Συγγραφέας του βιβλίου Ο κύριος Μ. – Εκδόσεις Αρμός
«Στη λογοτεχνία, τα πάντα επιτρέπονται και το συγκεκριμένο βιβλίο είναι λογοτεχνία και όχι δημοσιογραφία, ούτε ρεπορτάζ. Κατά συνέπεια, μπορείτε να σκεφτείτε ό,τι θέλετε», μας λέει η Μάρω Λεονάρδου καθώς μας συστήνει τον κύριο Μ. Ποιος είναι ο ήρωάς της, που γέρος πια, μας αφηγείται τη ζωή του; Ο καθένας μας ας σκεφτεί ό, τι θέλει και όποιον θέλει. Στη συνομιλία μας για το Vivlio-life μιλήσαμε για δημοσιογραφία όπως την έζησε στη δεκαετία του ’90, τότε που το παιδικό της όνειρο να πει μια μέρα τις ειδήσεις, έγινε πραγματικότητα, για τηλεόραση και φυσικά για τη συγγραφή. Όπως λέει «Πρόθεσή μου ήταν να γράψω ένα μυθιστόρημα που κινείται στο χώρο της τηλεόρασης, έναν χώρο που ποτέ δεν ήταν αγγελικά πλασμένος, και στον οποίο ναι, υπήρχαν σκάνδαλα, υπήρχαν αδικίες, χρήμα που έρεε, ίντριγκες και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε».
- Για να προχωρήσουμε στην κουβέντα, κυρία Λεονάρδου, θα πρέπει συστηθούμε με τον ήρωά σας. Τον κύριο Μ με τα μπλε μάτια!
Ωραίος άντρας, ψηλός, (με μπλε μάτια), γύρω στα 50 +, πτυχιούχος Νομικής, που μπήκε από πολύ νωρίς στο χώρο της τηλεόρασης και της δημοσιογραφίας. Στα 24 εκφώνησε το πρώτο δελτίο ειδήσεων και στη συνέχεια έγινε κεντρικός παρουσιαστής. Πολύ αργότερα και καναλάρχης. Τρεις γάμοι, τρία παιδιά. Ορφανός από μικρή ηλικία, καθώς έχασε τους γονείς του σε τροχαίο, μεγάλωσε με συγγενείς στην Αθήνα, πέρασε όμως όλα του τα καλοκαίρια στο νησί του παππού του στα Κύθηρα, όπου είναι και το σημείο εκκίνησης του βιβλίου, όταν γέρος πια, αφηγείται τη ζωή του. - «Τα περισσότερα είναι επινοημένα, θα μπορούσαν ωστόσο να έχουν συμβεί και ακριβώς έτσι…», γράφετε αλλά όσοι βρεθήκαμε στο χώρο της δημοσιογραφίας σκεφτόμαστε πως έχουν συμβεί ακριβώς έτσι! Θα μας αφήσετε να το σκεφτόμαστε;
Στη λογοτεχνία, τα πάντα επιτρέπονται και το συγκεκριμένο βιβλίο είναι λογοτεχνία και όχι δημοσιογραφία, ούτε ρεπορτάζ. Κατά συνέπεια, μπορείτε να σκεφτείτε ό,τι θέλετε. Αυτή είναι και η μαγεία ενός μυθιστορήματος. Ποτέ ο αναγνώστης δεν μπορεί να ξέρει πού ξεκινά η αλήθεια και μέχρι πού φτάνει η επινόηση. Κι από την άλλη, ένας συγγραφέας πάντα πατά σε δικές του εμπειρίες, είτε βιωματικές, είτε φαντασιωτικές. Αν δεν έχει εμπειρίες φαντασιώσεις και βιώματα, τότε το μυθιστόρημα δεν είναι αληθοφανές και δεν πρόκειται να αγγίξει κανέναν αναγνώστη. - Όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται λέει η λαϊκή ρήση. Πιστεύετε πως κάποιοι… μυγιάστηκαν, έστω και αν είναι επινοημένοι οι ήρωές σας;
Επιμένετε σε κάτι που δεν υφίσταται. Αν ήθελα να γράψω σκανδαλοθηρικό βιβλίο θα το έκανα με άνεση, τεκμηριωμένα και τότε σίγουρα δεν θα το ονόμαζα μυθιστόρημα. Όμως πρόθεσή μου δεν ήταν να κάνω κουτσομπολίστικες αποκαλύψεις, ούτε να «δώσω» κανέναν, ούτε να βγάλω άπλυτα στη φόρα. Πρόθεσή μου ήταν να γράψω ένα μυθιστόρημα που κινείται στο χώρο της τηλεόρασης, έναν χώρο που ποτέ δεν ήταν αγγελικά πλασμένος, και στον οποίο ναι, υπήρχαν σκάνδαλα, υπήρχαν αδικίες, χρήμα που έρεε, ίντριγκες και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε. Δεν ξέρω, ούτε έχω υπόψιν μου αν μυγιάστηκε κάποιος, όπως το λέτε. - Δεκαετία του ’90. Η ιδιωτική τηλεόραση εισβάλλει στη ζωή μας κι εσείς γίνεστε ένα από τα πρόσωπα που μας καλησπερίζουν στις ειδήσεις. Ποιο τίτλο θα βάζατε σ’ εκείνη την πρώτη μέρα που μπήκατε στα σπίτια μας;
«Επιτέλους, τα κατάφερα! Το παιδικό όνειρο να πω μια μέρα τις ειδήσεις, επιτέλους γίνεται πραγματικότητα». Αυτό ήταν άλλωστε και το μόνο που σκεφτόμουν εκείνη την πρώτη μέρα, με τεράστια χαρά και ενθουσιασμό. Ήμουν επίσης (σαν τον ήρωα του βιβλίου), μόνο 24 ετών. - Χρήμα, Ματαιοδοξία, Τύχη, Έμπνευση, Γονίδιο. Είναι τα ξωτικά «που κινούν τα νήματα και ας σταθούμε στο Γονίδιο και τη σκέψη σας πίσω από τον όρο της βιολογίας.
Πίσω από τη σκέψη μου, υπάρχει ένα βιβλίο που διάβαζα εκείνη την εποχή και κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε όλοι μας να διαβάσουμε κάποια στιγμή. Λέγεται «το εγωιστικό γονίδιο», του Richard Dawkins, ένα επικό βιβλίο το οποίο παρουσιάζει τον έμβιο κόσμο από την άποψη των γονιδίων, ως μονάδες φυσικής επιλογής. Λέει δηλαδή, μεταξύ άλλων, και το αναπαράγω πολύ απλοϊκά, ότι οι άνθρωποι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μηχανές επιβίωσης γονιδίων, τα οποία μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Είναι και αυτό μια άποψη, που όταν πρωτοεκδόθηκε το 1976, προκάλεσε ενθουσιασμό μεταξύ των βιολόγων και του κοινού. - Ποιο από τα παραπάνω «ξωτικά» θεωρείτε πιο επικίνδυνο και θα συμβουλεύατε να μείνει μακριά του, ένα νέο παιδί που μπαίνει τώρα στη δημοσιογραφία;
Τι θα πει «επικίνδυνο»; Δεν σας καταλαβαίνω. Ξέρετε, η δημοσιογραφία, τα βιβλία, ή και η ζωή αν θέλετε γενικότερα δεν είναι κατηχητικό. Προσωπικά, δεν θα συμβούλευα τίποτα και κανέναν. Όλα τα επαγγέλματα έχουν τους κανόνες τους και η δημοσιογραφία επίσης. Καταρχήν, δεν μ’ αρέσει ο όρος «παιδί». Παιδιά είμαστε κάτω των 18, μετά είμαστε ενήλικες. Άρα κανένα «παιδί» δεν εισέρχεται στο χώρο της δημοσιογραφίας, ή οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα. Από τη στιγμή που επιλέγει, οφείλει να μάθει τους κανόνες. Ανυποψίαστος δεν είναι κανείς. Τι θα ακολουθήσει και τι δεν θα ακολουθήσει, ανάλογα με τις φιλοδοξίες και τώρα πλέον τις οικονομικές του ανάγκες για την επιβίωση (που σήμερα πλέον είναι ο πιο καθοριστικός παράγων σε όλες τις δουλειές), είναι προσωπικό του θέμα. Όσο για τα συγκεκριμένα «ξωτικά», όχι χωρίς ματαιοδοξία, έμπνευση, χρήμα και τύχη, δεν θα πας μακριά. Και τα έβαλα με τη σειρά που πιστεύω ότι ισχύει. Κατά τη γνώμη μου πάντα. - «… για να επιβιώσει οποιοδήποτε μέσο ενημέρωσης στην Ελλάδα οφείλει να τα έχει καλά με το κυβερνόν κόμμα, αλλιώς δεν υπάρχει ελπίδα να πάρει κρατική διαφήμιση ή χρηματοδότηση». Το έκανε και Ο κύριος Μ. όταν έγινε καναλάρχης. Υπάρχει ελπίδα να σταματήσει κάποτε αυτό το αλισβερίσι στα ελληνικά Μ.Μ.Ε.;
Πολιτική και δημοσιογραφία πάνε μαζί. Κι αν θέλετε τη γνώμη μου, που σχηματίστηκε μετά από 33 χρόνια συνολικά στο χώρο, δεν υπάρχει ανεξάρτητη δημοσιογραφία, από τη στιγμή που το ρεπορτάζ βασίζεται σε «πηγές», όπως δεν υπάρχουν πολιτικοί (ανεξαρτήτως ιδεολογίας) που δεν εξαρτώνται από οικονομικά συμφέροντα. Σκεφτείτε μόνο το κόστος μιας προεκλογικής εκστρατείας, της έκδοσης μιας εφημερίδας, ή ενός site, δεν συζητάμε για το κόστος λειτουργίας ενός καναλιού. Από τη στιγμή που υπάρχουν σπόνσορες, χορηγοί και χρηματοδότες, πώς μπορεί να σταματήσει κάτι τέτοιο; Kαι επιτρέψτε μου, δεν πρόκειται μόνο για τα ελληνικά ΜΜΕ. Σε όλον τον κόσμο έτσι γίνεται. Απλά εδώ είμαστε μια μικρή χώρα, όπου όλα φαίνονται πιο κραυγαλέα, κατά συνέπεια νομίζουμε ότι πρόκειται για ελληνικό φαινόμενο. Χωρίς κρατική διαφήμιση, τα ελληνικά μέσα δεν επιβιώνουν οικονομικά. Κι αυτό είναι γνωστό χρόνια τώρα, δεν περιμένατε εμένα να σας το πω. - «Ποιο είναι άραγε το νόημα της ζωής; Πόσοι άνθρωποι δεν το έχουν αναζητήσει στον έρωτα, τη δημιουργία, τα χρήματα ή τα ταξίδια;» γράφετε. Εσείς το έχετε βρει; Και αν, ναι, το βρήκατε σε κάτι από τα παραπάνω;
Το νόημα της ζωής είναι κάτι πολύ προσωπικό για τον καθένα, και ελάχιστα σταθερό, γιατί μεταβάλλεται, αλλάζει και εξελίσσεται ανάλογα τις εμπειρίες και την ηλικία. Ναι, προσωπικά θεωρώ πως είμαι τυχερή γιατί κατά καιρούς το βρήκα σε όλα αυτά που αναφέρατε, εκτός από τα χρήματα, που δεν ήταν ποτέ το ζητούμενό μου, προέρχομαι από μια μικρομεσαία οικογένεια, που πάντα εργαζόταν για να μπορεί να ζει με τα απαραίτητα. Τα παραπάνω, δεν με συγκίνησαν ποτέ. Μπορώ να σας πω ότι για μένα το μεγαλύτερο νόημα της ζωής κρύβεται στα βιβλία, που είναι και το μεγάλο μου πάθος. Εκεί είναι διαχρονικά γραμμένες όλες οι αλήθειες, είναι συσσωρευμένες οι γνώσεις, τα «ταξίδια» και οι εμπειρίες ανθρώπων που έζησαν πολύ πριν από εμάς. Γι αυτό και θεωρώ τυχερό τον εαυτό μου ότι μπορώ και έχω την πολυτέλεια να διαβάζω και διαβάζω πάρα πολύ. - Ο Δημήτρης Αγαπάκης είναι συγγραφέας ο οποίος «περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του με τις ιστορίες και τους ψεύτικους ήρωές του…». Λένε πως το «παθαίνουν» όλοι οι συγγραφείς. Εσείς με ποιον από τους ήρωες ή τις ηρωίδες σας περάσατε καλά γράφοντας;
Κάθε φορά που γράφω ένα βιβλίο, για όσο διάστημα το γράφω περνάω καλά παρέα με τους ήρωές μου. Μπορώ να σας πω ότι απ’ όλα μου τα βιβλία, η «αγαπημένη» μου ήταν η Ζαϊρα – Πλουμίνα Ζωγραφιά, ηρωίδα ενός παλιότερου βιβλίου μου, που πέρασε σχετικά στα ψηλά, με τίτλο «Καφές με Ζάχαρη», Εκδόσεις Κέδρος. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, ταυτίστηκα σε πολλά με τον κύριο Μ., άλλωστε το έχω ξαναπεί, το Μ. είναι το αρχικό του δικού μου ονόματος – Μάρω – με κάποιον τρόπο θα μπορούσε να είναι η αρσενική Μάρω, αλλά δεν μπορώ να πω ότι πέρασα και καλά μαζί του, ακριβώς λόγω αυτής της ταύτισης. - Συμφωνείτε με την Έμπυ, το ξωτικό που ενσαρκώνει την Έμπνευση στο μυθιστόρημά σας, πως οι συγγραφείς είναι τα πιο ματαιόδοξα πλάσματα σε αυτή τη Γη;
Φυσικά, και γι αυτό ακριβώς το γράφω. Είναι όμως μια διαφορετική ματαιοδοξία από αυτήν των δημοσιογράφων. Για τους συγγραφείς, είναι κάτι πιο βαθύ, αναζητούν μια αναγνώριση που έχει να κάνει με τους πνευματικούς τους ορίζοντες και τη γνώση που διαθέτουν, ακόμη και αν δεν τους ξέρει ο «αμόρφωτος» γείτονας. Για τους δημοσιογράφους, είναι πιο επιφανειακό, αρκεί να «ακούγεται» το όνομά τους, να τους αναγνωρίζουν στο δρόμο, και να βγάλουν πολλά χρήματα. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως, πρόκειται για ματαιοδοξία. - Ζήσατε τη δημοσιογραφία, μάλλον, στα καλύτερά της. Χωρίς κινητό τηλέφωνο, δίχως διαδίκτυο και μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά με δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι, πολλές εφημερίδες και ακόμη περισσότερα ενημερωτικά ραδιόφωνα. Σας λείπει εκείνη η δημοσιογραφία ή λέτε “ναι” στην εξέλιξη;
Λέω αδιαμφισβήτητα «ναι» στην εξέλιξη, δεν μ αρέσει να ωραιοποιώ το παρελθόν, γιατί όλα αυτά που περιγράφετε είχαν άλλα προβλήματα, που δεν υπάρχουν σήμερα. Επίσης, το κινητό τηλέφωνο, ή ο υπολογιστής είναι μόνον τα μέσα με τα οποία μεταφέρεται η πληροφορία. Την ποιότητα της πληροφορίας την καθορίζει το επίπεδο γνώσης κυρίως αυτού που την παράγει και αυτού που τη διακινεί.
Η σημερινή «φτώχεια» δεν οφείλεται στον τρόπο μετάδοσης των ειδήσεων (αν και σίγουρα παίζει ρόλο η ταχύτητα χωρίς τη δυνατότητα επαλήθευσης), αλλά στην πνευματική «φτώχεια», και την έλλειψη γνώσης όσων ασχολούνται στο χώρο. Είμαστε ένας αδιάβαστος λαός, και αυτό καθρεφτίζεται στα ΜΜΕ και τους πολιτικούς μας. Αν και οφείλω να πω, ότι κι αυτό σταδιακά βελτιώνεται και είναι ένα σημάδι «εξέλιξης».
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ένα ορφανό παιδί με καταγωγή από ένα ψαροχώρι των Κυθήρων, με τη βοήθεια πέντε ξωτικών, γίνεται δημοσιογράφος, παρουσιαστής ειδήσεων και καναλάρχης.
Δεν έχει όνομα, είναι ο κύριος Μ.
Η τηλεόραση και ο κόσμος της γίνονται ο καμβάς πάνω στον οποίο θα εξελιχθεί η μυθιστορηματική ζωή του. Και μέσα σ’ αυτό το σκηνικό, στήνουν χορό τα πέντε ξωτικά: το Χρήμα, η Ματαιοδοξία, η Τύχη, η Έμπνευση και το Γονίδιο. Ξωτικά που αποκτούν, όνομα, μορφή και ανθρώπινη υπόσταση, που κινούν τα νήματα και δημιουργούν καταστάσεις.
Τίποτα απ’ όσα περιγράφονται σ’ αυτό το βιβλίο δεν έχει συμβεί όπως περιγράφεται.
Τα περισσότερα είναι επινοημένα, θα μπορούσαν ωστόσο να έχουν συμβεί και ακριβώς έτσι.
Βιογραφικό
Η Μάρω Λεονάρδου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Γεννήθηκε στο Βελιγράδι της Σερβίας το 1965. Μεγάλωσε στην Αθήνα και το 1983 αποφοίτησε από το Μαράσλειο. Πτυχιούχος Γαλλικής Φιλολογίας (1987), εργάστηκε για 33 χρόνια (1984-2017) ως δημοσιογράφος στην τηλεόραση (ΑΝΤΕΝΝΑ – ΜΕΓΚΑ), εφημερίδες (ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ, ΕΒΔΟΜΗ, REAL NEWS) και ραδιόφωνο (ΕΡΑ 1, FLASH, REAL FM). Έχει γράψει 6 μυθιστορήματα. Τα τελευταία χρόνια εκπαιδεύεται ως ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια ομάδας και οικογένειας στο Ελληνικό Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Αναλυτικής Ψυχοθεραπείας (ΕΛ.ΕΚ.ΙΝ.)
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.