Η πρώτη δημοσίευση της νουβέλας «Οι αχώριστες» μέσα στο 2020 και η υποδοχή της, 66 χρόνια μετά την ολοκλήρωσή της, φανέρωσαν ένα πολύ σημαντικό αφήγημα.
Στη νουβέλα αυτή η Σιμόν ντε Μποβουάρ εκδηλώνει από πολύ νωρίς την ομοφυλόφιλη επιθυμία και αφηγείται το τολμηρό ,για την εποχή του θέμα ,του γυναικείου ομοερωτισμού ή ερωτική φιλία μεταξύ κοριτσιών.


«Οι αχώριστες» είναι μια νουβέλα ενηλικίωσης ή, καλύτερα, ερωτικής ενηλικίωσης.
Στο βάθος της αυτοβιογραφικής αυτής νουβέλας βρίσκεται η ερωτική αφύπνιση, μια έλξη σεισμική, εκείνο το πρωτόγνωρο θάμβος για κάποια άλλη ύπαρξη που κρύβει μέσα του, με ένα τρόπο αναπόφευκτο και σχεδόν τελετουργικό, τον μεταμορφωτικό πόνο της ανθρώπινης ενηλικίωσης.
Η σχέση της Σιμόν με την Ελιζαμπέτ Λακουάν, συμμαθητριά της στο παρθεναγωγείο και αργότερα συμφοιτήτρια στη Σορβόνη, αποτελεί τον πυρήνα της νουβέλας. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ γνώρισε την Ελιζαμπέτ Λακουάν (Ζαζά), και συνδέθηκε μαζί της, στα θρανία και στις αίθουσες του αυστηρού καθολικού σχολείου θηλέων Cours Desir. Ήταν ένα σχολείο για τα κορίτσια της μεγαλοαστικής τάξης, κυρίως των αστικών καθολικών οικογενειών, όπως ήταν η οικογένεια της Σιμόν, που είχε όμως χάσει τα χρήματά της.
Η αφήγηση στις «Αχώριστες» αρχίζει από τον προτελευταίο χρόνο του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου, περνάει από την Ανακωχή και χάνεται μέσα στη δεκαετία του 1920.


Η συγγραφέας μας βάζει μέσα στις αστικές καθολικές οικογένειες, στο φανερό αλλά, κυρίως, στον κρυφό κόσμο τους, στα αισθήματά τους, στις αγρεπαύλεις τους, στις απαγορεύσεις που επιβάλλουν στα παιδιά τους, στο προσκύνημα στη Λούρδη, στον κεντρικό ρόλο που παίζει η εξομολόγηση στις ζωές τους.
Στις «Αχώριστες» η Σιμόν γίνεται Σιλβί και η Ελιζαμπέτ (Ζαζά) γίνεται Αντρέ. Κόρες καθολικών οικογενειών της καλής κοινωνίας, συναντιούνται όταν είναι εννέα ετών και γίνονται αχώριστες.
Η Αντρέ είναι μια μελαχρινή, με μάγουλα ρουφηγμένα, με μάτια σκούρα και λαμπερά που κάρφωναν επίμονα. Από την πλευρά της Σιλβί η φιλία εξελίσσεται σε έρωτα, που δε γίνεται ποτέ σωματικός, παραμένει ανεπίδοτος, όχι όμως ανομολόγητος. «Εγώ μόνον έναν έρωτα αντιλαμβανόμουν: αυτόν που ένιωθα για εκείνη» λέει κάπου η Σιλβί. Και κάπου αλλού: «…το κενό της καρδιάς μου, η μελαγχολική γεύση των ημερών μου είχαν μία και μόνη αιτία: την απουσία της Αντρέ. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτήν». «Ήμασταν αχώριστες τόσο καιρό, και τώρα καταλαβαίνω πως σας ήξερα ελάχιστα!» κάπου λέει η Αντρέ.


Η Αντρέ παρότι «αχώριστη», δεν ομολογεί ποτέ αυτό τον έρωτα αλλά αφήνεται να παρασυρθεί από τα κύματα του οικογενειακού κομφορμισμού και να αποδεχθεί έναν γάμο, με τον συμφοιτητή της, Πασκάλ.Με τον Πασκάλ, ήρωα της νουβέλας που ταυτίζεται με τον Μορίς Μερλό-Ποντί, δημιουργείται ένα τρίο. Για τη Σιλβί που θεωρούσε ότι ανάμεσα στην καρδιά και το κορμί της Αντρέ υπήρχε ένα πέρασμα που παρέμενε ανεξήγητο και μυστηριώδες, η «λύση» ήταν να αποδεχθεί την Αντρέ παντρεμένη και μητέρα. Θα άξιζε όμως ένα τέτοιο τέλος για τις αχώριστες; Θα άξιζε ένα τέτοιο τέλος τόσο από την πλευρά της ιδεολογίας της συγγραφέως όσο, κυρίως, από την πλευρά της λογοτεχνικής αφήγησης; Όχι. Η Αντρέ τελικά πεθαίνει από ιογενή εγκεφαλίτιδα, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα με την Ελιζαμπέτ Λακουάν. Ο τάφος της σκεπάστηκε με λευκά άνθη. Η Σιλβί συνειδητοποιεί τότε ότι η φίλη της πέθανε «από αυτή τη λευκότητα», δηλαδή από τις συμβάσεις του «καθωσπρέπει» βίου. Και πριν πάρει το τρένο για το Παρίσι απόθεσε πάνω στα άσπιλα άνθη τρία κόκκινα τριαντάφυλλα.


Ο θάνατος της Ζαζά είναι μια καταστροφή που θα στοιχειώσει δια παντός την Σιμόν ντε Μποβουάρ.
Εκείνη που θ΄αναστήσει την Αντρέ είναι η Σιλβί/Σιμόν, με τρυφερότητα και σεβασμό, θα την αναστήσει και θα τη δικαιώσει με τη θεία χάρη της λογοτεχνίας…


Η ΣΙΜΟΝ ΝΤΕ ΜΠΟΒΟΥΑΡ (Simone Lucie Ernestine-Marie-Bertrand de Beauvoir, 1908-1986) ήταν Γαλλίδα συγγραφέας, φιλόσοφος, φεμινίστρια και πολιτική ακτιβίστρια. Συνδέθηκε με τους κύκλους των υπαρξιστών φιλοσόφων, αναπτύσσοντας έναν φεμινιστικό υπαρξισμό και συμβάλλοντας σε κοινωνικοπολιτικές θεωρίες της εποχής της. Έγραψε μυθιστορήματα και δοκίμια, αλλά περισσότερο διάσημη είναι για το έργο της Το δεύτερο φύλο (1949), ένα κομβικό, αν όχι και «ιδρυτικό» κείμενο για την εξέλιξη του φεμινισμού. Σημαντικά είναι και τα απομνημονεύματά της, όπου σκιαγραφείται μια ολόκληρη εποχή καθώς και η Γαλλία της μεταπολεμικής περιόδου. Τιμημένη με το Βραβείο Γκονκούρ το 1954, το Βραβείο Ιερουσαλήμ το 1975, και το Κρατικό Βραβείο της Αυστρίας για την Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία το 1978, η Ντε Μποβουάρ συνδέθηκε με την ηγετική φυσιογνωμία του γαλλικού υπαρξισμού, τον συγγραφέα, φιλόσοφο και πολιτικό ακτιβιστή Ζαν-Πολ Σαρτρ – μια σχέση ζωής, αλλά και ανοιχτή» και από τις δύο πλευρές. Το μυθιστόρημά της ΟΙ ΑΧΩΡΙΣΤΕΣ, ένα από τα πρώτα της, και πλέον αυτοβιογραφικά, έργα, γράφτηκε το 1954 αλλά παρέμεινε αδημοσίευτο. Πρωτοκυκλοφόρησε μόλις το 2020.