Συγγραφέας του βιβλίου «Το λευκό κουστούμι» – Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Με πραγματικά ιστορικά γεγονότα και αληθινές επιστολές μιας άλλης εποχής ο Ξενοφών Μπρουντζάκης μας παίρνει μαζί του σ’ ένα νοσταλγικό ταξίδι στην Τήνο, τότε που τα ψυγεία λειτουργούσαν με κολώνες πάγου και το πλυντήριο έμοιαζε με αντικείμενο από άλλον πλανήτη. Εκεί, μας περιμένει ένας νεανίας που ονειρεύεται να εγκαταλείψει «τον επί γης παράδεισο». Θα παρακολουθήσουμε το ταξίδι του στην Αθήνα και θα νιώσουμε μαζί του «την βαθιά ευτυχία ότι κανείς δεν έδινε δεκάρα για την ύπαρξή του. Ένα όργιο χαράς: ένας κόσμος, δίχως κανόνες, περιορισμούς, δίχως ενοχές. Ένας κόσμος στον οποίο δεν λογοδοτείς». Τι κρύβεται, όμως, πίσω από τις τρεις λέξεις του τίτλου; Όπως λέει στο Vivlio-life ο συγγραφέας «Το Λευκό Κουστούμι» συμβολίζει την καινούργια ζωή, την άγραφη, το νέο ξεκίνημα. Είναι κάτι σαν το ένδυμα της προσωπικής μου απελευθέρωσης – ενηλικίωσης».

  • Τήνος. Αυτό είναι το ειδυλλιακό κυκλαδονήσι που μας μεταφέρετε. Για τους περισσότερους είναι το νησί της Παναγιάς, ενώ για κάποιους είναι ένας ήσυχος τουριστικός καλοκαιρινός προορισμός. Για σας;
    Ο γενέθλιος τόπος. Με άλλα λόγια κάτι βαθύ κι αξεπέραστο καθώς είμαι συνδεδεμένος με τον τόπο υπαρξιακά κι άρρηκτα. Αυτό είναι αμετάκλητο και φέρει το βάρος τού τετελεσμένου: αυτού που δεν αλλάζει. Άρα είναι σημείο αναφοράς και ταυτότητας.
  • Ένας νεανίας – ο ήρωάς σας δηλαδή – ποθεί να ξεφύγει «από τον επί γης παράδεισο». Πώς φάνταζε στο μυαλό ενός νέου η Αθήνα και ποιο ήταν το πρώτο συναίσθημα που πλημμύρισε την ψυχή του όταν το πλοίο έδεσε σ’ έναν άγνωστο τόπο;
    Σαν ένα γιγαντιαίο παιχνίδι, υποσχετικό κι επικίνδυνο, μυστηριώδες κι αποκαλυπτικό. Το πρώτο συναίσθημα ήταν ότι ένιωσε άφατη ελευθερία, ψυχική γαλήνη και τον θρίαμβο της ανωνυμίας. Την βαθιά ευτυχία ότι κανείς δεν έδινε δεκάρα για την ύπαρξή του. Ένα όργιο χαράς: ένας κόσμος, δίχως κανόνες, περιορισμούς, δίχως ενοχές. Ένας κόσμος στον οποίο δεν λογοδοτείς.
  • «Θέλει να γευτεί τον απαγορευμένο καρπό της ελευθερίας του που εξαντλείται στο όριο της θάλασσας», γράφετε. Τι κρύβει μέσα του το επίθετο «απαγορευμένο» που επιλέξατε για να προσδιορίσετε τον «καρπό της ελευθερίας»;
    Προφανώς εννοώ όλους τους περιορισμούς που επιβάλει η εποχή, η νοοτροπία και οι αντιλήψεις ενός κόσμου περίκλειστου, στον οποίο ανδρώνεται ο ήρωάς μου, όπου η ατομική παρέκκλιση από τους κανόνες έχει συνέπειες και επιφέρει νέους εξαναγκασμούς. Το απαγορευμένο λοιπόν είναι «η δίκη σου ζωή»! Το ζητούμενο για τον νεανία καθώς μεγαλώνει είναι να απελευθερωθεί από την τυραννική εποπτεία της κοινότητας, μέσα από την εδραίωση της ατομικής προσωπικής ελευθερίας. «Της δικής του ζωής»!
  • Με το νοσταλγικό σας μυθιστόρημα ο αναγνώστης γνωρίζει την Τήνο μιας άλλης εποχής και μπαίνει στο σπίτι του πρωταγωνιστή. Βλέπει τη φορμάικα να γυαλίζει, το πρώτο ψυγείο που άνοιγε αθόρυβα, τα ψηλοτάβανα σπίτια με τα τεράστια παράθυρα… Επιδιώξατε γράφοντας να μας κάνετε μέρος της δικής σας Τήνου;
    Κυρίως επεδίωξα να εντάξω τον αναγνώστη στο κλίμα της εποχής, καθώς γίνεται λόγος για έναν άλλο κόσμο, όπου το πλυντήριο έμοιαζε σαν αντικείμενο που έπεσε από άλλον πλανήτη. Γράφω για ψυγεία που λειτουργούσαν με τις κολώνες του πάγου. Αυτά τα πραγματολογικά είναι αναγκαία για να δώσουμε μια συνολική εικόνα μέσα στην οποία ο ήρωας διαμορφώνεται κι αισθάνεται όπως αισθάνεται.
  • Ανάμεσα σε μνήμες, συναισθήματα και στιγμές της καθημερινής ζωής στο νησί, βρισκόμαστε και στην καρδιά κάποιων ιστορικών γεγονότων του Εμφυλίου στα οποία ήρωας είναι, πια, ο πατέρας του πρωταγωνιστή. Είναι πραγματικά τα γράμματα από το μέτωπο με ημερομηνίες του 1949 που διαβάζουμε;
    Και τα γράμματα όπως και οι μάχες και τα γεγονότα που αναφέρονται είναι πραγματικά και εντάσσονται μέσα στην γενικότερη ατμόσφαιρα του περίγυρου όπου μεγάλωσε ο μικρός μας ήρωας. Είναι λογικό το παρελθόν των προγόνων μας να ζει μέσα μας. Μήπως η ζωή μας δεν είναι οι αναμνήσεις μας ατομικές και συλλογικές;
  • Η νοσταλγία πολλές φορές προκαλεί θλίψη. Πόσο γλυκιά ή πικρή είναι η γεύση της δικής σας νοσταλγίας;
    Γλυκόπικρη, όπως είναι η ζωή, μια σύνθεση γλυκών και πίκρων γεύσεων. Η περασμένη ζωή προκαλεί εκείνη την μελαγχολία της αναπόλησης που συνήθως με το χρόνο εξιδανικεύεται σε σχέση με την σκληρότητα της πραγματικότητας.
  • Αυτό που μας αγγίζει πάντως, ανάμεσα σε πολλά άλλα σ’ αυτό το μυθιστόρημα είναι κάποια ερωτήματα που θέτετε; Όπως: «ενάντια σε ποιον πυροβολούσε ο πατέρας μου, εναντίον του πατέρα μου ποιοι έριχναν, τι ζητούσαν και θύμωσαν τόσο ώστε να πάρουν τα βουνά σκοτώνοντας ο ένας τον άλλον;» Πόση «δυναμική» έχουν αυτά τα ερωτήματα στο μυαλό ενός γιού ανεξαρτήτου ηλικίας;
    Το ερώτημα αυτό μπαίνει εμβόλιμα στο μυθιστόρημα γίνεται, ωστόσο, καθοριστικό καθώς παραμένει το «αναπάντητο ερώτημα» μιας περασμένης εποχής που ως κοινωνία οφείλαμε να έχουμε απαντήσει και κλείσει ως θέμα. Αντίθετα μένει ανοικτό να χάσκει σαν μια διαρκής διχαστική απειλή. Κάποια στιγμή πρέπει να δώσουμε ένα τέλος σε αυτή την εμφύλια εκκρεμότητα.
  • «Ίσως να φορέσω κι εγώ κάποτε ένα παρόμοιο λευκό κουστούμι σαν αυτό που φορά ο άγνωστος περιπατητής…» Με δεδομένο πως γράφετε σε πρώτο πρόσωπο και άρα θα μπορούσε να ήταν δικό σας το εφηβικό όνειρο που περιγράφετε, αναρωτιέμαι αν φορέσατε κάποτε ένα λευκό κουστούμι.
    Το Λευκό Κουστούμι συμβολίζει την καινούργια ζωή, την άγραφη, το νέο ξεκίνημα. Είναι κάτι σαν το ένδυμα της προσωπικής μου απελευθέρωσης – ενηλικίωσης. Αυτό έγινε, όπως και πράγματι εκπλήρωσα τότε το όνειρο μου να φορέσω κι εγώ το δικό μου Λευκό Κουστούμι!
  • «Αυτό ίσως ονειρευόμουν, αυτό έψαχνα σε εκείνα τα μακρινά νυχτερινά ταξίδια. Μια μέρα να ξημερωθώ ανέμελος…». Ίσως πολλοί από εμάς που διαβάσαμε «Το λευκό κουστούμι» να ονειρευόμαστε ακριβώς το ίδιο. Εσείς το καταφέρατε;
    Ναι το κατάφερα με την έννοια ότι το συγκεκριμένο όνειρο ζωής ήταν αυτό το βήμα προς την ελευθέρια μου. Η συνέχεια επί της πόλης εξακολουθεί να με γοητεύει καθώς η Αθήνα για μένα αποτελεί τόπο λατρείας. Προφανώς, το «ανέμελος», σημαίνει δίχως έλεγχο και εποπτεία καθώς ως γνωστό δεν υπάρχει ανέμελη ζωή. Και ευτυχώς, γιατί το πιθανότερο είναι ότι που θα προκαλούσε θανάσιμη πλήξη αν υπήρχε.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Σε ένα ειδυλλιακό κυκλαδονήσι, όπου όλα υπονοούν τον επί γης παράδεισο, ένας νεανίας θέλει να γευτεί τον απαγορευμένο καρπό της ελευθερίας του που εξαντλείται στο όριο της θάλασσας. Ποθεί να ξεφύγει από την εκρηκτική διαφάνεια του κυκλαδίτικου φωτός, από την εξοντωτική επανάληψη των ίδιων εντυπώσεων, την τυραννία των προσώπων, τον βασανιστικό ήχο της καμπάνας, την εξοικείωση με το θάνατο. Θέλει να αποτινάξει όλη τη σκληρότητα του κόσμου της αθωότητας. Έτσι, κάθε βράδυ καταστρώνει, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ένα σχέδιο διαφυγής όπου το σπίτι του γίνεται καράβι και ταξιδεύει σε σκοτεινά πελάγη. Το όνειρό του είναι να φορέσει ένα λευκό κουστούμι μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα και ό,τι τον συνδέει με μια ζωή καθορισμένη από τον τόπο. Στην αγωνία του να ξεφύγει από τη σκοτοδίνη της επανάληψης, τα μετρημένα βήματα πριν τα διακόψει η θάλασσα με το πανούργο γαλάζιο, το παρελθόν του γίνεται μύθος και το παρόν του οι ανεξερεύνητοι δρόμοι της πρωτεύουσας.

Βιογραφικό
Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης γεννήθηκε στην Τήνο το 1959. Όλο του το πεζογραφικό έργο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη (εκτός από το μυθιστόρημα Ο παράξενος ταξιδιώτης της Μπολιβάριας που κυκλοφόρησε ως ένθετο στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος το 2020). Συνεργάστηκε τακτικά ή έκτακτα με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, όπως Το Δέντρο, Πολιορκία, Γράμματα και Τέχνες, Διαβάζω, Εντευκτήριο, Poetix και (δε)κατα, ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον Τύπο.
Έχει συνεργαστεί με διάφορους εκδοτικούς οίκους ως διευθυντής σειρών και επιμελητής εκδόσεων, όπως και ως σεναριογράφος σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές και ως στιχουργός σε δισκογραφικές εκδόσεις.
Από το 2005 εργάζεται ως συντάκτης στην εφημερίδα Το Ποντίκι όπου διατηρεί τη δική του σελίδα βιβλίου και είναι υπεύθυνος των ομώνυμων εκδόσεων της εφημερίδας έχοντας επιμεληθεί και εκδώσει περί τους διακόσιους τίτλους βιβλίων. Ταυτόχρονα αρθρογραφεί στην ηλεκτρονική έκδοση Το Ποντίκι Web.