Γράφει: Ο Κώστας Τραχανάς

Το βιβλίο αυτό μας ταξιδεύει στην τόσο γνώριμη, αλλά και συγκινησιακά φορτισμένη σχέση μας με τη Μαμά, τη Μάνα, τη Μητέρα.
Η ματιά της συγγραφέα διεισδύει τρυφερά στην ψυχή της ενήλικης κόρης καθώς ξεδιπλώνει μνήμες από την παιδική της ηλικία, σκέψεις και συναισθήματα για τη μάνα της, αλλά και τον τρόπο που η ίδια έχει γίνει μητέρα και προσεγγίζει τα παιδιά της.
Οι ιστορίες της είναι μέσα από τη ζωή: η υπερπροστατευτική μάνα που μένει στο σπίτι χωρίς να εργάζεται και μαγειρεύει κάθε μέρα έχοντας συνεχώς στο νου της το παιδί, η μετανάστρια που αναρωτιέται αν μπορεί να θεωρείται μάνα αφού τα παιδιά της δεν είναι μαζί της, αλλά και μητρικές φιγούρες απόμακρες που αφήνουν το παιδί αφρόντιστο συναισθηματικά.


«Μαμά πεινάω!..» αυτή η τόσο γνώριμη επίκληση από τα μικρά μας χρόνια, αναδεικνύεται από τη συγγραφέα ως κομβικό σημείο στης σχέσης μάνας-παιδιού διανθισμένο με συνάξεις γύρω από το οικογενειακό τραπέζι και συνταγές μαγειρικής. Και αυτή η διαμεσολάβηση της σχέσης μέσα από την επιθυμία για τροφή συνεχίζεται και στην ενήλικη ζωή, με νέους κώδικες επικοινωνίας και ανταλλαγής συναισθημάτων ανάμεσά τους, μέσα από τις μητρικές οδηγίες προς τη θυγατέρα για το πώς θα φτιάξει τα κουλουράκια και τα τυροπιτάκια που αγαπά.
Πίσω όμως από την επίκληση για τροφή, κρύβεται συχνά μια πιο βαθιά: «Μαμά πεινάω για την αγκαλιά σου»… «αυτήν τη δεύτερη μήτρα», μας λέει η Μαρία Καμπάνταη, «μέσα στην οποία μπορούμε να βιώσουμε την υπέρτατη γυμνότητα». Όσοι δεν την έχουν γνωρίσει ψάχνουν να καλύψουν τη συναισθηματική τους πείνα με το φαγητό.


Αλλά και άλλες φράσεις βγαλμένες από μητρικά χείλη χαράζονται στην ψυχή μας: «Μαρία, συμμαζέψου!», «Μαρία ζακέτα να πάρεις». Η επιτακτική φωνή της μητέρας που προσπαθεί να βάλει σε τάξη την κόρη της, ακολουθεί τη θυγατέρα σε όλη της τη ζωή σαν αόρατη κλωστή…
Η συγγραφέας δεν παύει να θυμίζει ότι ο δεσμός της μητέρας με το παιδί της μοιράζεται πολλά με τη μαγειρική: όχι μόνο τα υλικά και τη διαδικασία του μετασχηματισμού τους σε μια μοναδική σύνθεση, αλλά και τον πειραματισμό, την αγωνία, τη χαρά και την απογοήτευση που είναι μέρος αυτής της διαδικασίας.
Μπορεί να μοιάζει και μαγειρική τέχνη ο δεσμός με το παιδί της. Έχει υλικά, διαδικασία, αγωνίες, απογοητεύσεις, αποτυχίες, «παραξενιές», αλλά και κατορθώματα. Ακόμη κι αν δεν ξέρεις ούτε ένα αβγό να βράσεις φτάνει να θέλεις να μάθεις και να είσαι εκεί, παραδίπλα. Με το παιδί σου ποτέ δεν είναι αργά, ακόμη κι αν δεν προλαβαίνεις αυτό να του το πεις. Τα αφηγήματα της ψυχής μας, όποτε κι αν γράφονται ή λέγονται, πάντα λυτρώνουν, πάντα συνδέουν. Και μέσα στη σχέση μητέρας -παιδιού όλα συνεξηγούνται.


Στο βιβλίο ακούγονται εξιστορήσεις από δυο φωνές, της μαμάς και του παιδιού, από τρεις γενιές και δυο ρόλους, σε μια φυσική αλληλουχία. Τις φωνές τους ενώνουν κάποιες συνταγές μαγειρικής που μετρούν τις περιπέτειες της σχέσης τους με υλικά και δοσολογίες, γεμάτες αγάπη και άρωμα επικοινωνίας. Και οι συνταγές στέκουν ανάμεσα στις σελίδες σα δεύτερα ανθρώπινα αποτυπώματα, με το δικό τους χαρακτήρα, επίτηδες χειρόγραφες, καθώς δεν τις νοιάζουν οι ανορθογραφίες και οι κακοτοπιές και ίσως καταφέρουν να σου φέρουν γλυκές θύμησες και νοσταλγία. Κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά, αλλά κάθε παραλήπτης όλο και κάτι μπορεί να αφαιρεί ή να προσθέτει ως μέρος μιας αδιάκοπης σχέσης, όπως η σχέση της μητέρας με το παιδί της.
Οι ιστορίες της Μαρίας Καμπάνταη είναι απολαυστικές και χορταστικές για τις αισθήσεις μας, όπως η σπιτική πίτα και τα σοκολατένια κέικ που περιγράφει στο βιβλίο.
Χωρίς να έχει την πρόθεση διδακτισμού, το βιβλίο είναι πηγή γόνιμου προβληματισμού και λειτουργεί ως πυξίδα στην αναζήτηση του εαυτού και των ρόλων σου. Βιώματα, μνήμες και ξεχασμένες μυρωδιές διαμορφώνουν μια νοσταλγική διάθεση για τη χαμένη μας παιδικότητα, ενώ κυριαρχεί το φως ακόμη και στις πιο σκοτεινές γωνιές.


Η συγγραφέας ενδοσκοπεί και επενδύει περισσότερο στον ψυχικό κόσμο των γυναικών. Μονόλογοι, αφηγήσεις, εξομολογήσεις, αλλά και συνταγές, πότε με καυστικό χιούμορ και πότε σε δραματικούς τόνους, δίνουν τον τόνο του ύφους του βιβλίου
Είκοσι ιστορίες ρεαλιστικές, άλλοτε σουρεαλιστικές ,ακόμα και αστείες.
Ένα ψηφιδωτό για τη σύγχρονη γυναίκα.
«Βαθιά ανθρώπινες» ιστορίες που παίρνουν θέση ψηλά στη σφαίρα της λογοτεχνίας.
Πρόκειται για Αριστούργημα.


Η Μαρία Καμπάνταη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Δράμα. Αποφοίτησε με άριστα από το Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και μετεκπαιδεύτηκε στη Συστημική Οικογενειακή Θεραπεία. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Διοίκηση Μονάδων Υγείας. Εργάζεται εδώ και εικοσιπέντε χρόνια ως ψυχολόγος, έχοντας αφετηρία το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Καβάλας και συνεχίζοντας ως τώρα στο Νοσοκομείο της πόλης της. Διήγημά της δημοσιεύτηκε σε συλλογικό έργο των εκδόσεων iwrite με τίτλο «Δράμα, ιστορίες του τόπου μας».
Ένα μεσημέρι γυρνώντας από την εργασία της, κατάλαβε ότι η δουλειά της είναι πολλά επαγγέλματα μαζί. Ταμίας σε τράπεζα, όταν οι άνθρωποι, που ακούει καθημερινά, της παραδίδουν το ψυχικό περίσσευμα ή υστέρημά τους να το κλειδώσει στα συρτάρια και τη μνήμη της. Σκηνοθέτης, αφού για να μπορέσει να μπει στη θέση τους, φτιάχνει θεατρικές σκηνές στο μυαλό της με όσα της περιγράφουν. Μαγείρισσα, όταν της ζητούν συνταγές επιτυχίας ή μεταμόρφωσης. Απαντά ότι έτοιμες συνταγές δεν υπάρχουν. Μεταφράστρια, όταν μετατρέπει τη γλώσσα του συμπτώματος σε καθομιλούμενη. Φωτογράφος, γιατί θυμάται και σκέφτεται με εικόνες κι αυτό κάνει και τη ζωή και τη δουλειά πιο όμορφη. Θα μπορούσε όμως, ίσως, να ήταν και συγγραφέας και ν’ αποτύπωνε σε γραπτό λόγο αυτό που έχει μάθει μέσα από τους ανθρώπους˙ «όσο πιο απλά ζούμε τόσο περισσότερα θαύματα κάνουμε…»