Μεταφράστρια του βιβλίου «Τα κύματα» της Virginia Woolf

Θεατρικό ποίημα έχει χαρακτηρίσει η Βιρτζίνια Γούλφ “Τα κύματα” προτείνοντας στους αναγνώστες να μην το αντιμετωπίσουν ως μυθιστόρημα αλλά ν’ αφεθούν στον ρυθμό του. Αυτό ακριβώς έκανε και η Άννα Βασιάδη μεταφράζοντας το πιο πειραματικό έργο της σπουδαίας Αγγλίδας μυθιστοριογράφου – δοκιμιογράφου. Δε θα μπορούσε να μη λάβει υπόψη της, βέβαια, ότι η συγγραφέας είχε εκφράσει την ανησυχία πως το κοινό της θα το έβρισκε δυσανάγνωστο. Μιλώντας στο Vivlio-life η μεταφράστρια, επιβεβαιώνει τη δυσκολία του έργου και τονίζει πως «Είναι μια καθ’ όλα ανατρεπτική αφήγηση με απώτερο σκοπό τη σπουδή της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι λέξεις είναι μία-μία διαλεγμένες, οι εικόνες, οι ήχοι, ο ρυθμός του, όλα έχουν τη σημασία τους. Όφειλα να είμαι εξαιρετικά προσεκτική κατά την πράξη της μετάφρασης, ακριβώς για να φέρω εις πέρας απ’ τη μία μεριά, την πρόθεση της Γουλφ κι απ’ την άλλη, να καταστήσω το έργο ευανάγνωστο για τον Έλληνα αναγνώστη, δίχως να του στερήσω τη λογοτεχνική απόλαυση».

  • Η ίδια η Virginia Woolf, όπως γράφετε, χαρακτήρισε «Τα κύματα», ως θεατρικό ποίημα και πρότεινε στους αναγνώστες να μην το αντιμετωπίσουν ως μυθιστόρημα αλλά ν’ αφεθούν στον ρυθμό του. Έτσι το αντιμετωπίσατε και εσείς μεταφράζοντας το ποιητικό αποτύπωμα της μεγάλης αυτής λογοτεχνικής προσωπικότητας;
    Εγώ το αντιμετώπισα όπως ακριβώς μάς το συστήνει η Γουλφ· ως κύμα. Όποιος προσπαθήσει να το διαβάσει σαν ένα συμβατικό μυθιστόρημα, θα χαθεί και δεν θα απολαύσει τον ρυθμό του. Ο τρόπος της Γουλφ είναι σίγουρα ποιητικός. Η μία φράση ακολουθεί την επόμενη, η κάθε λέξη λειτουργεί συμπληρωματικά, συνθέτοντας έτσι ένα ποιητικό σύνολο που θυμίζει περισσότερο ενορχήστρωση. Γι’ αυτό μίλησα και για ρυθμό.
  • Ακραίο όριο των λογοτεχνικών πειραματισμών έχουν χαρακτηριστεί «Τα κύματα» καθώς στις σελίδες του η συγγραφέας καταγράφει τις σκέψεις έξι χαρακτήρων. Ποιοι είναι οι χαρακτήρες που μας μεταφέρουν στην Αγγλία της δεκαετία του ’30;
    Πράγματι, Τα Κύματα θεωρούνται ως το πιο πειραματικό έργο της. Αυτό που καταφέρνει η Γουλφ σ’ αυτό το αριστουργηματικό βιβλίο, είναι να συγκεντρώσει τις φωνές των έξι ηρώων ‒ θα έλεγε κανείς τους μονολόγους τους ‒ οι οποίοι όμως, έχουν μια ιδιαίτερη διαλογική μορφή. Είναι οι ομολογίες τους, οι καταθέσεις των σκέψεων και των συναισθημάτων τους απέναντι στην ίδια συνθήκη. Υπάρχει δηλαδή, διάδραση και αλληλουχία, χωρίς να υπάρχει η κλασική μορφή ερωταπαντήσεων. Οι χαρακτήρες είναι έξι συν ένας. Τρία κορίτσια, τρία αγόρια και ο Πέρσιβαλ, που δεν έχει δική του φωνή, αλλά τον γνωρίζουμε μέσα απ’ τις αφηγήσεις των υπόλοιπων. Και οι έξι είναι ιδιαίτεροι, με διαφορετικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας, που όμως, ανάλογα με τη φάση της ζωής τους, ενώνονται και ξεχωρίζουν, γίνονται ένα και πάλι απομακρύνονται. Όπως ακριβώς και τα κύματα· φτιαγμένοι όλοι απ’ το ίδιο υλικό, κάποτε συσπειρωνόμαστε κι άλλοτε σκορπίζουμε.
    Όσο για το κοινωνικό/ιστορικό πλαίσιο που με ρωτήσατε, η Αγγλία του ’30 είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίοδος: δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι (ένας πριν κι ένας μετά), τρομερές ανακαλύψεις σ’ όλα τα πεδία επιστήμης, ανανεωτικά λογοτεχνικά ρεύματα· τα πάντα αλλάζουν. Ωστόσο, η Γουλφ δεν βιάζεται ν’ αποτυπώσει την εποχή της. Την αφορά ο ψυχισμός του ανθρώπου, η εσωτερική ζωή, η πολυπλοκότητα του νου. Τοποθετεί τους ήρωες της με φυσικό τρόπο στο περιβάλλον τους, χωρίς βαρύγδουπες αναφορές και το δικό μου μέλημα ήταν να μεταφέρω ακριβώς αυτή τη φυσικότητα. Θεωρώ πως κατάφερα να διατηρήσω την ετερότητα, σεβόμενη τις πολιτισμικές αναφορές κι έτσι να μεταγγίσω στον αναγνώστη το ύφος, το κλίμα και την αίσθηση της εποχής.
    Να σημειώσω εδώ επίσης, κάτι ενδιαφέρον, που αρκετοί μελετητές της Γουλφ έχουν εντοπίσει σχετικά με τους ήρωές της. Γνωρίζουμε πως ο κάθε συγγραφέας αφήνει πίσω του ίχνη της δικής του προσωπικότητας· έτσι και η Γουλφ, στα πρόσωπα των κυμάτων
    φαίνεται πως ενσαρκώνει δικούς της αγαπημένους ανθρώπους. Όπως για παράδειγμα, η απουσία του Πέρσιβαλ αντανακλά την απουσία του αδελφού της, Τόμπι, ο οποίος πέθανε πολύ νέος. Η Σούζαν θα μπορούσε να είναι η αδελφή της Βανέσσα ενώ, μέσω του Λούις, η Γουλφ ίσως, να σκιαγραφεί τον Τ.Σ. Έλιοτ.
  • Μια πληροφορία που μας δίνετε στην Εισαγωγή είναι πως η συγγραφέας είχε εκφράσει την ανησυχία πως, αν και τα Κύματα ήταν το πρώτο της έργο γραμμένο με το προσωπικό της ύφος, το κοινό της θα το έβρισκε δυσανάγνωστο. Ήταν και δική σας ανησυχία όταν αναλάβατε τη μετάφρασή του;
    Δεν είμαι σίγουρη αν με ρωτάτε, για το αν η ανησυχία μου ήταν εντοπισμένη στην εμπορική/εκδοτική του επιτυχία ή στη δυσκολία της πρόσληψής του. Για το πρώτο, θα σας απαντήσω πως, όχι. Η Γουλφ είναι μία απ’ τους σημαντικότερους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας, επομένως σε κάθε περίπτωση, όλα της τα έργα είναι πολύτιμα. Πόσο μάλλον, Τα Κύματα, που συγκαταλέγονται ανάμεσα στα σημαντικότερα μυθιστορήματα, σύμφωνα με δημοψήφισμα του BBC. Όλες οι μεταφραστικές δοκιμές λοιπόν, είναι ένα βήμα ακόμα προς την κατανόηση της σπουδαίας συγγραφέα.
    Τώρα για τη δυσκολία του έργου, τόσο της ανάγνωσης όσο και της απόδοσής του, θα καταθέσω πως ναι, υπάρχει. Είναι μια καθ’ όλα ανατρεπτική αφήγηση με απώτερο σκοπό τη σπουδή της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι λέξεις είναι μία-μία διαλεγμένες, οι εικόνες, οι ήχοι, ο ρυθμός του, όλα έχουν τη σημασία τους. Όφειλα να είμαι εξαιρετικά προσεκτική κατά την πράξη της μετάφρασης, ακριβώς για να φέρω εις πέρας απ’ τη μία μεριά, την πρόθεση της Γουλφ κι απ’ την άλλη, να καταστήσω το έργο ευανάγνωστο για τον Έλληνα αναγνώστη, δίχως να του στερήσω τη λογοτεχνική απόλαυση.
  • Ήταν πρόκληση το εγχείρημα της μετάφρασης αυτού του σπουδαίου λογοτεχνικού έργου; Και, αν ναι, ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που κληθήκατε να αντιμετωπίσετε;
    Όπως είπα και παραπάνω, πρόκειται για ένα απαιτητικό κείμενο. Επιβαρυμένο με την προσδοκία της ίδιας της συγγραφέα να είναι αποκαλυπτικό και αυτοαναφορικό, έχει ελλειπτική πλοκή, πολλούς ήρωες κι όχι ένα ή δύο, (όπως τα περισσότερα μυθιστορήματα), οι φωνές διαδέχονται η μία την άλλη, κάτι, που στην απόδοσή του στην ελληνική γλώσσα μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα προβληματικό λόγω της κλίσης των γενών. Ήταν μεγάλη πρόσκληση για μένα, ναι. Και σίγουρα επωφελήθηκα προσωπικά, ολοκληρώνοντάς το.
  • «Η μετάφραση στερείται την ελευθερία της πρωτοβουλίας», γράφετε. Ποιο είναι το βασικό όπλο του μεταφραστή ξένων λογοτεχνικών κειμένων, λοιπόν, όταν μπροστά του απλώνεται ένα κείμενο με νοηματική δυσκολία και λεξιλογική πολυμορφία όπως «Τα κύματα»;
    Σας ευχαριστώ για την ερώτηση αυτή, διότι μού δίνετε την ευκαιρία να πω δυο λόγια για τη μετάφραση γενικά. Εγώ προσωπικά, τη μετάφραση τη βλέπω ως μια κίνηση προς το ίδιο το πρωτότυπο έργο· δεν είναι μια κίνηση προς τον συγγραφέα, προς τη γλώσσα-στόχο, πόσο μάλλον, προς τον μεταφραστή. Κι εδώ νομίζω, πως εντοπίζονται οι μεγάλες διαφωνίες μεταξύ των μεταφραστών ή των σχολών μετάφρασης. Άλλοτε, η μετάφραση θεωρήθηκε ως εργαλείο οικειοποίησης σπουδαίων έργων κι έτσι απορροφήθηκαν στην εκάστοτε γλώσσα υποδοχής ενώ υπάρχουν και οι περιπτώσεις που οι μεταφραστές κοιτούν να επωφεληθούν τη φήμη του συγγραφέα, βάζοντας ίσως το μετάφρασμα σε δεύτερη προτεραιότητα. Έτσι όμως, η πράξη της μετάφρασης δεν είναι πια πράξη αγάπης προς το κείμενο, αλλά μέσο, για την επίτευξη άλλων σκοπών. Εν ολίγοις, ένας μεταφραστής όταν αναλαμβάνει να δουλέψει μ’ ένα «ξένο» έργο οφείλει να διατηρήσει την ξενικότητά του (είτε αυτό σημαίνει πολιτισμικά στοιχεία, είτε τη διαφορετικότητά του), να μην το οικειοποιηθεί, να μη το αφομοιώσει, να μην το δει ως ευκαιρία για τη δική του προβολή αλλά απεναντίας, να προσπαθήσει να το αναδείξει, αποκαλύπτοντας στον αναγνώστη τον θαυμαστό του κόσμο. Κι όλα αυτά συνδυάζοντάς τα, με την αναδημιουργία που λέγεται λογοτεχνική μετάφραση. Πρέπει το αποτέλεσμα – το μετάφρασμα δηλαδή – να λογιάζεται εκ νέου ως λογοτεχνικό έργο.
  • Πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη του μεταφραστή όταν καλείται να κατανοήσει το πνεύμα ενός συγγραφέα που έργα του έχουν ενταχθεί ανάμεσα στα δέκα κορυφαία αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας;
    Πολύ μεγάλη. Νομίζω με όσα έχω πει παραπάνω, αντιλαμβάνεστε πώς βλέπω την ανάληψη μιας μετάφρασης. Είναι μια κοπιαστική και συνάμα απολαυστική λειτουργία, που προϋποθέτει τη σύμπραξη πολλών μελών (το πρωτότυπο έργο, τον συγγραφέα του, τη γλώσσα-πηγή, τη γλώσσα-στόχο) και αυτό που καλείται να κάνει είναι να αποκαταστήσει τη λογοτεχνική του σημασία σ’ ένα άλλο, νέο περιβάλλον. Εγώ προσωπικά, αφοσιώθηκα στο ίδιο το κείμενο και μελέτησα τη Γουλφ, για να μπορέσω να είμαι συνεπής απέναντι σ’ ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα.
  • Και, πόσο χρήσιμες είναι για τον μεταφραστή άλλες μεταφράσεις που προφανώς έχει στη διάθεσή του;
    Πριν σας απαντήσω ευθέως στην ερώτηση αυτή, θα ήθελα ν’ αναφερθώ στο φαινόμενο της αναμετάφρασης, το οποίο με απασχολεί ερευνητικά μάλιστα. Ένα πρωτότυπο έργο αρχικά, μάς συστήνεται με μια πρώτη μεταφραστική δοκιμή. Όμως, καθώς περνούν τα χρόνια κι ο γλωσσικός και πολιτισμικός παράγοντας μετασχηματίζεται, το μετάφρασμα γερνάει, ενώ το πρωτότυπο δύναται να παραμένει αειθαλές. Είναι αυτονόητο λοιπόν – κατά τη γνώμη μου – πως οφείλουμε στο πρωτότυπο, νέες μεταφράσεις. Δεδομένου μάλιστα, και του ότι καμία μετάφραση δεν μπορεί να φτάσει στο τέλειο αποτέλεσμα, παραμένει μια αέναη διαδικασία, εξελισσόμενη όπως ακριβώς και η γλώσσα. Απαντώντας τώρα στην ερώτησή σας, κάποιοι μεταφραστές μελετούν τις προϋπάρχουσες εκδοχές και τις συμβουλεύονται, άλλοι τις αγνοούν. Εγώ, προσωπικά, τις έλαβα υπόψη.
  • Έλληνες μεταφραστές λογοτεχνικών κειμένων. Μήπως είναι λίγο αδικημένοι σ’ αυτό που λέμε εκδοτική αλυσίδα;
    Φαντάζομαι αναφέρεστε σ’ όλα τα βήματα, στα στάδια απ’ τα οποία περνάει ένα βιβλίο μέχρι να εκδοθεί, σ’ όλους εκείνους που μεσολαβούν (εκδότη, επιμελητές, τυπογραφείο, βιβλιοπωλείο) ή ακόμα και στα εκδοτικά συμφέροντα που υπάρχουν σ’ όλο αυτό που ονομάζεται «μετάφραση». Να σας πω την αλήθεια, πέρα απ’ το προφανές, το ότι δηλαδή ο μεταφραστής θα έπρεπε να έχει τη θέση που τού αναλογεί σ’ όλη αυτή την αλυσίδα – διότι είναι εκείνος που ανασκεύασε και πρόσφερε το τελικό προϊόν – εκείνος που θα έπρεπε πρωτίστως, να διασφαλίσει αυτόν τον ρόλο είναι ο ίδιος ο μεταφραστής. Αν τιμάς τη δουλεία που έχει κάνει, τον κόπο σου· αν αναγνωρίζεις την αξία της προσφοράς σου, δεν αδικείσαι.
    Αν υπόγραφες μεταφράσεις ή πρόχειρες δουλειές, χωρίς ταυτότητα, δεν ανήκουν εκ των πραγμάτων, στον λογοτεχνικό χώρο. Η μετάφραση είναι λογοτεχνική αναδημιουργία και ο κάθε μεταφραστής οφείλει να γνωρίζει την αξία του.
  • Ποιες χώρες είναι εκείνες που στην εκδοτική αλυσίδα που αναφερόμαστε στην προηγούμενη ερώτηση ο μεταφραστής αποτελεί τον πιο σημαντικό κρίκο;
    Φοβάμαι πως δεν μπορώ να σας απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση· δε γνωρίζω. Θέλω να πιστεύω πως, εφόσον πια η μεταφρασεολογία είναι επιστημονικός κλάδος και οι σπουδές πάνω στη μετάφραση ολοένα και εμπλουτίζονται, πλέον οι μεταφραστές αποκτούν το κύρος που τους αναλογεί. Επίσης, να σημειώσω πως, οι χώρες που ενδεχομένως να μην τοποθετούν τον μεταφραστή στο κέντρο της όλης διαδικασίας, είναι εκείνες που μέλημά τους είναι η οικειοποίηση που σας ανέφερα πρωτύτερα. Στόχος τους δηλαδή είναι η αφομοίωση του κειμένου στη γλώσσα τους, αφήνοντας στην άκρη τον μεταφραστή, τον πολιτισμικό χαρακτήρα του πρωτότυπου κ.α. Είναι εν ολίγοις, επικεντρωμένες στη γλώσσα-στόχο κι αυτό για μένα είναι ένας λανθασμένος προσανατολισμός. Η μετάφραση πάνω απ’ όλα, είναι γέφυρα επικοινωνίας, κανάλι ανταλλαγής πολιτισμού.

Λίγα λόγια για το βιβλίο

[…] Tα μάτια μου είναι άγρια· τα χείλη μου σφιχτά. Το πουλί πετάει· το λουλούδι χορεύει· αλλά εγώ ακούω πάντα τον υπόκωφο ήχο των κυμάτων· και το αλυσοδεμένο τέρας ποδοπατάει στην παραλία. Ποδοπατάει, πάλι και πάλι. […]
[…] Είμαστε καταδικασμένοι, όλοι μας. Γυναίκες περνούν με σακούλες με ψώνια. Άνθρωποι συνεχίζουν να περνάνε. Όμως δε θα με καταστρέψεις. Γι’ αυτήν τη στιγμή, αυτήν τη στιγμή μόνο, είμαστε μαζί. Σε πιέζω πάνω μου. Έλα πόνε, φάε με. Βύθισε τους κυνόδοντές σου στη σάρκα μου. Κάνε με κομμάτια. Σπαράζω, σπαράζω. […]
[…] Τα δέντρα κυματίζουν, τα σύννεφα περνούν. Πλησιάζει η ώρα που όλοι αυτοί οι μονόλογοι θα μοιραστούν. Δε θα βγάζουμε πάντα ήχους σαν τον απόηχο μιας καμπάνας, καθώς η μια αίσθηση διαδέχεται την άλλη. Παιδιά, οι ζωές μας υπήρξαν καμπάνες που χτυπάνε· διαμαρτυρίες και κομπασμό· κραυγές απόγνωσης· χτυπήματα στον σβέρκο στους κήπους. […]

Βιογραφικό
Η Άννα Βασιάδη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε Αγγλική φιλολογία και
Ρουμάνικη γλώσσα και λογοτεχνία. Κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο στη Δημιουργική
Γραφή από το ΕΑΠ και το Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Είναι Υποψήφιος
Διδάκτορας στο ΕΚΠΑ, στο τμήμα Νεοελληνικής Γλώσσας.
Το 2020, κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή, με τίτλο Τριάντα Τρία Αντι-
κείμενα απ’ τις εκδόσεις Συρτάρι. Το 2022, μετέφρασε Τα Κύματα της Virginia Woolf
και κυκλοφορούν επίσης απ’ τις εκδόσεις Συρτάρι. Ποιήματα και μεταφράσεις της
δημοσιεύονται σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.