Γράφει : Ο Κώστας Α. Τραχανάς


Ο μύθος είναι μια λαϊκή αφήγηση που με έξυπνο, συμβολικό και παραστατικό τρόπο σκιαγραφεί διαχρονικά γνωρίσματα των ανθρώπων και περιγράφει την πορεία μας και τις συνέπειες από τις (μη) πράξεις μας και τα λεγόμενα και τα ανείπωτα μας. Ο μύθος είναι ιστορίες φτιαγμένες από ανθρώπους για ανθρώπους, ακόμα και όταν περιλαμβάνουν τους Θεούς.
Οι αρχαίοι μύθοι είναι συναρπαστικοί και διαχρονικοί. Τα πάθη και οι αρετές των ηρώων βρίσκουν εφαρμογή στο σήμερα και αντιστοιχούν στο ατομικό και συλλογικό γίγνεσθαι. Ο υπαρξιακός και οικονομικός βράχος του Σίσυφου που κουβαλάμε κάθε μέρα, τα δεσμά του Προμηθέα στη ζωή μας και η στέρηση του Τάνταλου σε ένα περιβάλλον πλασματικής αφθονίας είναι ζητήματα διαχρονικά και αυξανόμενης σημασίας.


Με το φιλοσοφικό διήγημα «Ο βράχος του Σίσυφου», ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Λίχνος, μας καταθέτει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη πρόταση ερμηνείας και πρόσληψης του μύθου του Σίσυφου και ταυτόχρονα μας παρουσιάζει τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προεκτάσεις που επιδέχεται ο μύθος αυτός σε επίπεδο συμβολισμού και αλληγορίας.
Ο μύθος του Σίσυφου λίγο πολύ είναι σε όλους και σε όλες μας γνωστός. Προκαλώντας ο Σίσυφος την οργή των θεών, καταδικάστηκε από εκείνους σε έναν ατέρμονο κύκλο ανυπέρβλητου ανθρώπινου πόνου και μόχθου. Ο Σίσυφος κουβαλώντας έναν τεράστιο βράχο στους ώμους του, ανηφορίζει ως την κορυφή ενός βουνού, που στη συνέχεια τον αφήνει να κατρακυλήσει στα ριζά του βουνού για να αρχίσει ευθύς αμέσως την ίδια πάντα δύσκολη και επίπονη ανάβαση με τον βράχο στους ώμους. Το ατέλειωτο αυτό μυστήριο έγινε σύμβολο της άνευ νοήματος επανάληψης, η οποία καταλήγει στην απόλυτη ματαιότητα. Φυσικά, στο πέρας της ιστορίας έχουν αναφερθεί πολλές και διαφορετικές ερμηνείες για τον συγκεκριμένο μύθο, ο οποίος δεν έχει παρουσιαστεί σε μία και μόνο μορφή, αλλά σε πλειάδα διαφορετικών εκδοχών. Κατά μία ανάγνωση, ο Σίσυφος, έγινε το υπόδειγμα του ανθρώπου δίχως προοπτική, καθώς δεν προσδοκά τίποτα διαφορετικό για το αύριο, παρά αυτό που ήδη βιώνει καθημερινά. Θέτοντας έτσι το ερώτημά του κατά πόσο μπορεί ένας άνθρωπος να υπομένει το όποιο δυσχερές του «παρόν», όταν δεν ελπίζει σε ένα καλύτερο «μέλλον», πόσο μάλλον όταν το «παρόν» του είναι κυριολεκτικά μαρτυρικό. Παρόλα αυτά, ο Σίσυφος υπομένει. Σύμφωνα με μία άλλη προσέγγιση, ο Σίσυφος αντιπροσωπεύει την ανθρωπότητα στο σύνολό της και όχι το εξατομικευμένο υποκείμενο, χαρακτηρίζοντας την αδιάκοπη ιστορική πάλη και αιματοβαμμένη πορεία της ανθρωπότητας στην εξελικτική της διαδικασία. Μια πορεία η οποία ξεκίνησε από το ζωώδες, για να ανέλθει στο ανθρώπινο, για το οποίο φυσικά, δεν υπάρχει κορυφή, παρά μια ατέρμονη ανάβαση προς ολοένα και μεγαλύτερα ύψη.


Σε ορισμένες εκδοχές του μύθου, ο Σίσυφος (=πολύ σοφός), δεν παρουσιάζεται μονάχα ως πολυμήχανος, αλλά και ως πανούργος, μοχθηρός και ανήθικος. Φτάνοντας, μάλιστα, μέχρι το σημείο να δολοφονήσει καλεσμένους επισκέπτες στην οικία του, κάτι που εξόργισε ιδιαίτερα τον Δία καθώς παραβίαζε τον ιερό νόμο της φιλοξενίας. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, όμως, το σίγουρο ήταν πως ο Σίσυφος προκάλεσε την οργή των θεών, και η τιμωρία του ήταν τόσο ανελέητη που μνημονεύτηκε σε πάμπολλα κείμενα. Ο Σίσυφος, για παράδειγμα, αναφέρεται στην Οδύσσεια, όταν ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη και τον βλέπει να βασανίζεται, ενώ ο Οβίδιος, αναφέρει τον Σίσυφο στην ιστορία του Ορφέα και της Ευρυδίκης στην οποία ο Ορφέας, όταν επισκέφτηκε τον «κάτω κόσμο», έπαιξε με τη φόρμιγγά του μια τόσο γοητευτική μελωδία που αποκοίμισε τον Κέρβερο και κατόρθωσε να συγκινήσει τον Σίσυφο, ο οποίος για ένα μικρό χρονικό διάστημα, εναπόθεσε τον βράχο του στο έδαφος και κάθισε απάνω του να ξεκουραστεί.


Ο εμβληματικός μύθος του Σισύφου έχει αποκτήσει πολλές ερμηνείες. Δύο από τις διαμετρικά αντίθετες αναγνώσεις του υποστηρίζουν πως συμβολίζει τη μάταιη προσπάθεια και την αφροσύνη που οδήγησε σε αυτή, ή αντίθετα, την ηρωική φιλοδοξία του ανθρώπου να φτάσει στην κορυφή, ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο και δυσκολία. Για τον σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος προσεγγίζει με δυσπιστία κάθε θεωρία η οποία του υπόσχεται ένα καλύτερο αύριο, και αξιοποιεί όλες του τις δυνάμεις για να επιβιώσει μέσα στις αντίξοες συνθήκες που αντιμετωπίζει και οι δύο παραπάνω ερμηνείες του μύθου είναι σημαντικές. Ένα ακόμη ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στον μύθο του Σισύφου είναι πως όσο ανηφορίζει κουβαλώντας τον βράχο του, τα πάντα του φαίνονται διαχειρίσιμα, θα μπορούσε να νιώθει μέχρι και ικανοποίηση, γιατί βρίσκεται εν δράσει και πετυχαίνει τον στόχο του. Η τραγική στιγμή για εκείνον έρχεται την ώρα που ελευθερώνεται από τον βράχο και συλλογιέται αν έχει τα αποθέματα θέλησης για να ξανακατέβει στην πεδιάδα και να τον κουβαλήσει ξανά μέχρι την κορυφή. Στο σημείο εκείνο το ερώτημα γύρω από το νόημα και τη σκοπιμότητα της ζωής του τον συνθλίβει περισσότερο από τον ογκόλιθο…
Ο Σίσυφος, περιφρονεί τους θεούς και τη μοίρα του. Κοιτάζει καταπρόσωπο το τρομερό πεπρωμένο του κι ερχόμενος αντιμέτωπος με το σπαρακτικό ερώτημα του «γιατί συνεχίζω;» αποκρίνεται συνεχίζοντας, κι έτσι, κατά μία έννοια, γίνεται κυβερνήτης της μοίρας του κύριος του εαυτού του, και αφέντης του βράχου. Ο Σίσυφος, με το θάνατό του και τη στάση που κρατά απέναντι στην αιώνια τιμωρία που εκείνος του επιφυλάσσει, διαμορφώνεται απόλυτα ανθρώπινος, εξορίζει τους θεούς από τον κόσμο του, εξανθρωπίζει τον εαυτό του και απομαγεύει την πραγματικότητα. Στον «Σισύφειο κόσμο» υπάρχει μονάχα: ο Σίσυφος, ο βράχος του κι ένας άγονος λόφος…
Με λένε Σίσυφο και είμαι ο ξακουστός ιδρυτής της Εφύρας, εκείνος που ξεγέλασε τους θεούς εις διπλούν.
Ο Σίσυφος είμαι, που αλυσόδεσα τον Άδη, ώστε θνητός να μην πεθαίνει, πλέον, κανείς.
Εγώ, ο Σίσυφος, της Εναρέτης ο γιός, βυθισμένος στα τάρταρα, να σέρνομαι σε μια άφλουδη και χαραδρωμένη γη, αναπνέοντας κάπνα και μολεμένο αέρα, καταδικασμένος να κουβαλώ έναν βράχο μέχρι το ύψωμα ενός άδεντρου λόφου.
Είμαι ο ξακουστός ιδρυτής της Κορίνθου, πραγματικός του Οδυσσέα πατέρας και του θανάτου πονηρότερος. Με λένε Σίσυφο και υπομένω μαρτύριο τέτοιο που κανείς ζωντανός δε θα μπορούσε ν΄ αντέξει.
Με λένε Σίσυφο και σέρνω τον βράχο μου. Αυτήν την καταραμένη κοτρόνα, τη δίχως όνομα. Εγώ, που αιχμαλώτισα τον Άδη, κατέλυσα τον θάνατο και σίγασα του Άρη την πολεμοχαρή ιαχή. Για να παύσουν οι πόλεμοι, αφού οι στρατιώτες θα περιδιάβαιναν απέθαντοι στων μαχών τα πεδία και οι άνθρωποι θα ζούσαν αιώνια.


Με λένε Σίσυφο και κρατιέμαι απ΄ τον βράχο μου. Κρατώντας τον βράχο μου κρατώ τ΄ όνομά μου, και παραμένω ο Σίσυφος, καταδικασμένος για πάντα να βαδίζω έναν δρόμο που δεν οδηγεί πουθενά. Μα, οι νεκροί δε λυγάνε. Ούτε φοβούνται το αύριο. Ο φόβος άρχει των ζωντανών. Κυριεύει εκείνους που έχουν κάτι να χάσουν. Εγώ, δε δύναμαι ν΄ απωλέσω τίποτα πια.
Με λένε Σίσυφο, ο κέρδιστος των ανδρών, και γίνηκα ο βράχος μου! Χωρίς αυτόν, δεν μπορώ να διανοηθώ την ύπαρξή μου. Με τιμώρησαν για παραδειγματισμό, ώστε θνητός άλλος να μη σηκώσει κεφάλι, μα εγώ, θα θέσω άλλο παράδειγμα. Είμαι, ένας, μόνος, μα, παρ΄ όλα αυτά δε λυγίζω. Αν εξεγερθούν οι θνητοί όλοι, τότε να δω που θα κρυφτείτε θεοί! Η τιμωρία σας θ΄ αρχίσει στα τάρταρα, μ΄ εμένα που κουβαλάω τον βράχο μου και θα φθάσει μέχρι τον Όλυμπο. Θα έρθει η ώρα…
Είμαι ο Σίσυφος που κολύμπησα στα ύδατα του Στυγός, και κατόρθωσα ν΄ ανέλθω ξανά στον «απάνω κόσμο».
Με λένε Σίσυφο αλλά λάθος ερώτηση έδωσα στον Σωκράτη. Το βαρύτερο ερώτημα δεν είναι το «πόσο θα αντέξω ακόμη» αλλά το «γιατί συνεχίζω». Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα που επικρέμεται πάνω μου. Πιο βαρύ κι απ΄ τον βράχο.
Με λέγανε Σίσυφο κάποτε, τώρα είμαι ο βράχος μου. Και στ΄ άψυχα αντικείμενα όνομα δεν τους πρέπει.
Κάποτε ήμουν ο Σίσυφος τώρα απόγινα ο βράχος του. Με κάθε μου βήμα αλλάζομαι και επιβεβαιώνω την τραγικότητα μιας αποστολής δίχως ολοκλήρωση. Με κάθε μου βήμα τιμώ τ΄ όνομά μου. Με κάθε μου ανάσα καταριέμαι τους θεούς και τους θεούς των θεών. Κουβαλώ τον βράχο, τα δόντια μου σφίγγοντας ,και, εφόσον δρω με φρόνημα και πυγμή, δεν οφείλω απολογία καμία.
Αλύγιστος, απτόητος, άπελπις…
Ένα τόσο μικρό βιβλίο με τέτοια μεγάλη επίδραση.
Πραγματικό διαμάντι.
Πρόκειται για Αριστούργημα.


Ο Κωνσταντίνος Λίχνος γεννήθηκε στον Αστακό Αιτωλ/νίας και αποφοίτησε «Μηχανικός Πληροφορικής & Επικοινωνιών». Είναι επαγγελματικό στέλεχος των εκδόσεων «Γράφημα», Αντιπρόεδρος του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος, Συντάκτης πεζογραφίας, δοκιμίων και ποίησης στο τριμηνιαίο έντυπο περιοδικό «Λογοτεχνικό Δελτίο». Είναι μέλος των συντακτικών επιτροπών των τετραμηνιαίων εφημερίδων «Κριτική» και «Ζητήματα μαρξισμού», καθώς και του εξαμηνιαίου έντυπου περιοδικού «η Σπορά». Έργα του έχουν διακριθεί σε πολυάριθμους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ δοκίμια και διηγήματά του συμπεριλήφθη-καν σε ανθολογίες, από τους εκδοτικούς οίκους, «Σύγχρονη Εποχή», «Άπαρσις», «Κέφαλος», «Διάνοια» και «Γράφημα».
Τον Σεπτέμβρη τού 2021 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «www.dialogos.gr» από τις εκδόσεις «Κέφαλος». Τον Αύγουστο του 2022 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Γράφημα», και υπό την αιγίδα τού Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος, η συλλογή διηγημάτων του «Αδιέξοδοι καιροί», ενώ τον Οκτώβρη τού ίδιου έτους κυκλοφόρησε υπό την αιγίδα τής ΚΕΔΗΞ (εκδόσεις «Άπαρσις») το παραμύθι «Ανοσοήρωες εναντίον Μικροβλαβερούληδων» (που τιμήθηκε με το βραβείο «Κοινωνικής προσφοράς»). Το 2023 κυκλοφόρησε η νουβέλα του με τίτλο «Διάστρεμμα» και το φιλοσοφικό δοκίμιο με τίτλο «Μετανεωτερικότητα και ρεαλισμός» (εκδόσεις «Γράφημα»). Τον Μάρτιο του 2024, κυκλοφόρησε το φιλοσοφικό του διήγημα με τίτλο «Ο βράχος τού Σίσυφου» (εκδόσεις Γράφημα). Πέραν των προσωπικών του έργων, συμμετείχε στις συλλογικές εκδόσεις ποίησης, τεχνοτροπίας δομημένου ρεαλισμού, «Βαρδάρης», «Δώδεκα ώρες στον ήλιο. Μακρόνησος, 1947-1957», «Άφησέ με νἂρθω μαζί σου: στο κατώφλι τής φυματίωσης. Σανατόριο «Σωτηρία», 1902-1930», «Έξι χρόνια αρκετά, δε θα γίνουνε εφτά: Πολυτεχνείο 1973» και «Μάνα, κι αν έρθουν οι φίλοι μου – ριζίτικα της Κρήτης». Επίσης, συμμετείχε στους συλλογικούς τόμους πεζογραφίας «Κάποτε στην Ελλάδα» και «Πατησίων & Βερανζέρου γωνία: Αθήνα, 1960-1970», καθώς, και στον συλλογικό τόμο επιστημονικών δοκιμίων «Σώμα γυμνό», με θέμα την ποίηση και την ποιητική στο έργο τής Χλόης Κουτσουμπέλη.
Για το σύνολο των διακρίσεων, το έργο και την ενεργή του παρουσία στα γράμματα, στη διανόηση και στη σύγχρονη πνευματική δραστηριότητα, το «Λογοτεχνικό Περιοδικό τής Κεφαλλονιάς» τού απένειμε το ειδικό «Βραβείο Πεζογραφίας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης».