Συγγραφέας του βιβλίου Θέλω να είναι Κυριακή – Εκδόσεις Συρτάρι

Με την επιστολική λογοτεχνία κάνει το συγγραφικό της ντεμπούτο η Μαρίνα Μάγκλαρη και μέσα από την επιθυμία της Θέλω να είναι Κυριακή, μας ανοίγει την καρδιά της μέσα από τις επιστολές που έγραψε κατά καιρούς, οι οποίες απευθύνονται φαινομενικά σε κάποιον ερωτικό σύντροφο. Στην πραγματικότητα, όμως, απευθύνονται στον ίδιο της τον εαυτό ως μια βαθύτερη ανάγκη να αποτυπώσει με απτό τρόπο τα όσα βιώνει και υποψιάζεται πως θα βιώσει στο μέλλον. “Η γραφή είναι μια απόπειρα κατανόησης του εαυτού μου” όπως λέει στο Vivlio-life. «Και μια μόνον επιστολή να “αγγίξει” ή να “δώσει”, έστω και σε έναν μόνο άνθρωπο, τις λέξεις που θα ήθελε να πει, αλλά δυσκολευόταν να βρει, για εμένα θα αποτελούσε μεγάλη χαρά και θα με γέμιζε ικανοποίηση», σημειώνει.

  • Επιλέξατε ως τίτλο του βιβλίου σας το στίχο ενός παλιού αγαπημένου τραγουδιού του Βασίλη Τσιτσάνη που μιλά για ένα έρωτα. Τον έρωτά του για τη Μαρίκα Νίνου. Η ιστορία που κρύβεται πίσω από αυτό το σπουδαίο τραγούδι ήταν ο λόγος που τον επιλέξατε;
    Καταρχάς θα ήθελα να σας ευχαριστήσω ολόψυχα για αυτή τη συνομιλία.
    Η αλήθεια είναι πως πάντα είχα μια εγγενή αντίδραση, ή και αδυναμία, να βρίσκω τίτλους, καθώς θεωρούσα πως είναι, αν όχι ανέφικτο, τουλάχιστον δύσκολο μια πρόταση ή μια λέξη να εκφράσουν το σύνολο των νοημάτων, συναισθημάτων, σκέψεων που εμπεριέχονται σε ένα κείμενο. Ωστόσο, με το πέρασμα των χρόνων διαπίστωσα πως η εύρεση τίτλων θα μπορούσε να είναι ένα ενδιαφέρον “παιχνίδι”, αν μου επιτρέπεται η λέξη, όπου κανείς μπορεί να υπονοήσει ένα ψήγμα από το σύνολο των γραφόμενων. Ακολουθώντας, λοιπόν, αυτή μου την αδυναμία, για πολύ καιρό δεν έψαχνα να βρω κάποιον τίτλο για το σύνολο αυτών των επιστολών. Συνήθως η διαδικασία που ακολουθώ είναι να σκέφτομαι κάτι για πολύ καιρό αναλυτικά και στη συνέχεια να το εγκαταλείπω, για να διαπιστώσω τελικά πως οι ιδέες έρχονται σε ένα κενό σκέψης και νοητικής προσπάθειας. Έτσι εμφανίστηκε και αυτός ο τίτλος και καθώς μεγάλωσα σε ένα σπίτι, όπου κατά κύριο λόγο ακούγαμε παραδοσιακή μουσική, ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια, δεν θα μπορούσε παρά να είναι ο τίτλος ενός εξαιρετικού, κατά την άποψη μου, τραγουδιού. Επιπλέον, το μεγαλείο ενός έρωτα, ο οποίος γεννιέται, ανθίζει και τελειώνει, κάτι το οποίο αποτυπώνεται στο συγκεκριμένο τραγούδι, ένιωσα πως ήταν ο πλέον κατάλληλος τίτλος για τις επιστολές μου. Η διπλή όψη του έρωτα. Αποθεώνει και κατακρημνίζει.
  • Είναι μόνο ερωτικές οι επιστολές σας;
    Οι επιστολές απευθύνονται φαινομενικά σε κάποιον ερωτικό σύντροφο, αλλά στην πραγματικότητα, απευθύνονται στον ίδιο τον εαυτό. Η γραφή είναι μια απόπειρα κατανόησης του εαυτού μου. Ο πειραματισμός με τις λέξεις, η εξερεύνησή τους, είναι ο δικός μου τρόπος να με αναγνωρίσω καλύτερα μέσα στον κόσμο, σε όλες τις εκφάνσεις του, και στη σχέση μου με όσους συναντώ, ακόμη κι αν πρόκειται για στιγμιαίες, περαστικές συναντήσεις με επιβάτες σε ένα λεωφορείο. Με την γραφή την ύπαρξή μου αναζητώ να αποκωδικοποιήσω και τη σύνδεσή μου με το κοινωνικό σύνολο. Οι επιστολές αυτές γράφτηκαν ως μια βαθύτερη ανάγκη να αποτυπώσω με κάποιον, περισσότερο απτό, τρόπο όλα όσα βίωνα, βίωσα και υποψιαζόμουν πως θα βιώσω και στο μέλλον, ακόμη κι αν η κάθε στιγμή είναι απόλυτα μοναδική – ποτέ δεν μπορεί να επαναληφθεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο – καθώς οι ανθρώπινες σχέσεις είναι δυναμικές και διαμορφώνονται κάθε φορά από την σύμπραξη των προσώπων όπως είναι την απόλυτη στιγμή της “συνάντησης”.
  • Στα περιεχόμενα του βιβλίου, αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι πως δε δίνετε τίτλο σε κάθε επιστολή, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά νούμερο! Θα είχατε το λόγο σας μάλλον…
    Χαίρομαι που πρόλαβα και απάντησα σε αυτή την ερώτηση λίγο πιο πάνω. Βέβαια, αυτό επιβεβαιώνει την τάση μου να βιάζομαι και να προτρέχω. Μάλλον είναι κάτι που χρειάζεται να δουλέψω… Με βάζετε σε πειρασμό να δοκιμάσω να δώσω τίτλο σε κάθε επιστολή. Θα ήταν μια καλή ευκαιρία να εξασκήσω και ίσως να ενισχύσω αυτό μου το έλλειμμα.
  • Εβδομήντα μία ανεπίδοτες επιστολές και μια εισαγωγή, απόπειρα εξήγησης, γράφετε. Πόσες από αυτές έχουν παραλήπτη εσάς την ίδια αλλά παραμένουν ανεπίδοτες;
    Εξαιρετική η ερώτησή σας! Θα μπορούσε να την διατυπώσει ένας ψυχοθεραπευτής στη διάρκεια μιας θεραπείας. Όλες οι επιστολές είναι απόπειρα επεξήγησης των επιλογών μου και όσα αυτές επιφέρουν, συναισθήματα, προβληματισμούς, πληρότητα, αλλαγές, πισωγυρίσματα, καθηλώσεις, ωρίμανση. Τώρα που με βάζετε σε διαδικασία να σκεφτώ επάνω σε αυτό, μπορώ να πω πως άλλοτε νιώθω ότι έχω “ανοίξει” τους “φακέλους” όλων των επιστολών και τις έχω διαβάσει κατανοώντας τες απόλυτα και άλλοτε νιώθω αυτό που γράφω στην “Επιστολή νούμερο εξήντα εννέα”: “Είπες πως διάβαζες τα γράμματά μου. Τα βρήκα όλα/ σφραγισμένα κάτω από τον ξεχαρβαλωμένο καναπέ, άθικτα,/ σχεδόν ανέγγιχτα. Εσύ χαμένος από χρόνια. Δεν άφησες/ αντικλείδι για την πόρτα σου./ Παλεύω με τους αντικατοπτρισμούς και τις ψευδαισθήσεις”.
  • Υπάρχουν κάποιες επιστολές που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε “ανοιχτές” και άρα να υποθέσουμε πως απευθύνονται σε μας τους αναγνώστες;
    Από τη στιγμή που τα συγκεκριμένα κείμενα έφυγαν από την προσωπική μου “χρήση” και έπαψα να έχω την αποκλειστική πρόσβαση σε αυτά, το να γίνουν αφορμή για προβληματισμό, ταύτιση ή ακόμη και διαφωνία, ακριβώς αυτό είναι και το ζητούμενο. Θα ήταν ευχής έργον να μπορέσουν να γίνουν σημείο αναφοράς για τους αναγνώστες και πεδίο για να προβάλλουν τις δικές τους σκέψεις και βιώματα. Και μια μόνον επιστολή να “αγγίξει” ή να “δώσει”, έστω και σε έναν μόνο άνθρωπο, τις λέξεις που θα ήθελε να πει, αλλά δυσκολευόταν να βρει, για εμένα θα αποτελούσε μεγάλη χαρά και θα με γέμιζε ικανοποίηση. Άλλωστε και η δική μου εμπειρία ως αναγνώστρια, μου έχει χαρίσει αμέτρητες φορές τη δυνατότητα να βρίσκω τρόπους εσωτερικής έκφρασης μέσα από λέξεις, εικόνες άλλων δημιουργών, νοηματοδοτώντας πολλές ανεξερεύνητες ή μπερδεμένες σκέψεις. Οπότε, με αυτή την έννοια όλες οι επιστολές είναι “ανοιχτές”. Το αντίθετο απλά θα έτρεφε έναν στείρο ναρκισσισμό.
  • Πώς έγινε η κατανομή των επιστολών σας; Ποιες προτάξατε και ποιες αφήσατε για τις τελευταίες σελίδες, ίσως για να μείνουν τυπωμένες στο μυαλό των αναγνωστών;
    Οι επιστολές, όπως δημοσιεύθηκαν, ακολουθούν επακριβώς τη χρονική σειρά, με την οποία γράφτηκαν. Εξαίρεση αποτελούν τρεις επιστολές. Πρόκειται για παλαιότερα κείμενα, τα οποία θεωρούσα πως θα ταίριαζαν με το ύφος των υπολοίπων. Όταν κάποια στιγμή ένιωσα πως είχε ολοκληρωθεί μέσα μου αυτή η διαδικασία – η οποία ξεκίνησε ασυνείδητα και παρέμεινε ασυνείδητη για πολύ καιρό – γραπτής αποτύπωσης για την πλήρωση μιας προσωπικής ανάγκης, έγραψα και την τελευταία επιστολή, η οποία δεν είναι παρά θραύσματα των υπόλοιπων κειμένων.
  • «Κείμενα γραμμένα σκόρπια στον χρόνο, δίχως μίτο, δίχως έξοδο…» Κείμενα γραμμένα για να διαμαρτυρηθείτε, να μας μεταδώσετε τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες σας; Για να ακούσουμε την κραυγή σας μ’ αυτή την πρώτη σας συγγραφική δουλειά ή απλά αποτελούν την προσωπική σας διέξοδο;
    Κείμενα γραμμένα ως μια ανάγκη συνομιλίας με εμένα την ίδια. Ένας διάλογος εσωτερικός, που δεν θα μπορούσε να υφίσταται εάν δεν καθρεφτιζόταν στις σχέσεις με τους άλλους. Κείμενα γραμμένα με την προσμονή εύρεσης διεξόδων και παράλληλα η δημιουργία νέων αδιεξόδων, γιατί έτσι ορίζει η αρχή της πραγματικότητας και η διαδικασία ψηλάφησης του κόσμου και της υπόστασης του καθενός μας μέσα σε αυτόν.
  • Πολλές από τις ανεπίδοτες επιστολές σας έχουν άρωμα ποίησης. Μας επιτρέπετε να τις χαρακτηρίσουμε ποιήματα;
    Με τιμάει πολύ αυτό που λέτε, ωστόσο, δεν θα τολμούσα να χρησιμοποιήσω για τον εαυτό μου τη λέξη “ποιήματα”. Θεωρώ σπουδαίο τον τρόπο που οι ποιητές αποτυπώνουν τις σκέψεις τους. Δεν πρόκειται για αυτοϋποτίμηση, αλλά για επαφή με την πραγματικότητα. Εφόσον αποφάσισα να μοιραστώ τα γραπτά μου δημοσίως, μου είναι συνειδητό πως ο κάθε αναγνώστης είναι ελεύθερος και έχει κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιήσει όποιον χαρακτηρισμό επιθυμεί, θετικό ή αρνητικό. Θα κρατήσω για εμένα την πληρότητα που νιώθω γράφοντας και εκεί ακριβώς δεν μπορεί να εισχωρήσει κανείς.
  • Από την «Επιστολή νούμερο ένα» έως την «Επιστολή νούμερο εβδομήντα ένα» αυτό που επικρατεί είναι το συναίσθημα. Το δικό σας συναίσθημα. Σε ποια όμως επιστολή θα σας συναντήσουμε με την πιο έντονη ψυχική κατάσταση;
    Εξακολουθείτε να φλερτάρετε με τη θέση/ρόλο του “θεραπευτή”! Πολύ συχνά, στη διάρκεια μιας συνεδρίας, ένα σχόλιο ή ένας μόνο ήχος από την πλευρά του θεραπευτή, μπορεί να επισημάνει ένα καίριο ζήτημα για τον θεραπευόμενο και να ανακινήσει σημαντικά θέματα, σε λεγόμενα που φαντάζουν άνευ σημασίας. Απαντώντας στην ερώτησή σας, θα σας πω πως στην “Επιστολή νούμερο τριάντα τρία” αναφέρεται μια κυρία, η οποία πάσχει από άνοια. Αυτή η γυναίκα λοιπόν σταδιακά, με την εξέλιξη της νόσου, γίνεται υπολειμματική, ξεχνάει πρόσωπα, βιώματα, λέξεις. Όμως, θυμάται μόνο μια μελωδία: “Να κοιμηθώ και να ξυπνήσω/ και να μη θυμάμαι, ούτε κι εγώ,/ τις λέξεις./ Να κοιμηθώ και να ξυπνήσω/ και να θυμάμαι μόνο αυτή/ την πρώτη πρώτη/ μελωδία./ Ένα νανούρισμα.”. Σε αυτή λοιπόν την επιστολή εμπερικλείεται το μεγαλύτερο δικό μου συναισθηματικό φορτίο, η πιο έντονη ψυχική κατάσταση. Στην απαρχή όλων των σχέσεων, στην πρωταρχική σχέση με τη μητρική φιγούρα και σε ό,τι έχει καταγραφεί μέσα μας ως πρώτη ανάμνηση.
  • Επιστολική λογοτεχνία. Δεν το λες και εύκολο είδος. Εσείς όμως μ’ αυτό το είδος λογοτεχνίας εμφανιστήκατε στο συγγραφικό χώρο. Και τώρα που το βιβλίο σας έχει φύγει από εσάς και βρίσκεται στα δικά μας χέρια πώς αισθάνεστε; Ήταν σωστή η επιλογή σας;
    Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αλλά θεωρώ περισσότερο εύκολο να γράφω απευθυνόμενη σε ένα πρόσωπο, υπαρκτό ή μη. Το αποτέλεσμα που προέκυψε, εκ των πραγμάτων, εντάχθηκε σε αυτό το είδος λογοτεχνίας. Είναι πιο άμεσο. Είναι πιο κοντά στον ψυχισμό. Νιώθω αυτή την ευκολία, γιατί μου είναι πιο οικείο να συνομιλώ με ανθρώπους, ακόμη κι αν δεν είναι παρόντες, μέσω της γραφής.
    Τρεις μήνες μετά την έκδοση του βιβλίου, δεν σας κρύβω πως συχνά δεν έχω συνείδηση ότι πράγματι συνέβη. Ξεχνώ, πως βρίσκεται ελεύθερα στην διάθεση όποιου αποφασίσει να ασχοληθεί μαζί του. Χαίρομαι πολύ που το αποφάσισα. Η επιλογή μου να δημοσιοποιήσω τις σκέψεις μου δεν μπορεί να υπάρξει μεταξύ του δίπολου “σωστό – λάθος”. Ήταν μια επιλογή, όπως όλες οι επιλογές που καλούμαστε να κάνουμε καθημερινά. Στην πορεία του χρόνου θα φανεί εάν αποκτήσει κάποια αξία για το αναγνωστικό κοινό. Για εμένα έχει, καθώς εμένα εμπεριέχει.
    Με σιγουριά, ωστόσο, μπορώ να σας πω πως ήταν σωστή η επιλογή των εκδόσεων “Συρτάρι”, όλης της εκδοτικής ομάδας, του Πάνου Αντωνόπουλου, του Γιώργου Χουδαλάκη που είχε την επιμέλεια της έκδοσης, καθώς, βεβαίως και του ζωγραφικού έργου “Περιμένοντας”, του Βαγγέλη Παπαδόπουλου, το οποίο κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου. Είμαι ευγνώμων απέναντι σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που ασχολήθηκαν με ευαισθησία και αγάπη στη διαδικασία της έκδοσης, δημιουργώντας ένα ασφαλές πλαίσιο για να μπορέσω να “υπάρξω” μέσα από τα κείμενά μου, πέρα από τα όρια του εαυτού, του υπολογιστή και του σπιτιού μου.
    Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως και εσάς για τις βαθιά απολαυστικές και ψυχικά διεισδυτικές ερωτήσεις σας!

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Εβδομήντα μία ανεπίδοτες επιστολές και μια εισαγωγή, απόπειρα επεξήγησης. Κείμενα γραμμένα σκόρπια στον χρόνο, δίχως μίτο, δίχως έξοδο, με μια Αριάδνη να επεκτείνει τον λαβύρινθο, ταξιδεύοντας στο Αιγαίο, την Αττική, την Πελοπόννησο. Γεννημένη θνητή, αποθεώνεται από τον Διόνυσο, για να γίνει τελικά αστεροειδής (ο αστεροειδής ανακαλύφθηκε από τον Άγγλο αστρονόμο Norman Robert Pogson το 1857 και του δόθηκε το όνομα «43 Αριάδνη»). Ίσως αυτός να είναι ο κύκλος του έρωτα: θνητότητα, αποθέωση, ανάληψη στο ουράνιο στερέωμα και πάλι από την αρχή… Οι λέξεις γίνονται μίτος στο ταξίδι της ύπαρξής μας.
[…] Σου γράφω την τελευταία ημέρα αυτής της ζωής· σου γράφω για να θυμηθώ να μην ξεχάσω τα βλέμματα που ασφυκτιούν σε υπόγειες διαδρομές, τον ήχο του απορριμματοφόρου στη μέση της νύχτας, τη σιδερένια γέφυρα που τρίζει στο πέρασμα του αέρα, την πόρτα που αφήναμε ξεκλείδωτη, τα αιματοβαμμένα πεζοδρόμια, το ξημέρωμα στο λιμάνι, τις νυχτερινές πτήσεις, την απώλεια που διαδέχεται τη χαρά, τις συγχορδίες που έμειναν άπαιχτες, τα δυο άδεια χέρια ξέπνοα στο πλάι ενός ακίνητου κορμιού, το παγκάκι με τη χαραγμένη αγάπη, τα τριαντάφυλλα ενός ζαχαρένιου παιδιού, τις ασυγκράτητες ημέρες, τις μεθυσμένες νύχτες, τα χίλια πρόσωπα που αγάπησα το βράδυ πριν φύγεις στην Αφρική, την άμμο που φυλάκιζα σε σχολικά τετράδια, τα δάχτυλά σου πάνω στη μουσική που χαϊδεύουν τα σκουπίδια που χορεύουν μια ανάσα από τις πλάκες του δρόμου, τα μαύρα καστανά πράσινα μπλε άδεια σου μάτια, τις δυο φορές που έτρεξα παράλληλα με τον χρόνο, τις φλύαρες σιωπές, τον φόβο που φοβάται τη σκιά ενός ροζ τηλεφωνικού θαλάμου, τα καλώδια επικοινωνίας, την κβαντική διεμπλοκή -μόνο η μυρωδιά διατηρεί το αναλλοίωτο της ύπαρξής της- τα γράμματα που δεν ταίριαξαν μεταξύ τους για να γίνουν επιστολές στη μάγισσα θάλασσα, τις λέξεις που δε μάθαμε να διαβάζουμε, το καθρέφτισμά μου στο σώμα σου, το να δίνω μεγαλύτερη ευτυχία από το να θέλω ζω, το ότι εσύ ζεις κάπου κάποτε μαζί άσβηστος· όσα σύμπαντα μακριά κι αν ταξιδέψω, σου γράφω για να θυμηθώ να μην ξεχάσω να συνεχίσω να ζω.

Bιογραφικό
Η Μαρίνα Μάγκλαρη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως Ψυχολόγος και ∆ραματοθεραπεύτρια.