Συγγραφέας του βιβλίου «Παλίρροια» – Εκδόσεις «Α.Α.Λιβάνη»

Σ’ ένα νησί πανέμορφο, καταπράσινο, παραδεισένιο, που όμως έχει συνδέσει το όνομά του με τη θλίψη και τον πόνο μας ταξιδεύει με την άμπωτη και την πλημμυρίδα η Μαρία Κωνσταντούρου. Ίσως οι περισσότεροι δεν το γνωρίζουμε γιατί βρίσκεται αιώνες τώρα στη σκιά της Βενετίας. Είναι, ωστόσο, εκεί για να θυμίζει σ’ εκείνους που γνωρίζουν και να διδάσκει σ’ εκείνους που αγνοούν, πως σε τούτο τον ειδυλλιακό τόπο πέθαναν ή βασανίστηκαν εκατοντάδες άνθρωποι. Η συγκλονιστική «Παλίρροια» ξεκινά τον Μεσαίωνα και φθάνει μέχρι το 1922, κρατώντας τον αναγνώστη σε μια απολαυστική και αγωνιώδη εγρήγορση. Αφηγητής της συγκλονιστικής ιστορίας ένας μοναδικός άντρας. Ο Αλεσάντρο, ο οποίος όπως λέει στο Vivlio-life η συγγραφέας «είναι ένας ήρωας που πάνω του ζωγράφισα την ίδια την Ανθρωπιά». Οι ήρωές της ξεπήδησαν μέσα από τα αληθινά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο νησί στα χρόνια μαύρου θανάτου αλλά και στα χρόνια λειτουργίας ενός φρικτού ψυχιατρικού ασύλου…

Ένα καταπράσινο νησάκι απέναντι από τη Βενετία. Αυτή είναι η Ποβέλια. Το στοιχειωμένο νησί που λίγοι γνωρίζουμε. Εκατόν εξήντα χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν από πανούκλα στο νησί που σας ενέπνευσε για το νέο σας βιβλίο και εκατοντάδες βασανίστηκαν. Ας τη γνωρίσουμε, όμως, μέσα από τα δικά σας μάτια…
Η Ποβέλια είναι πραγματικά ένας μικρός παράδεισος στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας, που θα μπορούσε να έχει γίνει γνωστή μέσα από πολύ πιο όμορφες στιγμές. Ωστόσο, δεν ξέρω γιατί, η ιστορία της είναι σημαδεμένη από πολύ άσχημα γεγονότα. Τουλάχιστον αυτά έμειναν στη μνήμη των ανθρώπων και μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά – με τις απαραίτητες ανθρώπινες επεμβάσεις, φυσικά. Μου θυμίζει άνθρωπο που, όπως λέμε καμιά φορά, «όλα του πάνε στραβά», «δεν μπορεί να δει άσπρη μέρα»· ή, πιο απλά, «τον δέρνει η ατυχία». Την αγάπησα την Ποβέλια. Τη λυπήθηκα, τη συμπόνεσα. Και θύμωσα, επειδή φορτώθηκε, χωρίς να φταίει σε τίποτα, απέραντη θλίψη και αμέτρητες ενοχές.

Πότε και με ποιον τρόπο γνωρίσατε τον στοιχειωμένο τόπο και πόσος χρόνος χρειάστηκε για να αποφασίσετε πως αυτό θα είναι το επόμενο βιβλίο σας;
Πριν από δυο τρία χρόνια, έψαχνα κάτι στο διαδίκτυο και βρέθηκα μπροστά στη φωτογραφία αυτού του νησιού. Με γοήτευσε η ομορφιά και η γαλήνη που απέπνεε. Έπειτα, το βλέμμα μου έπεσε σε κάποια φράση που τράβηξε την προσοχή μου. Και έτσι ξεκίνησαν όλα. Άρχισα να ψάχνω εικόνες και δημοσιεύσεις που την αφορούσαν· και, όσο έψαχνα, το ενδιαφέρον μου γινόταν όλο και μεγαλύτερο. Νομίζω πως σχεδόν αμέσως χτίστηκε ο σκελετός της ιστορίας μου.

Από τη μια ο Μεσαίωνας και ο Μαύρος Θάνατος και από την άλλη το 1922, όταν η κυβέρνηση της Ιταλίας αποφάσισε να δημιουργήσει εκεί ένα ψυχιατρικό άσυλο. Η ιστορική έρευνα είναι εμφανής. Με ποιους τρόπους την τεκμηριώσατε;
Ήταν η πιο δύσκολη έρευνα που έκανα ποτέ. Αφενός επειδή έπρεπε να μελετήσω δύο διαφορετικές εποχές (από τις οποίες δεν έχω ζήσει καμία) και αφετέρου επειδή έπρεπε να ασχοληθώ σε βάθος με δύσκολους τομείς, όπως αυτός της ψυχιατρικής. Εκτός, λοιπόν, από την κλασική έρευνα στο Ίντερνετ –μέσα από ελληνικά, αγγλικά και ιταλικά σάιτ–, μελέτησα βιβλία ψυχολογίας και ψυχιατρικής, καθώς και άλλα, εξειδικευμένα στην ιστορία της Βενετικής Δημοκρατίας.

«Ο Αλεσάντρο, που θα αφήσει στην Ποβέλια την τελευταία του πνοή, θα γίνει μάρτυρας της Ιστορίας…», αναφέρετε στο οπισθόφυλλο. Ποιος είναι αυτός ο άντρας στον οποίο εμπιστευτήκατε τον ρόλο του αφηγητή;
Για μένα, αυτός ο άντρας είναι ένα σύμβολο. Διαχρονικό. Στην προσωπικότητά του έκρυψα την αθωότητα των παιδικών χρόνων, την ανεμελιά της νιότης, την πίκρα της διάψευσης, τη χαρά του έρωτα, τη δύναμη των οικογενειακών και φιλικών δεσμών, την αμφισβήτηση του κατεστημένου και την απελπισία του μοιραίου. Είναι ένας άνθρωπος «εν εξελίξει», όπως πρέπει να είμαστε όλοι, ο οποίος ξεκινά τη ζωή του θεωρώντας τα πάντα δεδομένα, για να ανακαλύψει σιγά σιγά πως όλα μπορούν να καταρρεύσουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Και τότε, όσο φτωχαίνει, τόσο πιο πλούσιος γίνεται. Όσο πεθαίνει, τόσο πιο ζωντανός νιώθει. Είναι ένας ήρωας που πάνω του ζωγράφισα την ίδια την Ανθρωπιά.

Και οι πρωταγωνιστές σας; Πώς γνωριστήκατε με τους επινοημένους ήρωές σας; Φέρνοντας την εικόνα σας στο μυαλό, βλέπω τη Λουτσία, τη Ρεμίνα, τον Αντρέα, τον Βιτόριο, τον γιατρό Κονταρίνι και όλους εκείνους που πλαισιώνουν τη συγκλονιστική σας ιστορία, να ξεπηδούν ανάμεσα από ιστορικά γεγονότα και θρύλους, και να διεκδικούν τη θέση τους στις σελίδες σας…
Τους πρωταγωνιστές μου τους γνώρισα όσο η ιστορία έπαιρνε συγκεκριμένη μορφή στο μυαλό μου. Μάλιστα, η Λουτσία μού συστήθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την Ποβέλια. Η αλήθεια είναι πως τους υπόλοιπους δεν έψαξα πολύ για να τους βρω. Από τη στιγμή που αποφάσισα τι ήθελα να γράψω και τι μηνύματα να περάσω, ήρθαν και με βρήκαν από μόνοι τους, διεκδικώντας ο καθένας τον ρόλο του. Και μαζί τους πέταξε κι ένα κοτσύφι… Και δυο πράσινα φύλλα… Και λίγες σταγόνες κόκκινο κρασί…

Ανάμεσά τους και κάποια ελληνικά ονόματα. Ξεχωρίζω τη Δέσποινα Μεταξά και θα ήθελα να μας πείτε αν προκύπτει από την έρευνά σας πως υπήρξαν και ελληνικής καταγωγής τρόφιμοι στο άσυλο του ιταλικού νησιού.
Το άσυλο δεχόταν κατά βάση Ιταλούς υπηκόους, αλλά η Δέσποινα, όπως είδατε, είχε τους λόγους της που μπήκε εκεί μέσα. Και όποιοι άλλοι Έλληνες βρέθηκαν εκεί, είτε ως τρόφιμοι είτε ως εργαζόμενοι, ήταν απόλυτα δικαιολογημένοι.

«Όλοι την έβλεπαν μόνο σαν σακί με σάρκες και κόκαλα, άσχημο και ενοχλητικό. Μια τρελή που δεν μπορούσε να νιώσει, να γελάσει, να πονέσει…» Θα διαπιστώσουμε στην ανάγνωση αν ήταν τρελή ή όχι. Γι’ αυτό και θα ήθελα να μάθουμε λίγα πράγματα για τις ιατρικές γνωματεύσεις που συνοδεύουν την ιστορία σας.
Όπως σας είπα, πριν αρχίσω, μελέτησα πολύ βιβλία ψυχιατρικής και ψυχολογίας. Είναι ένας τομέας που με ενδιέφερε ανέκαθεν. Μάλιστα, στα νιάτα μου ήθελα να ασχοληθώ επισταμένως με αυτόν. Εκπαιδεύτηκα κοντά σε έναν ψυχίατρο-νευρολόγο, ο οποίος έπειτα με προσέλαβε ως βοηθό του, και εργάστηκα κοντά του για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα. Επίσης, κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου, όποτε χρειάστηκε, είχα για σύμβουλο μια γνωστή μου ψυχολόγο-ψυχοθεραπεύτρια.

Προσπαθήσατε, και τα καταφέρατε περίφημα, να μας δώσετε μια ολοκληρωμένη ιστορία, άγνωστη για μας τους Έλληνες, αναδεικνύοντας κοινωνικούς προβληματισμούς μέσα από την περιθωριοποίηση απελπισμένων και ξεχασμένων ανθρώπων. Ποιο ήταν το πιο δύσκολο σημείο στη διαχείρισή της;
Αυτό που με δυσκόλεψε, όσο καιρό έγραφα την ιστορία με το άσυλο, ήταν η διαρκής εναλλαγή προσωπικοτήτων – η μεταπήδηση από τον πραγματικά άρρωστο στον άτυχο εγκαταλειμμένο και από τον τρυφερό νοσηλευτή στον άκαρδο εργαζόμενο. Αυτά τα τόσο έντονα αλλά και τόσο αντιφατικά συναισθήματα, που έπρεπε να ταιριάξω και ταυτόχρονα να διαχωρίσω, να νιώσω αλλά και να ξεχάσω. Μέχρι που έφτασε μια στιγμή που αισθάνθηκα ότι με είχαν κατακλύσει ένα σωρό διαφορετικές υπάρξεις, που φώναζαν όλες μαζί, απαιτώντας μου να τις ακούσω. Ήταν πολύ δύσκολο αυτό.
Όσο για την εποχή του Μεσαίωνα, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, ταυτίστηκα τόσο πολύ με τον Αλεσάντρο, που τον κουβαλούσα μέσα μου πολύ καιρό αφότου τελείωσα το βιβλίο. Και πιστεύω πως κάποια κομμάτια του έχουν σφραγίσει για πάντα την ψυχή μου.

Ένα βιβλίο στο οποίο ισορροπήσατε την απελπισία, τον πόνο και τον θάνατο με την ελπίδα, την αισιοδοξία και την αγάπη. Πώς τα καταφέρατε αλήθεια;
Ίσως επειδή έχω συνειδητοποιήσει ότι όλα αυτά πάνε μαζί στη ζωή. Ίσως επειδή θέλω πάντα να ελπίζω στο καλό που μπορούμε να κατακτήσουμε, στην ανθρωπιά που επιμένει να μας χτυπάει την πόρτα. Νομίζω πως αυτό το κάνω σε όλα μου τα βιβλία, επειδή μου είναι αδιανόητο να σταθώ μόνο στη σκοτεινιά του κόσμου και να μην κοιτάξω εκεί απ’ όπου ξεπηδά το φως.

To μυθιστόρημά σας προκαλεί πολλά και διαφορετικά συναισθήματα στον αναγνώστη. Ποια ήταν τα δικά σας συναισθήματα όταν, μέσα από δυο σκοτεινές ιστορικές περιόδους, έπρεπε να προσεγγίσετε τον δύσκολο ψυχισμό των ηρώων σας;
Νομίζω αυτά που αναφέρατε κι εσείς. Απελπισία, πόνος, θλίψη, θυμός, και ταυτόχρονα ελπίδα, κατανόηση, φιλαλληλία και αγάπη.

Πώς είναι η Ποβέλια σήμερα; Κατοικείται; Είναι επισκέψιμη όπως η δική μας Σπιναλόγκα;
Τον καιρό που έκανα την έρευνά μου, μπορούσε να πάει κάποιος στην Ποβέλια μόνο με ειδική άδεια ή πληρώνοντας/λαδώνοντας κάποιον βαρκάρη για να τον περάσει εκεί. Το ιταλικό κράτος προσπαθεί εδώ και χρόνια να πουλήσει το νησάκι σε ιδιώτη, όμως δύο αγοραστές που βρέθηκαν, έφυγαν την άλλη μέρα κακήν κακώς. Τουλάχιστον, έτσι λέγεται. Πάντως, κι ένας γνωστός μου που κατάφερε να πάει, μου είπε πως ένιωσε μια αρνητική αύρα και πως το μέρος τού φάνηκε τρομακτικό. Δεν θέλω να κάνω τη γενναία (γιατί βράδυ δεν θα πήγαινα ποτέ, ούτε καν με παρέα), αλλά πιστεύω πως όλα αυτά είναι αποτελέσματα των θρύλων που κυκλοφορούν.

Αν σας δινόταν η ευκαιρία να την επισκεφθείτε, πιστεύετε πως θα συναντούσατε σ’ εκείνα τα ετοιμόρροπα, θλιβερά κτίρια τους ήρωές σας; Θα ακούγατε τα ουρλιαχτά και τις προσευχές τους; Έγιναν, εν ολίγοις, μέρος της ζωής σας οι άνθρωποι που ταξίδεψαν μαζί σας σ’ αυτό το δυνατό συγγραφικό ταξίδι;
Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Έτσι κι αλλιώς, είδα πολλές φωτογραφίες και βίντεο, και τοποθέτησα τους ήρωές μου σε υπαρκτούς χώρους. Οπωσδήποτε θα έβλεπα τη Ρεμίνα σε ένα δωμάτιο του ισογείου, δεξιά του διαδρόμου, ή τη Λουτσία να στέκεται μπροστά σε κάποιο παράθυρο του πρώτου ορόφου. Θα έβλεπα τον Βιτόριο καθισμένο κάτω από ένα δέντρο, να ζωγραφίζει την αγαπημένη του, και θα έβλεπα έναν αγριεμένο άντρα να σκύβει από το παράθυρο του ψηλού καμπαναριού… Και σε κάθε μου βήμα, θα ένιωθα πίσω μου την αιώνια ανάσα του Αλεσάντρο…

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ποβέλια. Το στοιχειωμένο νησί κοντά στη Βενετία, όπου κατά τον Μεσαίωνα δέχτηκε χιλιάδες ανθρώπους χτυπημένους από τον μαύρο θάνατο, ενώ στις αρχές του εικοστού αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως ψυχιατρικό άσυλο. Εκατοντάδες ψυχικά ασθενείς υπέφεραν στα χέρια ενός παρανοϊκού γιατρού που τους χρησιμοποίησε σαν πειραματόζωα στις απάνθρωπες έρευνές του.
Μέχρι και σήμερα ακούγονται πολλοί θρύλοι σχετικά με τους άρρωστους Βενετούς που περίμεναν να πεθάνουν, καθώς και για τα φαντάσματά τους που στοίχειωσαν το νησί.
Είναι όμως θρύλοι ή αλήθεια;
Ο Αλεσάντρο, που θα αφήσει στην Ποβέλια την τελευταία του πνοή, θα γίνει μάρτυρας της Ιστορίας. Όμως θα καταφέρει να βοηθήσει τις έγκλειστες ψυχές που ζητούν τη γιατρειά;
Θα θεραπευτούν οι πληγές με το πλήρωμα του χρόνου;

Βιογραφικό
Η Μαρία Κωνσταντούρου γεννήθηκε στην Αθήνα. Από τις Εκδόσεις Λιβάνη έχουν εκδοθεί τα βιβλία της «Όταν οι γυναίκες τολμούν», «Σε βλέπω παντού», «Το πολύ δεν είναι πάντα αρκετό», «Σκιές στο χρόνο», «Ζωή μου, εσύ…», «Αγεφύρωτες σιωπές», «Χωρίς εσένα» (παράλληλη λογοτεχνία με το βιβλίο “Δεν υπήρξα ποτέ” της Θάλειας Κατούνη), «Μια ανάσα μακριά», «Η άγνωστη δίπλα μου». Κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο της «Ασκίμ θα πει Αγάπη» από τις Εκδόσεις «Ωκεανίδα».