Φιλολογική Επιμέλεια Χ.Ντουνιά Εκδόσεις Εστία 2023 σελ.173-Γράφει: Ο Κώστας Τραχανάς

Η ανέκδοτη αλληλογραφία του Μ.Καραγάτση με τους συμφοιτητές του Γιώργο Ρωμανό (1931-1933) και Νίκο Καλαμάρη (Νικόλαος Κάλας) (1928-1931) μας αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της προσωπικής ιστορίας του.
Σημαντικό εύρημα κατά την ανάγνωση των επιστολών αφορά στο όνομα με το οποίο υπογράφεται η νεανική αλληλογραφία. Ο Δημήτρης Ροδόπουλος είχε ήδη επιλέξει το ψευδώνυμο Καραγάτσης από το δάσος «Αριμπουτζάκ» που γειτόνευε με την Αβερώφειο Γεωργική Σχολή στη Λάρισα και ήταν γεμάτη με φτελιές (φτελιά= καραγάτσι).
Αν το επώνυμο παραπέμπει στον τόπο καταγωγής του συγγραφέα, το αρχικό Μ. είναι λογοτεχνικό δάνειος από τον αγαπημένο του συγγραφέα Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Ο Μίτια (Ντμίτρι) επιλέχθηκε λόγω της ρωσικής απόδοσης του ονόματος Δημήτρης αλλά και εξαιτίας του θαυμασμού που γεννούσαν στον εκκολαπτόμενο συγγραφέα οι ντοστογιεφσικοί χαρακτήρες και ιδιαίτερα το μυθιστόρημα «Αδελφοί Καραμαζώφ».


Το Μίτια δεν ήταν απλώς ένα φιλολογικό ψευδώνυμο αλλά το όνομα που χρησιμοποιούσε στην αλληλογραφία με φίλους και συμφοιτητές του: «ο αγαπών σε Μίτιας» είναι η επωδός στα γράμματα προς τον Γ.Ρωμανό και «σε φιλώ Μίτιας» προς τον Ν.Καλαμάρη.
Ο Γ.Ρωμανός βρίσκεται στο Μόναχο για μεταπτυχιακές σπουδές ενώ ο Καραγάτσης αναρρώνει στην Ραψάνη από μια προφυματτιώδη αδενοπάθεια και προετοιμάζεται να δώσει εξετάσεις για το πτυχίο των Πολιτικών Επιστημών. Τον Δεκέμβριο του 1931 δεν θα συνεχίσει ο Καραγάτσης για μεταπτυχιακές σπουδές, αφού δεν είχε σκοπό να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα, ούτε να ανοίξει δικηγορικό γραφείο, επιθυμεί να βρει μια καλή θέση στο Υπουργείο Εξωτερικών ή να γίνει «έμπορος στον Πειραιά», όπως σαρκαστικά εξομολογείται στον Ρωμανό. Επίσης αναφέρει στον φίλο του ότι ασχολείται με τη συγγραφή μιας νουβέλας και ότι έχει αποφασίσει να στραφεί οριστικά στη λογοτεχνία.


«Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν», που μάλλον γεννήθηκε στις μέρες της Ραψάνης, είναι το έργο που θα τον βγάλει από την αβεβαιότητα για τη λογοτεχνική του μοίρα ή τις ικανότητές του, ωστόσο είναι ακόμα νωρίς για να ξεπεράσει την ψυχοσυναισθηματική κρίση που τον ταλαιπωρεί εκείνα τα χρόνια. Φυσικά παραμένει αθυρόστομος και μελαγχολικός. Το πάχος, που τραυματίζει την αυτοεικόνα του νεαρού Μίτια και δυσκολεύει τις ερωτικές του σχέσεις το αντιμετωπίζει με χιούμορ.
Η περίοδος της δίχρονης αλληλογραφίας με τον Ρωμανό είναι κρίσιμη. Τότε αποφασίζει να ασχοληθεί κυρίως με τη λογοτεχνία εγκαταλείποντας τα σχέδια για μεταπτυχιακές σπουδές. Είναι ο χρόνος της συγγραφής του πρώτου του μυθιστορήματος αλλά και η σύλληψη του «Γιούγκερμαν», ίσως του πιο άρτιου και δυνατού έργου του. Την ιδέα του Γιούγκερμαν τη βρήκε το 1932 και μόνο τον Ιανουάριο του 1936 έγραψε την πρώτη αράδα.


Το 1932 είναι η χρονιά που προσλαμβάνεται ως νομικός σύμβουλος στη Surveillance, ασφαλιστική εταιρεία που έχει έδρα στη Γενεύη και υποκατάστημα στον Πειραιά. Εκεί θα γνωρίσει τον κόσμο των μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων, των τραπεζιτών, των υπαλλήλων και των εργατών, που θα αποτελέσει το κοινωνικό και ανθρωπολογικό πλαίσιο της ιστορίας του Γιούγκερμαν. Ωστόσο δεν είναι μόνο το περιβάλλον του εμπορικού Πειραιά και οι γνωριμίες με τον κόσμο της οικονομικής ελίτ και των παραφυάδων της, που καθιστούν το 1932 έτος της σύλληψης του Γιούγκερμαν. Είναι και η ισχυρή ερωτική αναστάτωση που βιώνει ο νεαρός Μίτιας, η τραυματισμένη σχέση με το «παλιοκόριτσο» που του συμπεριφέρεται με τρόπο σαδιστικό και αλλοπρόσαλλο, το πρότυπο δηλαδή της αινιγματικής ηρωΐδας, που με πάθος εμμονικό κυρίευε τη σκέψη του Γιούγκερμαν ως το τέλος του. Τη γαλανομάτα σέξι, ανήθικη και μοιραία Ντίνα που ο Γιούγκερμαν μοιράζεται -παρά τη θέλησή του- με τον φίλο του Μιχάλη Καραμάνο, πρόσωπα στα οποία ο Καραγάτσης προσδίδει και ορισμένα δικά του στοιχεία προσωπικότητας. Από την αφήγηση του νεαρού συγγραφέα διαπιστώνουμε ότι στην ουσία πρόκειται για μία ιστορία ζωής εντυπωσιακά όμοια με τη μυθοπλασία.


Με τον Νίκο Καλαμάρη μοιράζονται τις ίδιες απόψεις για τον δημοτικισμό και τη σχέση του με την κοινωνική αλλαγή. Το 1928 αρχίζει η στροφή και των δύο προς τον χώρο των μαρξιστικών ιδεών. Στη διάρκεια του 1931 ο Κάλας θα μετακινηθεί από τις αρχικές του θέσεις και υποστηρίζοντας τη σύνδεση πολιτικής και καλλιτεχνικής πρωτοπορίας θα τοποθετηθεί ξεκάθαρα εναντίον του ρεαλισμού.
Οι σχέσεις προβεβλημένων εκπροσώπων της γενιάς του΄ 30 με τον Μ.Καραγάτση δεν είναι θερμές. Οι αιτίες σύνθετες: σίγουρα η προτίμηση του Καραγάτση προς την κοινωνική παρατήρηση και τον ρεαλισμό ή ακόμα και τον νατουραλισμό, η αντίδρασή του στις μοντερνιστικές αναζητήσεις, η ιδιαίτερη προσωπικότητά του, η απόστασή του από τους βενιζελικούς κύκλους, ακόμα και οι επιφυλάξεις του για την αξία του Μακρυγιάννη. Η δηλωμένη συμπάθεια του Καραγάτση στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ΄30 προς το κομμουνιστικό ιδεολογικό στρατόπεδο, θα πρέπει να παίζει τον ρόλο της στη διαμόρφωση των συμμαχιών και των επιλογών του.


Μετά την έκδοση του «Συνταγματάρχη Λιάπκιν» που ο Κάλας θεώρησε «μικροαστική ηθογραφία» και μέσα στην ίδια χρονιά (1933) -των ποιημάτων του Νίκου Καλαμάρη που ο Καραγάτσης επίσης απέρριπτε ως ακαταλαβίστικα, οι σχέσεις των παλιών φίλων και πρώην ομοϊδεατών έπαψαν να είναι θερμές ούτως ή άλλως είχαν και οι δύο απομακρυνθεί από τον νεανικό, κομμουνιστικό τους ενθουσιασμό.
Ο Καραγάτσης ανακοινώνει τον Νοέμβριο του 1931 -σε γράμμα που απευθύνει προς τον Γιώργο Ρωμανό– την έκδοση του «Συνταγματάρχη Λιάπκιν» ως εξής: «Το έργο μου μάλλον θα εκδοθεί. Είναι καθαρά κομμουνιστικό. Μου φαίνεται ότι σου ανήγγειλα την προσχώρησή μου στις ιδέες της Γ΄ Διεθνούς» . Πρόκειται για μία δήλωση εντυπωσιακή και ανατρεπτική σε σχέση με την εικόνα του Καραγάτση, την οποία κριτικοί, ιστορικοί και βιογράφοι δημιούργησαν, κυρίως μετά την περίοδο του Εμφυλίου. Η δήλωση αυτή ενισχύεται με ένα άλλο αρχειακό εύρημα, που αναφέρεται στο σημαντικό για την ιδεολογική πορεία του Καραγάτση γράμμα που διασώθηκε στο αρχείο του Κάλας και το οποίο γράφτηκε την ίδια χρονιά. Εκεί ο συγγραφέας αναφέρεται με τρόπο ενθουσιώδη στη μεγάλη κοινωνική αναστάτωση που επικρατεί στη Θεσσαλία: «Η αριστερή αντίδραση σ΄ όλη τη Θεσσαλία είναι τρομερή. Με αναλογική ο Βενιζέλος δεν βγάζει τίποτα. Η δυσφορία είναι γενική και φανερή. Δεν ξέρω αν ξεγελιέμαι, μα πρώτη φορά βλέπω σε τέτοια κατάσταση το ηθικό των χωριατών. Τι θα βγει από δω πέρα; Η επανάσταση; Μακάρι!»


Ο Μ.Καραγάτσης υποστηρίζει την εφαρμογή του μονοτονικού. Παράλληλα εκδίδει σε μονοτονικό το «Μπουρίνι» (1943) και το μυθιστόρημα «Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» (1944), μια κίνηση που εκτός από την προωθημένη θέση του πάνω στα θέματα της γλώσσας δείχνει και την απόφασή του να υπερασπίζεται τις απόψεις του έμπρακτα και με παρρησία.
Η αποσιωπημένη σχέση του νεαρού Καραγάτση με τον χώρο της κομμουνιστικής Αριστεράς, όπως δείχνουν τα γράμματα της περιόδου 1931-1933, μαζί με άλλα στοιχεία εξηγούν το ενδιαφέρον του για το κοινωνικό πλαίσιο, την ανάδειξη των προβλημάτων, που προκύπτουν από τις οικονομικές ανισότητες ,και τις στρεβλώσεις του αστικού εκσυγχρονισμού στη νεώτερη Ελλάδα. Αυτή την ιδιαίτερη διάσταση του έργου, ίσως όχι πάντα προβεβλημένη αλλά σταθερά διακριτή στα πιο σημαντικά του μυθιστορήματα, η κριτική δεν την πρόσεξε όσο της άξιζε, σύμφωνα με την άποψη του Δημήτρη Ραυτόπουλου.


Τόσο οι συντηρητικοί όσο και οι αριστεροί κριτικοί μεσοπολεμικά και κυρίως μεταπολεμικά δεν αναδεικνύουν αυτή την πλευρά του Καραγάτση, προτιμούν να συζητούν για τον κοσμοπολιτισμό, τον σεξουαλισμό και τον αμοραλισμό του. Ο Δ.Ραυτόπουλος πιστεύει ότι αυτό συμβαίνει -μεταξύ των άλλων- και επειδή τους διαφεύγει η κοινωνικά φιλελεύθερη οπτική του συγγραφέα. Παρά τις επιμέρους παρεκκλίσεις και αντιφάσεις του, ο Καραγάτσης θεωρεί αναγκαίο τον «αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό» της οικονομίας, άποψη που θα μπορούσε να τον φέρει κοντά στις θέσεις του Νίκου Ζαχαριάδη για τη σοσιαλιστική στην Ελλάδα.
Μετά από την ανάγνωση και των νέων ευρημάτων, αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο Λιάπκιν του 1936 δεν ήταν αντισοβιετικός -όπως στη μεταπολεμική αναθεωρημένη του εκδοχή-, και ότι ο συγγραφέας του δήλωνε στον φιλικό του κύκλο ότι είχε προσχωρήσει στην Γ΄ Διεθνή, ίσως πράγματι θα μπορούσαμε να ξαναδιαβάσουμε τον Καραγάτση και μέσα από μια διαφορετική προοπτική.

O M. Kαραγάτσης (πραγματικό όνομα Δημήτρης Pοδόπουλος) γεννήθηκε το 1908 στην Aθήνα. Tο αινιγματικό αρχικό M. λέγεται πώς προέρχεται από το όνομα Mίτια, έκφραση της αγάπης του για τον Nτοστογιέφσκι και ιδίως για τους Aδελφούς Kαραμαζώφ, ενώ το Kαραγάτσης οφείλεται στο καραγάτσι κάτω από το οποίο καθόταν μικρός και διάβαζε, κοντά στην εκκλησία της Pαψάνης. Tο 1924 τελειώνει το Γυμνάσιο και πηγαίνει στην Γκρενόμπλ για να σπουδάσει νομικά τα οποία, από τον επόμενο χρόνο, θα τα συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο Aθηνών. Tο 1927 παίρνει μέρος στον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό της “Nέας Eστίας” με το διήγημα “Kυρία Nίτσα”, το οποίο θα αποσπάσει τον A’ έπαινο και θα δημοσιευτεί το 1929 σε συλλογικό τόμο που περιελάμβανε τα βραβευμένα διηγήματα του διαγωνισμού (“Oι θεότητες του Kοτύλου”, εκδ. Bιβλιοπωλείον της Eστίας). Mε το διήγημα αυτό ξεκινάει ο Kαραγάτσης τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του και την μακρά συνεργασία του με τη “Nέα Eστία”, δημοσιεύοντας σε αυτήν διηγήματα, μυθιστορήματα σε συνέχειες και μεταφράσεις. Πεθαίνει στις 14 Σεπτεμβρίου 1960, σε ηλικία 52 χρόνων, αφήνοντας ανολοκλήρωτο “Tο 10”, το μυθιστόρημα που έγραφε εκείνο τον καιρό. H τελευταία φράση που πρόλαβε να γράψει, η τελευταία φράση της ζωής του ήταν «Ας γελάσω».


Η Χριστίνα Ντουνιά εἶναι Ὁμότιμη Καθηγήτρια Νεοελληνικῆς Φιλολογίας στὸ Τμῆμα Φιλολογίας τοῦ Ε.Κ.Π.Α. καὶ συγγραφέας.
Κυριότερα βιβλία της:
Λογοτεχνία καὶ Πολιτικὴ στὸν Μεσοπόλεμο. Τὰ περιοδικὰ τῆς Ἀριστερᾶς, Καστανιώτης, 1996, Βρέχει σ’ αὐτὸ τὸ ὄνειρο (Διηγήματα), Καστανιώτης, 1998, Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ἡ ἀντοχὴ μιᾶς ἀδέσποτης τέχνης, Καστανιώτης, 2000, Ντόρα Ρωζέττη, Ἡ ἐρωμένη της (ἐπιμέλεια-ἐπίμετρο), Μεταίχμιο, 2005, Τὰ ὅρια καὶ ἡ ὑπέρβαση τοῦ νατουραλισμοῦ, Γαβριηλίδης, 2006, Πέτρος Πικρός, Χαμένα κορμιά (εἰσαγωγή-ἐπιμέλεια-ἐπίμετρο), Ἄγρα, 2009, Πέτρος Πικρός, Σὰ θὰ γίνουμε ἄνθρωποι (εἰσαγωγή-ἐπιμέλεια-ἐπίμετρο), Ἄγρα, 2009, Πέτρος Πικρός, Τουμπεκί (εἰσαγωγή-ἐπιμέλεια-ἐπίμετρο), Ἄγρα, 2010, Μαρία Πολυδούρη, Τὰ ποιήματα (εἰσαγωγή-ἐπιμέλεια-ἐπίμετρο) καὶ Μαρία Πολυδούρη, Ρομάντσο καὶ ἄλλα πεζά (εἰσαγωγή-ἐπιμέλεια), Βιβλιοπωλεῖον τῆς “Ἑστίας”, 2014, Στὴ σαγήνη τοῦ Ε. Α. Πόε, Γαβριηλίδης, 2019, Νίκος Καζαντζάκης, Ἅγιον Ὄρος. Ἡμερολόγιο, (ἐπιμέλεια-εἰσαγωγή-σχόλια: ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὴ Βούλα Βασιλειάδη), Μουσεῖο Νίκου Καζαντζάκη, 2020, Ἀργοναῦτες καὶ σύντροφοι. Ὄψεις τοῦ λογοτεχνικοῦ πεδίου στὴ δεκαετία τοῦ ’30, Βιβλιοπωλεῖον τῆς “Ἑστίας”, 2021.
Τὸ 2000 τιμήθηκε μὲ τὸ Κρατικὸ Βραβεῖο Δοκιμίου, τὸ 2016 μὲ τὸ Βραβεῖο Δοκιμίου τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν καὶ τὸ 2022 μὲ τὰ Βραβεῖα Δοκιμίου τοῦ Χάρτη καὶ τοῦ Ἀναγνώστη.