«Κόκκινο σαν το αίμα το ποτάμι όπου θα πνιγούν τα όνειρά σου…»

Η Ιστορία μιας πόλεως και μια γυναίκα στον ανεμοστρόβιλο της ιστορίας.
1906-1913.
Μελένικο. Μια πόλη στα βόρεια σύνορα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ψηλά, άγρια βουνά ασβεστολιθικά με κορφές αιχμηρές σχημάτιζαν γιγάντιους όγκους, αφήνοντας ελάχιστα μικρά ανοίγματα. Δημιουργούσαν τριγύρω της πόλης μια φυσική φυλακή, κάνοντας αδύνατη την απόδραση από αυτό τον σκληρό τόπο. Από αμυντικό οχυρό, ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος το είχε μετατρέψει σε μέρος εξορίας για τα πρόσωπα της Αυλής, τους ευγενείς και τους στρατηγούς που έπεφταν σε δυσμένεια.
Μελένικο. Μια ενταφιασμένη πόλη. Μια πόλη ελληνική και χριστιανική με ιστορία αιώνων, που χρονολογούνται από την εποχή του Βυζαντίου. Η ίδρυσή της ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια και διατηρούσε ευλαβικά και με υπερηφάνεια πολυάριθμους και ανεκτίμητους θρησκευτικούς θησαυρούς, όπως κεντημένα φαιλόνια, βυζαντινοί περγαμηνοί κώδικες, αργυρόχρυσα Ευαγγέλια, χρυσοί σταυροί, ιερά βυζαντινά κειμήλια και πολλά αξιοθαύμαστα διακοσμητικά, που μαρτυρούσαν το ένδοξο παρελθόν της.


Μελένικο. Ένας τόπος Βυζαντινών αρχόντων.
Μελένικο. Ένας άγριος και άνυδρος τόπος, που κουβαλούσε πάνω του ιστορία αιώνων, εκείνα τα σπίτια του με τα πολύτιμα βυζαντινά κειμήλια, οι γεμάτες αποθήκες με τις τρυπητές και τους τόνους μελενικιώτικο κρασί, τα αμπέλια που λύγιζαν από σταφύλια. Μια πλούσια ελληνική πόλη.
Μελενίκιοι. Ακρίτες, από γενιά αρχοντική, με βυζαντινό αίμα που τρέχει στις φλέβες τους, αίμα αυτοκρατορικό, αίμα ευγενικό, σε τόπο τραχύ μεγαλωμένοι, σκαρφαλωμένοι σε αετοφωλιές, όρη με μυτερές βουνοκορφές, που ήξεραν να μάχονται και να επιβιώνουν.


Μελένικο. Μια μικρή ελληνική απομονωμένη πόλη, περιτριγυρισμένη από βουλγαρόφωνα χωριά. Τα πέτρινα εκείνα χρόνια , τα μαύρα σκυλιά οι Βουλγάροι, να πέφτουν σαν όρνια στο Μελένικο και να ξεσκίζουν κομμάτι κομμάτι τις σάρκες του και να διεκδικούν την ελληνική αυτή πόλη. Η φάρα τους, φάρα φονιάδων, ύπουλη, φάρα χειρότερη κι από τον Τούρκο, ήταν υπεύθυνη για όλα τα δεινά του Μελένικου.
Ποια πατρίδα; Πατρίδα ήταν το Μελένικο. Πόλη χριστιανική. Με τις εβδομήντα δύο εκκλησίες, τα τέσσερα σχολεία και τα πολλά φιλανθρωπικά ιδρύματα, το «Κοινόν Μελενίκου», τους δημογέροντες, τους εφόρους και τους προέδρους των σιναφιών.
Μελένικο. Ο τόπος που από αίμα ήταν καμωμένος, το χώμα της μακεδονικής γης δεν είχε ξεδιψάσει.
Μελένικο. Η αυτοκτονία μια πόλης. Το Μελένικο είχε δώσει μόνο του τέλος στη ζωή του, είχε κόψει τις φλέβες κι αιμορραγούσε. Βάφτηκαν κόκκινες οι πέτρες, βάφτηκε κόκκινος ο ποταμός.


Θεοφανώ Λασκαρίνα. Ένα πλάσμα αιθέριο. Στις φλέβες της Θεοφανώς κυλούσε αίμα από πορφύρα. Ήταν Λασκαρίνα, ήταν από το Μελένικο, ήταν πορφυρογέννα. Ήταν μια ξανθιά πανέμορφη γυναίκα, με γαλανά μάτια, λευκή επιδερμίδα, που ίππευε σαν αμαζόνα ένα από τα πιο ζόρικα άλογα του καζά. Ήταν πολύφερνη νύφη. Ήταν ατίθαση και θαρραλέα που αψηφούσε τις βουλγαρικές τσέτες και τις επιταγές του πατέρα της. Δεν ήταν μόνο τα νιάτα ή η ομορφιά της. Ήταν πως η Θεοφανώ ήταν ένα πλάσμα αέρινο, με χιλιάδες πρόσωπα. Άπιαστη. Ήθελε η Θεοφανώ να γευτεί τον έρωτα. Ήταν καταδικασμένη να ζήσει με το ανεκπλήρωτο του έρωτα. Να αναρωτιέται μια ζωή πώς είναι ένα φιλί από κάποιο στόμα που έχεις ποθήσει. Ήταν ερωτευμένη και ήθελε να ονειρευτεί…

Όμως τα πάντα είναι εμπόριο…
Την πούλησε την όμορφη σαν άγγελο κόρη του, ο Κομνηνός Λάσκαρης σε ένα πλούσιο Έλληνα έμπορο της Βιέννης, προσωποποίηση της ασχήμιας…
Πέτερ Μορίσωφ ή Πέτκο, ο Βούλγαρος κομιτατζής. Ερωτευμένος με τη κρασίβα (όμορφη) Θεοφανώ. Έρωτας αληθινός, η Θεοφανώ είχε καταντήσει αρρώστια για κείνον. Η σκέψη της του έτρωγε το μυαλό, όπως η φυλλοξήρα τα αμπέλια. Θεοφανώ, μια γυναίκα που αγάπησε με εμμονή. Μια γυναίκα που την ήθελε απεγνωσμένα. Ποτέ όμως δεν θα γινόταν δική του. Ποτέ δεν θα την κατακτήσει. Ποτέ δεν δέχτηκε τον έρωτά του.


Ο Δόκιμος. Λάζαρος Ιβήρων και Ροζινού. Η πολύ όμορφη Θεοφανώ κόλαζε και τον άγιο άνθρωπο. Τα μάτια του Λάζαρου δεν μπορούσαν να την κοιτάξουν με λατρεία. Καιγόταν η καρδιά του. Προσπαθούσε να κρατήσει στη μνήμη του το άρωμα της γυναίκας. Ένιωθε ένα ηδονικό μυρμήγκιασμα, ένα ευχάριστο πόνο στα λαγόνια του. Δεν αισθανόταν αμαρτωλός για τα αισθήματα για εκείνη. Αγαπούσε μια αγία, δεν είχε πόθο σαρκικό. Αλλά ήταν μεγάλη αμαρτία . «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, τον αμαρτωλό» μουρμούριζε συνέχεια, γιατί σκεφτόταν ακόμη την ξανθιά γυναικεία κόμη. Όμως δεν μπορούσε να γίνει άγιος εάν δεν είχε αμαρτήσει…
Ο Πέτκο κι εκείνος ο μοναχός, ο Λάζαρος, τον ίδιο πόνο είχαν. Έναν πόνο που άκουγε στο όνομα Θεοφανώ. Μπορεί κι οι δυο τους να είχαν κρατήσει από ένα κομμάτι, η αληθινή Θεοφανώ όμως δεν ανήκε σε κανέναν…
Οι όμορφες σχέσεις όμορφα καίγονται…


Μια βυζαντινή εικόνα αιρετική. Της «αγίας» Θεοφανώς. Με λαμπρό φωτοστέφανο και ασημένια μύτη. Μια άλλη Θεοφανώ , σε χρόνους βυζαντινούς, που είχε φυλακιστεί στο Μελένικο. Μια παράξενη γυναικεία μορφή, όμορφη παρά τη λειψή της μύτη. Μια εικονιζόμενη γυναίκα χωρίς μύτη. Η ρινότμητη που στην κόγχη της μύτης υπήρχε φυτεμένο ένα κομμάτι ασήμι. Η εικονιζόμενη γυναίκα θύμιζε περισσότερο κοσμική αυτοκράτειρα παρά κάποια αγία που είχε μαρτυρήσει. Τα χαρακτηριστικά της Θεοφανώς στη βυζαντινή εικόνα έμοιαζαν με την Θεοφανώ του 20ου αιώνα, λες και ο αγιογράφος του τότε είχε χρησιμοποιήσει την ίδια για μοντέλο….
Ένα προσευχητάρι που είχε ζωγραφισμένη μια γυναίκα με ξέπλεκα τα μακριά της μαλλιά, με ένα βλέμμα αποφασιστικό και συνάμα ειρωνικό. Ποιος τόλμησε να βλασφημήσει ζωγραφίζοντας ένα γυναικείο πρόσωπο στη Σύνοψη;


Σπασμένα βαρέλια που αντί για κρασί έσταζαν αίμα, με φωτιές που, αντί να σβήνουν όταν αντάμωναν το ποτάμι, εκείνες θέριευαν. Ένα κόκκινο ποτάμι από γλυκόπιοτο μελενικιώτικο κρασί. Όλα γύρω είχαν κοκκινίσει: το κόκκινο του δειλινού ανάκατο με το κόκκινο της φωτιάς και του ποταμού.
Το βλέμμα της Θεοφανώς ήταν στραμμένο στο μέλλον, ακόμα κι αν αυτό ήταν σκοτεινό, ζοφερό, κόκκινο σαν το κρασί που άφηναν πίσω τους, κόκκινο σαν το αίμα που θα έβρισκαν μπροστά τους….
Ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, γεμάτο περιπέτεια και πάθη.
Ένα ιστορικό μυθιστόρημα για μια μαρτυρική και απομονωμένη ελληνική πόλη, για μια πόλη που δακρύζει, για το ποτάμι της βίας, τους Εξαρχικούς και Πατριαρχικούς, τις κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις, τους πολέμους, το κόκκινο της φωτιάς, του αίματος και του κρασιού, το κόκκινο του Μελένικου, το κόκκινο της αγάπης, το κόκκινο που προμηνύει την καταστροφή, το χυμένο μελενικιώτικο κρασί, τα νεκρά αμπέλια, την προσφυγιά, τον ανεκπλήρωτο έρωτα.
Ένα βιβλίο για έναν τόπο ανυπότακτο, ένα τόπο εξορίας και μια αδάμαστη γενιά σε ζοφερούς, σκοτεινούς και επικίνδυνους καιρούς.
Πρόκειται για Αριστούργημα.

Η ΣΟΦΙΑ ΒΟΪΚΟΥ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Ιστορία της Τέχνης στη Σχολή του Λούβρου. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές πάνω στην Επικοινωνία και τον Πολιτισμό των Χωρών της Μεσογείου στο Πανεπιστήμιο Sophia Antipolis της Γαλλίας. Από το 1997 δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον χώρο της διαφήμισης και της επικοινωνίας, διευθύνοντας το δικό της δημιουργικό γραφείο. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά. Είναι παντρεμένη και έχει δύο παιδιά. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν συνολικά εννέα μυθιστορήματά της, τα οποία έχουν πουλήσει περισσότερα από 180.000 αντίτυπα.