρουσιάστηκε σε μορφή θεατρικού αναλογίου στη Μυτιλήνη, στο «Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν» και στους Δελφούς. Πότε γράφτηκε και ποια εποχή πραγματεύεται;
Ήταν μια παραγγελία από το Φεστιβάλ «Πολιτιστικές διαδρομές στο Βόρειο Αιγαίο» που παρουσιάστηκε στην Σκάλα Ερεσσού στη Μυτιλήνη τον Αύγουστο του 2010, μαζί με τα κείμενα άλλων έξι σύγχρονων Ελλήνων δραματουργών. Το θέμα του είναι κι αυτό «φανταστικό». Μεταβαίνει στην Μυτιλήνη με τους στρατιώτες του ο Αχιλλέας προκειμένου να παγιδεύσει και να μεταφέρει στην Τροία για να θυσιαστούν στην ταφική πυρά του συντρόφου του Πατρόκλου, δυο μυθικά «φανταστικά» άλογα που ζουν ελεύθερα στο πετρωμένο δάσος της Μυτιλήνης.

Ανάλογη πορεία είχε και το κείμενο «Ο γαρ Έρως ως Ύδωρ» που γράφτηκε ειδικά τη διοργάνωση της «ΑΝΙΜΑΡΤ 2019» και παρουσιάστηκε στην Ύδρα. Πώς το υποδέχτηκαν εκείνοι που είχαν τη χαρά να το παρακολουθήσουν;
Νομίζω με μεγάλη συγκίνηση κι έκπληξη. Ήταν μια πολύ αποκαλυπτική βραδιά στην φιλόξενη αυλή του συγκλονιστικού σπιτιού του ζωγράφου Αλέξη Βερούκα. Το κείμενο διάβασε με μεγάλη ενάργεια κι ευαισθησία ο ηθοποιός Βασίλης Μίχας.

Σπουδάσατε και μετεκπαιδευτήκατε στην Αρχαιολογία και στην Πολιτιστική Διαχείριση. Πίσω από τα θεατρικά σας κείμενα κρύβεται η επιθυμία αναζήτησης εννοιών που κρύβονται σε κείμενα άλλων εποχών;
Επειδή το έργο μου που έχει παρουσιαστεί είναι μικρό σε όγκο και κυρίως τα κείμενα που αναφερόμαστε εδώ ήταν καλλιτεχνικές αναθέσεις, οι οποίες με ενδιαφέρουν πάντα ιδιαιτέρως, τυγχάνει να περιλαμβάνουν μια ιστορική και φιλολογική θεματολογία που υπήρξε μέρος των σπουδών μου…

Πώς μπορεί ένα θεατρικό κείμενο να γίνει περισσότερο γοητευτικό σ’ ένα θεατή; Είναι μόνο η σκηνοθεσία και οι συντελεστές που το πλαισιώνουν ο πιο σημαντικός παράγοντας;
Πιστεύω πως το θέατρο πάνω από όλα είναι μια τελετουργία του λόγου. Όλα ξεκινούν από το λόγο – το κείμενο- κι ύστερα το μεγάλο ζητούμενο είναι πως ο λόγος, που είναι καταγραφή λέξεων σε ένα χαρτί θα γίνει ζωντανός λόγος που θα απευθύνεται δια ζώσης σε ένα κοινό που παρακολουθεί μια θεατρική παράσταση.

Το πρώτο σας θεατρικό κείμενο εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 11ηBiennale νέων καλλιτεχνών της Μεσογείου. Τι σας έμεινε από αυτή την εμπειρία;
“HappyBirthday” σε σκηνοθεσία του Γιάννη Παρασκευόπουλου με το θίασο των «Νέων Μορφών» από τη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του 2003. Ήταν μια πολύ σημαντική στιγμή για έναν πρωτοεμφανιζόμενο δραματουργό να επιλεχθεί το έργο του να εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε έναν τέτοιο καλλιτεχνικό Ευρωπαϊκό θεσμό. Ήταν μια εξαιρετική συνάντηση και με τους καλλιτέχνες των «Νέων Μορφών» από τη Θεσσαλονίκη και με νέους καλλιτέχνες από την Μεσόγειο.

Puerto Grande. Μιλήστε μας για το έργο σας που απέσπασε το Βραβείο Σκηνοθεσίας Νεοελληνικού Έργου Κάρολος Κουν.
Πρόκειται για μια μεταγραφή πάνω στον «Βόυτσεκ» του Γκέοργκ Μπύχνερ που γράφτηκε σε μια πολύ κομβική στιγμή της ζωής μου την Άνοιξη του 2005 στο Βερολίνο. Είχε την τύχη αυτό το κείμενο να έρθει στα «αστροφυσικά» χέρια της Ρούλας Πατεράκη από τη φίλη μου ηθοποιό τη Δώρα Στυλιανέση, η οποία αφού πρώτα το παρουσίασε ως θεατρικό αναλόγιο τον ίδιο χρόνο, τον Απρίλιο του 2009 παρουσιάστηκε από την ίδια και τον θίασο της στον «Ιστορικό Χώρο Μνήμης», στα υπόγεια της Κομμανταντούρ, στην πλατεία Κοραή. Την ίδια χρονιά απονεμήθηκε στην Ρούλα Πατεράκη το «Βραβείο Σκηνοθεσίας Νεοελληνικού Έργου Κάρολος Κουν». Εγώ υπήρξα υποψήφιος για το «Βραβείο Νεοελληνικού Έργου Κάρολος Κουν», μια υποψηφιότητα την οποία θεώρησα πολύ «πρόωρη» για έναν συγγραφέα με δυο μόνο έργα στο ενεργητικό του και την οποία ευγενικά είχα αρνηθεί με επιστολή μου προς τα μέλη της Επιτροπής.

Ο Λευτέρης Βογιατζής του οποίου υπήρξατε καλλιτεχνικός συνεργάτης και του αφιερώνετε αυτό το τελευταίο σας βιβλίο είχε πει «δεν μπορεί ν’ αλλάξει τίποτα σε αυτήν τη χώρα. Είναι συνηθισμένος ο πυρήνας των ανθρώπων σε λειτουργίες συμφεροντολογικές. Είναι διχασμένοι άνθρωποι…». Πόσο σύμφωνο σας βρίσκουν τα λόγια του;
Καθώς περνούν τα χρόνια της φυσικής απουσίας του Λευτέρη Βογιατζή, τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ των τρόπο με τον οποίο εισέβαλε στη ζωή μας κι όλα εκείνα τα υλικά τα οποία τον κάνουν όχι μονάχα αναντικατάστατο αλλά και με έναν τρόπο «μετα-φυσικό».

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Θυμάμαι!

Θυμάμαι!

Τα όργανά μου αντηχούν τη φωνή σας εκ βαθέων. Τρία πράγματα μάς
αποτελούν

Το σώμα, η πνοή κι ο νους.

Βιογραφικό
Ο Μάνος Λαμπράκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε και μετεκπαιδεύτηκε στην Αρχαιολογία και στην Πολιτιστική Διαχείριση. Είναι δραματουργός, θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής.