Συγγραφέας του βιβλίου «Η Σκιά» – Εκδόσεις «iWrite»
Ο Πέτρος Θεοδώρου πιστεύει ότι κανένα απολύτως βιβλίο δεν μπορεί να αλλάξει τη ζωή κανενός. Γι αυτό και ξεκαθαρίζει στη συνομιλία μας πως «Η Σκιά», δεν έχει καμία πρόθεση να αποτελέσει κάποιον οδηγό αυτοβελτίωσης και προσωπικής ανάπτυξης. Μιλώντας στο Vivlio-life για τη σκιά της ανθρώπινης ψυχής, με απλά κατανοητά λόγια επισημαίνει πως «η Σκιά μας είναι σαν τη μηχανή ενός αυτοκινήτου που ενώ είναι αναμμένη βρίσκεται αιωνίως στο «ρελαντί», καταναλώνοντας καύσιμα χωρίς όμως να κινεί το αυτοκίνητο». Επίσης μας λέει πως «Η Σκιά» δεν απευθύνεται σε ειδικούς. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι να είμαστε κυριολεκτικά «αναγνώστες», ώστε πιάνοντάς το στα χέρια μας να ενδιαφερθούμε πραγματικά να το «κατοικήσουμε» και για να γίνει αυτό, θα πρέπει πρώτα να το γνωρίσουμε και να πλοηγηθούμε ενεργητικά στο περιεχόμενό του.
Το βιβλίο σας μας βάζει σε μία έννοια που ίσως οι περισσότεροι από εμάς αγνοούμε. Τη Σκιά της ανθρώπινης ψυχής. Τι πρέπει να γνωρίζουμε γι αυτήν;
Υπάρχουν φορές που στη ζωή μας ξεκινούμε θέλοντας να πάμε προς τα «εκεί», αλλά τελικά, χωρίς καλά-καλά να καταλάβουμε πώς έγινε, βρισκόμαστε «αλλού». Για παράδειγμα, θέλω να φερθώ ήρεμα αλλά τα σπάω όλα, έχω αποφασίσει να εξομολογηθώ κάτι σημαντικό αλλά το στόμα μου παραμένει κλειστό. Σαν να φιλοξενούμε έναν ξένο στα σκοτεινά υπόγεια του ίδιου μας του σπιτιού, ο οποίος ενίοτε παίρνει τα ηνία της συμπεριφοράς μας με αιφνιδιαστικό πραξικόπημα. Ή, λες και ακριβώς τη στιγμή που χρειαζόμαστε να εκδηλώσουμε σε ορισμένες καταστάσεις κάποιες όψεις του εαυτού μας, μυστηριωδώς δεν μπορούμε να το καταφέρουμε. Αυτές οι «απαγορευμένες» περιοχές του προσωπικού μας κόσμου, είναι στην προσέγγισή μου ο χώρος της «Σκιάς» (έννοια την οποία εισήγαγε σε μία αρχική, απλή εκδοχή της, ο Καρλ Γιουγκ). Το υλικό της Σκιάς δημιουργείται όταν ένα βίωμα γεννά έντονα απειλητικά για το συνειδητό μας μέρος συναισθήματα. Οπότε για να επιβιώσουμε, «αποθηκεύουμε» σε έναν μη συνειδητό χώρο της ύπαρξής μας την όψη του εαυτού μας που τα βιώνει. Ένας έντονος φόβος, μία λύπη, ένας σαρωτικός θυμός, μπορούν θαυμάσια να «παγώσουν» στα μη συνειδητά βάθη της Σκιάς μας όταν η έντασή τους είναι μεγάλη και φτάνουν να μην αντέχονται στο συνειδητό μας μέρος. Από αυτήν την άποψη, στη Σκιά μας βρίσκονται όλα τα «ναι» και «όχι» και «θέλω» ή «δεν θέλω» που δεν ειπώθηκαν ποτέ και ασφυκτιούν ή που κάποτε ειπώθηκαν αλλά έφεραν πόνο, φόβο, λύπη, βία, άρνηση και προσβολή της υπόστασής μας.
Ποιο είναι ένα σημαντικό γνώρισμα της Σκιάς;
Η Σκιά δεν είναι απλώς μία μακρινή μνήμη σε λήθαργο. Όταν κρατώ φυλακισμένη στη Σκιά μου την Α όψη του εαυτού μου, μοιραία αποθηκεύω επίσης την ενέργεια που θα διοχέτευα προς τα έξω αν δεν αλυσόδενα αυτήν την Α όψη μου.
Γι’ αυτό, αναπόφευκτα, οι εντός Σκιάς όψεις μας είναι μεν αδρανείς στην πράξη, αλλά θυμίζουν συμπιεσμένα ελατήρια: ακόμα και ύστερα από χρόνια ολόκληρα, διαθέτουν συσσωρευμένη ενέργεια που ποτέ δεν εκδηλώθηκε, όπως και τον παλμό συναισθημάτων που ποτέ δεν βιώθηκαν. Αν λοιπόν αίφνης κάτι στο «τώρα» μου θυμίσει ένα παλιό απειλητικό «τότε», τείνει να εκλυθεί στο παρόν μου και η ενέργεια, τα συναισθήματα καθώς και η σωματική κατάσταση ενός παρελθοντικού μου βιώματος, το οποίο είχα κλείσει «τότε» στη Σκιά μου. Κι έτσι η Σκιά μας είναι σαν τη μηχανή ενός αυτοκινήτου που ενώ είναι αναμμένη βρίσκεται αιωνίως στο «ρελαντί», καταναλώνοντας καύσιμα χωρίς όμως να κινεί το αυτοκίνητο. Αν τώρα σκεφτούμε ότι κάθε τι που εξορίζουμε στη Σκιά μας είναι κάτι που κάποτε ήταν απειλητικό, είναι επόμενο να οχυρώνουμε τη Σκιά μας, να θέλουμε να το κρατούμε φυλακισμένο «εκεί κάτω», να μην το αναγνωρίζουμε ως «δικό» μας. Γι’ αυτό και όταν η ενέργεια της Σκιάς μας εκδηλώνεται στο τώρα με τρόπους που φαντάζουν ακατανόητοι στο συνειδητό μας μέρος, λέμε: «εγώ δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, δεν ξέρω πώς γίνεται να νιώθω έτσι»…
Έχετε να μας δώσετε κάποιες οδηγίες πριν την ανάγνωση;
Τίποτα το ιδιαίτερο από άποψη προκαταρκτικής γνώσης. Το βιβλίο δεν απευθύνεται σε καμία περίπτωση στον «ειδικό» και δεν απαιτείται καμία σχετική γνώση από τον αναγνώστη. Το μόνο που χρειάζεται, είναι να είναι κυριολεκτικά ένας «αναγνώστης», δηλαδή ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος που πιάνει στα χέρια του ένα βιβλίο κι ενδιαφέρεται να το «κατοικήσει», να το γνωρίσει, να πλοηγηθεί ενεργητικά στο περιεχόμενό του.
Εννοώ να μην είναι ο παθητικός καταναλωτής πληροφορίας, που βλέπει μόνο τίτλους στις διαδικτυακές αναρτήσεις και δυο-τρία δευτερόλεπτα από βιντεάκι σε βιντεάκι, χωρίς να αντιλαμβάνεται καν τι προσλαμβάνει. Να μην είναι κάποιος που δεν κινητοποιείται στο ελάχιστο για να πλησιάσει ο ίδιος αυτό που θέλει να γνωρίσει, κάποιος που απλά καταβροχθίζει, ό,τι σκουπίδι βρει μπροστά του. Δεν χρειάζεται διαλογισμός ή ασκήσεις για να διαβάσει κάποιος το βιβλίο της Σκιάς. Αρκεί η πρόθεση να σχετιστεί ενεργητικά μαζί του, όπως με οτιδήποτε άλλο που απαιτεί περισσότερα από 2-3 δευτερόλεπτα προσοχής. Διαφορετικά, διαβάζοντας απλώς κάτι, είτε απόφθεγμα είτε βιβλίο, όσο σοβαρό και να είναι, όταν δεν το συνδέω ενεργητικά – ως νόημα και ως συναίσθημα – με την προσωπική μου πραγματικότητα, τότε, απλά φαντασιώνω ότι άγγιξα κάποια μεγάλη αλήθεια που ήδη, μαγικά, μεταστοιχειώνει τη ζωή και την καθημερινότητά μου, ενώ απλά σκοτώνω τον καιρό μου νευρωσικά.
Γράφετε τη λέξη Σκιά με κεφαλαίο Σ. Ίσως επειδή πρέπει να δώσουμε περισσότερη προσοχή στη λέξη του τίτλου σας;
Από μία άποψη, ναι, γιατί η λέξη «σκιά» χρησιμοποιείται συχνά τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Με το κεφαλαίο Σ δείχνω ότι χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη ως τίτλο μιας ολοκληρωμένης, απολύτως προσωπικής πρότασης και ότι δεν πρόκειται απλώς για μια χαλαρή ποιητική έκφραση. Από την άλλη μεριά όμως, είναι και κάτι σαν φόρος τιμής στο Μέγα Άγνωστο μέσα μας. Αρκεί να σκεφτούμε ότι το νοητικό, συνειδητό μας μέρος είναι περίπου 12% της ύπαρξής μας. Το υπόλοιπο είναι μη συνειδητό και έχει να κάνει με το σώμα και το συναίσθημά μας. Είναι στ’ αλήθεια πολύ αστείο κάποιος να νομίζει ότι με τον νου μας ελέγχουμε τα πάντα, και ότι όλη μας η οντότητα είναι οι σκέψεις μας. Έτσι, με το κεφαλαίο Σ υποκλίνομαι στον αχανή, μη συνειδητό ωκεανό αισθήσεων, αισθημάτων, συναισθημάτων και συγκινήσεων που με τους απόηχούς τους επιδρούν υπογείως αλλά καθοριστικά στις συνειδητές μας επιλογές και στην ίδια μας την αυτοσυναίσθηση.
Η ερώτηση έρχεται αυθόρμητα. Έχουμε όλοι οι άνθρωποι μια Σκιά στην ψυχή μας και κάποτε την αναγνωρίζουμε ή τα καταφέρνουν μόνο εκείνοι που ασχολούνται με την αυτογνωσία;
Όπως συμβαίνει και με κάθε τι του φυσικού κόσμου, έτσι και σε ένα ανθρώπινο ον, όλα τα μέρη του αλληλεπιδρούν διαρκώς μεταξύ τους, ώστε αυτό το ον να υπάρχει και να αλλάζει από κατάσταση σε κατάσταση στον χρόνο. Όταν έχω ένα τραυματισμένο πόδι και βγαίνω έξω, δεν το αφήνω σπίτι μου, το παίρνω μαζί μου θέλοντας και μη. Η Σκιά μας είναι μέρος της απέραντης μη συνειδητής μας περιοχής, είναι δηλαδή μέρος μας και σχετιζόμαστε μαζί της κάθε στιγμή. Όπως ακριβώς γίνεται με τα σπλάχνα και όλα τα εσωτερικά μας όργανα. Το συκώτι μου είναι πάντα εκεί, μέσα μου, σχετίζεται με ό,τι άλλο απαρτίζει το σώμα μου, κι ας μην καταλαβαίνω καν την ύπαρξή του με τον νου μου.
Ανάλογα, στον ψυχικό μας κόσμο, η Σκιά μας είναι ένας αόρατος παρτενέρ που ποτέ δεν μπορούμε να συναντήσουμε στην απτή πραγματικότητα της νόησης και της συνείδησής μας, γιατί είναι μόνο συγκινησιακές δονήσεις που δεν γίνονται κατανοητές με τη γλώσσα του νου μας. Η σχέση με τη Σκιά μας είναι κυρίως διαισθητική. Είναι ζήτημα ευαισθητοποίησης σ’ αυτό που είμαι, που γίνεται μέσα μου, τώρα. Ένας φόβος, ένας θυμός, ένας πόνος, μπορεί να τείνουν να δώσουν το χρώμα τους σ’ αυτό που τώρα νιώθω, αλλά εγώ, επίμονα, να «πείθω» τον εαυτό μου ότι δεν υπάρχει θέμα, όλα είναι καλά, κι εγώ χαρούμενος κι ορεξάτος. Οπότε, δημιουργείται μία τεράστια ένταση σ’ αυτό που πάει να εκδηλωθεί και στην πίεσή μου να μην εκδηλωθεί. Εάν όμως μάθω να είμαι ευαισθητοποιημένος σ’ εμένα τον ίδιο, τότε υποδέχομαι τους απόηχους της Σκιάς μου και λειτουργώ αυθεντικά, ολόκληρος. Επομένως, δεν τίθεται θέμα να «αναγνωρίσουμε» τη Σκιά μας, να την «ανακαλύψουμε» όπως ο Σέρλοκ Χόλμς ή Ηρακλής Πουαρό προσπαθούσαν να καταλάβουν ους κρυμμένους μηχανισμούς ενός μυστηρίου. Με δεδομένο πως ούτως ή άλλως σχετιζόμαστε ακατάπαυστα με τη Σκιά μας, είτε το καταλαβαίνουμε είτε όχι, το ζήτημα είναι απλώς να ευαισθητοποιούμαστε σ’ αυτό που είμαστε ολόκληροι, σ’ αυτό που στις υστερικά καταναλωτικές κοινωνίες μας, μάθαμε να φοβόμαστε να δούμε. Άλλοι έχουν μια φυσική σχέση με τα Σκιώδη υπόγειά τους, και άλλοι έως μηδαμινή. Η αυτογνωσία σίγουρα βοηθά, χωρίς να είναι πανάκεια. Η βασική όμως προϋπόθεση είναι να μην θεωρούμε τον εαυτό μας και τις ερμηνείες που παράγει ο νους μας ως δεδομένο, να αναρωτιόμαστε για τα παράδοξα των αισθημάτων και των συμπεριφορών μας, να είμαστε ανοιχτοί στα λεγόμενα «αρνητικά» συναισθήματα, να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας όπως εκδηλώνεται, άσχετα αν αυτό δεν ταιριάζει με την αυτοεικόνα μας ή με ό,τι μάθαμε να είναι η αυτοεικόνα μας.
«Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια διεξοδική μελέτη της «έσω» και μη συνειδητής αρχιτεκτονικής κάθε ανθρώπινης ύπαρξης», γράφετε. Πιστεύετε πως είναι κατανοητό απ’ όλους τους αναγνώστες και πώς χρησιμοποιήσατε την επιστημονική γνώση ώστε να απλοποιήσετε τη γραφή σας;
Η γραφή μου είναι απλή, καθημερινή, με πάρα πολλά παραδείγματα και με μια έντονη ποιητική διάθεση. Στο δε τέλος κάθε ενότητας έχω και ένα πολύ μικρό απόσπασμα ποίησης ή πεζού λόγου – το κάνω σε όλα μου τα βιβλία. Ο στόχος αυτών των Παραθεμάτων είναι να δημιουργηθεί ένα άλλο κείμενο, ένα «υπο-κείμενο», το οποίο απευθύνεται στη συγκίνηση του αναγνώστη και όχι στη λογική του κατανόηση, ώστε να λειτουργεί σαν διάλειμμα, ένας μικρός σταθμός απόλαυσης και ξεκούρασης. Σημαντικό είναι ότι στο βιβλίο υπάρχει δομή, «διαδρομή», είναι μια συστηματική ξενάγηση βήμα-βήμα, κάτι που κάνει την ανάγνωση να ρέει. Ας πούμε, στις πρώτες ενότητες, παρουσιάζω το όλο πλαίσιο επάνω στο οποίο στηρίζω τη σκέψη μου σε όλο το υπόλοιπο κείμενο. Κι αυτό, ώστε να ξέρει ο αναγνώστης πώς συνδέονται όλα όσα έπονται, από πού εκκινούν, να ξέρει το «γιατί» λέω ό,τι λέω, ποιος είναι ο σκελετός της πρότασής μου για τη Σκιά. Επίσης, χρησιμοποιώ άφοβα όρους, όμως, όπως τονίζω στην εισαγωγή, πάντα αποσαφηνίζω τι σημαίνουν. Γι’ αυτό και, ναι, θεωρώ ότι το βιβλίο της Σκιάς είναι απολύτως και εύκολα κατανοητό για οποιονδήποτε «πραγματικό» αναγνώστη (όπως ήδη είπα σε προηγούμενη ερώτηση), αφήνοντας απέξω τον παθητικό καταναλωτή πληροφορίας, ο οποίος ούτως ή άλλως δεν με ενδιαφέρει ως αποδέκτης. Θέλω όμως να διευκρινίσω κάτι για τη λέξη «απλό», όπως την εννοώ μιλώντας για τον τρόπο γραφής μου. Κάποια πράγματα, όσο απλά και να τα εκφράσεις, παραμένουν σύνθετα ως ιδέες και έννοιες. Ο «απλός» τρόπος έκφρασης δεν σημαίνει καθόλου να ρημάξω τον πυρήνα, το ίδιο το περιεχόμενο αυτού που λέω, εξευτελίζοντάς το σε κάτι απλοϊκό με άλλοθι το ότι απευθύνομαι στον «απλό» άνθρωπο. Για μένα, η «απλή» γραφή σημαίνει μόνο να είμαι ξεκάθαρος σε ό,τι λέω, να έχουν σειρά και συνδέσεις αυτά που λέω, να προσέχω πάρα πολύ τη γλώσσα και κυρίως να εξηγώ ακριβώς το πώς χρησιμοποιώ λέξεις και όρους. Η μόδα της μαζικής κουλτούρας και της ποπ ψυχολογίας καθώς και ο λαϊκισμός πολλών «ειδικών» επινόησαν την ιδέα του «απλού» ανθρώπου και, για μένα, αυτό είναι υποτίμηση και προσβολή του ατόμου που με τιμά σκύβοντας στο γραπτό μου να δει τι έχω να του πω. Ο λεγόμενος «απλός» άνθρωπος είναι ένα ανενδοίαστο κακούργημα των media και, για μένα, ένας όρος ρατσιστικός και απεχθής. Δεν πιστεύω στη ράτσα αυτή, γιατί κανένας άνθρωπος δεν είναι «απλός», όπως νοείται αυτή η λέξη στη συγκεκριμένη χρήση της.
Θεωρώ ότι η μαζική αγορά δημιούργησε μία αυτοεικόνα αναπηρίας στον αναγνώστη, ο οποίος μάλιστα εκπαιδεύτηκε στο να τη θεωρεί αληθινή και δική του – άρα να τη συντηρεί. Όλοι μπορούμε θαυμάσια να «καταλάβουμε» μια χαρά κάτι που διαβάζουμε, αρκεί: (α) εμείς, να επιθυμούμε και να έχουμε αποφασίσει συνειδητά την ενεργητική ανάγνωση (δηλαδή να αφιερώσουμε προσοχή στο άπλωμα του κειμένου που διαβάζουμε και (β) αυτός ο οποίος το έγραψε, να ενδιαφερόταν να απευθυνθεί για να επικοινωνήσει τη δημιουργικότητά του και όχι να σαγηνέψει κάποιον φαν ή θεατή του ή απλώς να πουλήσει.
Ολοκληρώνοντάς το ο αναγνώστης είναι σε θέση να αναγνωρίσει αυτά που συμβαίνουν «έσω» του;
Το βιβλίο των Σκιών δεν έχει καμία πρόθεση να αποτελέσει κάποιον οδηγό «αυτοβελτίωσης» και «προσωπικής ανάπτυξης». Εξ άλλου, πιστεύω ακράδαντα ότι κανένα απολύτως βιβλίο δεν μπορεί να αλλάξει τη ζωή κανενός. Ένα βιβλίο μπορεί να είναι, εκτός από απόλαυση που ενίοτε συνδυάζεται με μόρφωση, το πολύ μία ταπεινή αφορμή για εκκίνηση αλλαγών και όχι κυριολεκτικά ο ίδιος ο φορέας της αλλαγής· κάθε βαθιά αλλαγή είναι ζωντανή, βιωματική διαδικασία και γι’ αυτό θέλει αρετή και τόλμη και, κυρίως, πράξη κι όχι απλή ανάγνωση.
Έτσι, με το βιβλίο αυτό δε θα «διώξει» κανείς τις Σκιές του. Άλλωστε, στόχος είναι η σύνδεση με την ενέργεια της Σκιάς και όχι ο εξορκισμός της, αφού η Σκιά δεν είναι κάτι «κακό» ή άρρωστο, αλλά ένα γνώρισμα της ίδιας της ψυχο-βιολογικής μας κατασκευής. Αυτό που ενίοτε είναι ελλιπές ή άρρωστο είναι η σχέση μας με τη Σκιά μας. Και αυτό ακριβώς είναι το ένα που μπορεί να κερδίσει ο αναγνώστης του βιβλίου: να κατανοήσει τη φύση της Σκιάς επάνω σ’ ένα ολοκληρωμένο και πολύ καλά στηριγμένο πλαίσιο. Το άλλο, είναι ένα κίνητρο για την ευαισθητοποίησή του στη σχέση με τη Σκιά και εν γένει τα «έσω» του, αναγνωρίζοντας ίσως, μέσα από το πλαίσιο που προτείνει το βιβλίο, κάποιους Σκιώδης απόηχους στα επαναλαμβανόμενα αδιεξοδικά σενάρια της ζωής του. Ας πούμε, στην καθημερινή ζωή, πολύ συχνά ακούμε εκφράσεις του είδους: «Πάλι έμπλεξα με κάποιον που έχει αυτόν κι αυτόν τον χαρακτήρα… Αφού δεν τα αντέχω αυτά… Πώς γίνεται κι όλο έλκω επάνω μου ανθρώπους που κάνουν ακριβώς αυτά που δεν αντέχω; Τι είδους μαγνήτης είμαι;». Εδώ, έχουμε μία τυπική περίπτωση επαναλαμβανόμενου σεναρίου (ένα σημαντικό Κεφάλαιο του βιβλίου), το οποίο κινητοποιείται από μια πιεσμένη Σκιά.
Ας μείνουμε, όμως, στη λέξη «έσω», επειδή ίσως εσείς περισσότερο από κάθε άλλον μπορείτε να μας ξεναγήσετε σ’ ένα «χώρο» που αν και δικός μας, μάς είναι συνήθως άγνωστος. Ποιος είναι ο πιο σύντομος δρόμος για να φθάσουμε σε κάθε γωνιά της μη συνειδητής αρχιτεκτονικής της ανθρώπινης ύπαρξής μας;
Η σχέση με τη Σκιά μας δεν είναι κάποιο πρόβλημα που πρέπει να επιλύσουμε για να αποκαταστήσουμε κάποια εκδοχή «υγείας». Είναι φορές που για να μείνουν καλά σφραγισμένα τα περιεχόμενά της, ζούμε ένα δυσλειτουργικό παρόν. Για παράδειγμα, για να μην ενεργοποιηθεί ένας «εκεί κάτω» φυλακισμένος αρχαίος φόβος εγκατάλειψης, αποφεύγουμε να συνδεθούμε ουσιαστικά με τους άλλους, στο παρόν μας. Τότε, εφόσον βέβαια ευαισθητοποιηθούμε στα επαναλαμβανόμενα σενάριά μας στα οποία σταθερά αποφεύγουμε τη βαθύτερη σύνδεση με άλλους, καλούμαστε να αναπροσδιορίσουμε τη σχέση με τη Σκιά μας, πράγμα που σημαίνει να δούμε στον πυρήνα τους αυτούς τους φόβους, αντί να τους αποφεύγουμε. Αυτό είναι μια διαδικασία που θέλει τον εκάστοτε δικό της χρόνο και υπομονή. Δεν υπάρχει σύντομος δρόμος, με την έννοια μιας «γρήγορης – αποτελεσματικής θεραπείας», γιατί δεν τίθεται καν ζήτημα «θεραπείας» από κάτι. Τίθεται μόνο ζήτημα εμπλουτισμού της επίγνωσης της σχέσης μας με τον εαυτό μας. Επίσης, η Σκιά δεν είναι κάποιος βρώμικο, αρρωστημένος χώρος μέσα μας που πρέπει να «σκουπίσουμε» σε κάθε γωνιά που περιλαμβάνει το εμβαδόν του. Όπως ήδη είπα, το θέμα δεν είναι να «γνωρίσουμε», να «εξαφανίσουμε» τη Σκιά μας σαν κάτι μολυσμένο, παρά να σχετιστούμε διαφορετικά και λειτουργικότερα, πιο αυθεντικά, μαζί της, να «χορέψομε» μαζί της. Η αυτογνωσία με οποιονδήποτε τρόπο (αλλά όχι μόνο μέσω βιβλίων) δεν είναι κάποιο απορρυπαντικό, απολυμαντικό που θα μας γλιτώσει από τη Σκιά μας. Είναι μόνο ένας καταλύτης για μία καλύτερη σχέση μαζί της. Δυστυχώς, σήμερα η ψυχοθεραπεία έχει μπει για τα καλά στην αγορά, στο μάρκετινγκ, γίνεται συχνά μόδα και όχι ουσία, ενώ ο κόσμος ζητά εύκολες και γρήγορες «λύσεις». Κι έτσι έχουμε τα κωμικοτραγικά φαινόμενα όχι μόνο πώλησης δήθεν έτοιμων και γρήγορων λύσεων, αλλά και την καταπίεση μέσω της υπερβολής για «θετική» σκέψη, καθώς και το κάψιμο στην πυρά των «αρνητικών» συναισθημάτων. Το αποτέλεσμα είναι μια γελοία εικόνα του ανθρώπου που έχει για μοναδικό σκοπό του μια γραφική εκδοχή της «προσωπικής ανάπτυξης», αλλά και επίσης την περαιτέρω τροφοδοσία της Σκιάς και το τσιμέντωμα των τοιχωμάτων της.
Ανάμεσα στα πολύ ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου σας εκείνο του θλιμμένου και εξοργισμένου εσωτερικού μας παιδιού. Τι γίνεται αυτό το παιδί όταν γινόμαστε ενήλικες, συνεχίζει να είναι θλιμμένο και εξοργισμένο;
Η πιο «αρχαία» Σκιά μας είναι αυτή που σχηματίζεται στα παιδικά μας χρόνια, όταν επίπονα μαθαίνουμε ότι κάποιες όψεις μας δεν είναι διόλου αποδεκτές από το περιβάλλον μας. Από τότε κιόλας δεχόμαστε βροχή τις προσδοκίες των γονιών και εν γένει του περιβάλλοντος. Κάτω από το βάρος τους, κάποιες φορές, είναι σαν να γινόμαστε αόρατοι. Σαν να μη μας «βλέπουν». Λες και γινόμαστε διάφανοι ως προς τις ανάγκες μας, μη αποδεκτοί γι’ αυτό που πραγματικά είμαστε. Τότε, νιώθουμε την ύπαρξή μας να συρρικνώνεται. Νιώθουμε ότι είμαστε ανίκανοι, ανεπαρκείς, με στρεβλωμένη αυτοεικόνα και αυτοεκτίμηση. Χάνουμε το αυταπόδεικτο δικαίωμα να καταλαμβάνουμε τον χώρο που δικαιωματικά μας ανήκει σ’ αυτήν τη γη, μόνο και μόνο γιατί μας γέννησαν. Οπότε, όποια όψη μας μαθαίνουμε επίπονα ότι δυσαρεστεί το πανίσχυρο περιβάλλον, είναι φυσικό να την απομονώνουμε στη Σκιά μας, μαζί με τα συναισθήματα που χαρακτηρίζουν αυτήν την όψη. Έτσι, σταδιακά, είναι σαν να παγώνει στη σιωπή ένα ολόκληρο παιδικό μας κομμάτι, μία ολόκληρη παλέτα μη προσβάσιμων πλέον συναισθημάτων εκείνης της τόσο ξεχωριστής ηλικίας μας. Αυτά τα πρώτα στρώματα της Σκιάς μας, θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε ως το «εσωτερικό παιδί».
Οπότε, το εσωτερικό μας παιδί είναι σαν να έχουμε φυλακίσει κάτω από το ενήλικο δέρμα μας αισθήσεις, συναισθήματα και τάσεις συμπεριφοράς ενός φοβισμένου παιδιού, ακινητοποιημένου στον χώρο και στον χρόνο, στα βάθη της Σκιάς μας, περιμένοντας επί ματαίω να το «δει» (αποδεχτεί) ένας εξιδανικευμένος γονιός για να λύσει σαν μάγος τον εφιάλτη του – ένας γονιός που όμως ποτέ δεν εμφανίζεται. Κι εμείς, αν και ενήλικες, φέρουμε αυτό το παιδί μέσα μας και, όταν το παρόν συντονίζεται με το παρελθόν, παραμένουμε καθηλωμένοι μαζί του σε αιώνια αναμονή· τότε, μας κατακυριεύουν τα συναισθήματά του και κλέβει από τα χέρια μας το πηδάλιο του παροντικού χρόνου της ζωής μας. Όταν ταυτιζόμαστε έτσι ολοκληρωτικά με το παιδί μέσα μας, παθαίνουμε πολλά. Εμπλεκόμαστε σε επαναλαμβανόμενα σενάρια ζωής, συνεχίζουμε να προσδίδουμε στους άλλους τον ρόλο του «διορθωμένου» γονιού ο οποίος, επιτέλους, θα μας δεχτεί όπως είμαστε κλπ. Είναι πάρα πολλές οι προσεγγίσεις της επουλωτικής διαχείρισης αυτού του θέματος. Προέρχονται από πολλούς χώρους. Από την ψυχοθεραπεία, την ψυχολογία, μέχρι τον εσωτερισμό και άφθονες «ψυχολο¬γικοφανείς» ασυναρτησίες. Άλλες προσεγγίσεις είναι σοβαρές, αξιοσέβαστες και όντως αγγίζουν υπεύθυνα το ζήτημα. Άλλες είναι απλώς μελοδραματικές ανοησίες. Άλλες είναι μία επιδερμική τόνωση ελπίδας περί δικαίωσης, με αρκετές πινελιές μεταφυσικής και αγγελικής ή κοσμικής προστασίας.
Συχνά, όταν οι προσεγγίσεις αυτές είναι επιπόλαιες και αστήριχτες, δεν βελτιώνουν τη σχέση μας με το εσωτερικό μας παιδί. Απλώς καταλήγουν σε μία αυτάρεσκη θωπεία αισθημάτων της πρώτης μας ηλικίας. Στην άσκοπη ανάδευση μιας χαμένης ευαισθησίας. Σε μια ακόμη επανάληψη του μάταιου πλέον θρήνου για έναν απολεσθέντα παράδεισο και για μια ζεστή αγκαλιά γεμάτη κατανόηση και αποδοχή. Το αποτέλεσμα σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ότι το εσωτερικό μας παιδί κακοποιείται περαιτέρω και κατρακυλά κάμποσα επίπεδα εξαθλίωσης παρακάτω, σε σκοτεινότερα υπόγεια της Σκιάς μας. Κι εμείς; Συνήθως, πλέοντας σε μία ροζ αυταπάτη επούλωσης των παιδικών μας πληγών σε κάποιον αορίστων διαστάσεων χώρο, χάνουμε το τωρινό μας κέντρο. Το εσωτερικό παιδί δεν είναι μόνο κάποιο πληγωμένο αγγελούδι, μια εξιδανικευμένη εικόνα του παιδιού από τη θέση του ενήλικα. Είναι επίσης θλιμμένο και γι’ αυτό εξοργισμένο. Η γνωριμία μαζί του, δεν είναι παρά η εξερεύνηση μιας ορισμένης περιοχής της Σκιάς μας.
Ως ψυχοθεραπευτής, σύμφωνα με το βιογραφικό σας δουλεύετε τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό με την προσέγγιση Gestalt. Μιλήστε μας για την προσέγγιση αυτή.
Είναι αδύνατον παρουσιάσω με λίγες φράσεις μία προσέγγιση. Θα έλεγα μόνο ότι η θεραπεία Gestalt είναι μία από τις λεγόμενες «ανθρωπιστικές» ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, οι οποίες προς το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου, έφερναν έναν ευρύτερο ανασχηματισμό της ιδέας της ψυχοθεραπείας. Επρόκειτο για μία απόκλιση από τα τότε κυρίαρχα μοντέλα, τα οποία πρότειναν συνήθως τρόπους κοινωνικής προσαρμογής. Αντίθετα, στην ανατροπή αυτή αποκτούσε πλέον μεγάλη σημασία η ίδια η διαδικασία της ψυχοθεραπευτικής πράξης, δηλαδή αυτό που συμβαίνει άμεσα κατά τη ζωντανή αλληλεπίδραση ψυχοθεραπευτή – θεραπευόμενου. Η θεραπεία Gestalt είναι μία μίξη πρακτικών, ιδεών, ψυχολογικών εννοιών, και φιλοσοφικών ρευμάτων, που ως επί το πλείστον προϋπήρχαν σε άλλες περιοχές γνώσης ως μία φιλοσοφική βάση. Από όλα αυτά, οι δημιουργοί της θεραπείας Gestalt συγκρότησαν ένα αμάλγαμα με τη μορφή μιας ολοκληρωμένης ψυχοθεραπευτικής θεωρίας. Το πολύ ξεχωριστό που κατάφεραν οι πρώτοι θεμελιωτές της, είναι ο τρόπος που ύφαναν αυτό το νέο αμάλγαμα, δηλαδή ο τρόπος που επέλεξαν και συνδύασαν στοιχεία από ήδη υπάρχοντα συστατικά. Κι ακόμη, ενσωμάτωσαν σ’ αυτό τόσο το Ευρωπαϊκό και Αμερικάνικο φόντο τους όσο και δικές τους ιδέες σε σχέση με την κοινωνική κριτική, τη δυναμική των φύλων, πολλές εξ Ανατολών προσεγγίσεις και πρακτικές. Έτσι, κατάφεραν να πραγματώσουν μία νέα σύνθεση, με τις διαστάσεις μιας νέας ψυχοθεραπευτικής αλλά και κοινωνικής θεωρίας, με όλη την αλήθεια, την ορμή και τη σπινθηροβόλα λάμψη του νέου. Αυτό που έχω ωστόσο να επισημάνω, είναι ότι καμία προσέγγιση δεν κάνει έναν καλό ψυχοθεραπευτή. Γιατί καμία προσέγγιση δεν είναι κάποια «πατούρα» ενός μοντέλου δουλειάς. Είναι ένα σύστημα αρχών κι ιδεών μιας φιλοσοφικής αντίληψης του κόσμου και του ανθρώπου, από το οποίο απορρέουν στόχοι και μεθοδολογία δουλειάς. Ωστόσο, ο ψυχοθεραπευτής εμπλουτίζει διαρκώς και αναπτύσσει τον τρόπο που δουλεύει με προσωπικά του στοιχεία και αναζητήσεις. Έτσι κι εγώ, έχω στον πυρήνα της δουλειάς μου πλέον πού έντονα υπαρξιακά στοιχεία, τα λεγόμενα αναπόφευκτα «δεδομένα» της ύπαρξής μας, που έχουν να κάνουν: με το ζήτημα του θανάτου και της απώλειας σε κάθε μορφή της, τη ματαιότητα, τη μοναδικότητα και την υπαρξιακή μοναξιά μας, την ευθύνη της επιλογής σε έναν κόσμο μη ελέγξιμο και απρόβλεπτο. Επίσης, έχω φτιάξει ένα δικό μου συμπληρωματικό «εργαλείο» δουλειάς, που σχετίζεται με το σώμα και την αυτοσχεδιαστική αλληλεπίδραση (PSP – Process-Stage-Praxis).
Πόσο γοητευτικό είναι για έναν εξειδικευμένο επιστήμονα να «φλερτάρει» με τη λογοτεχνία;
Θεωρώ πως είναι γοητευτικό καθαρά κατά περίπτωση, δηλαδή κατά πόσον κάποιος επιθυμεί να εκφράσει τη δημιουργικότητά του και μέσω της λογοτεχνίας. Έχουμε ψυχοθεραπευτές όχι μόνο λογοτέχνες ή ποιητές, αλλά ζωγράφους, ηθοποιούς ή και μουσικούς (κι εγώ, στο παρελθόν, υπήρξα για 17 χρόνια συνθέτης). Ωστόσο, έχω να επισημάνω το εξής για ένα ιδιαίτερο είδος βιβλίων μιας μάλλον «λογοτεχνίζουσας» διάθεσης, τα οποία έχουν να κάνουν με την ψυχοθεραπεία. Αρχής γενομένης από τα βιβλία του Ίρβιν Γιάλομ, μετά του Χόρχε Μπουκάι, και νάσου στη συνέχεια μία νέα μόδα, η οποία σαφώς συνδέεται με όσα είπα παραπάνω για την «ψυχοθεραπεία στην αγορά».
Αυτή η μόδα έχει να κάνει με μυθιστορηματοποιημένες αυτοαποκαλύψεις ψυχοθεραπευτών. Παρουσιάζονται συνεδρίες, περιστατικά, σκέψεις και εξομολογήσεις ψυχοθεραπευτών, σε βιβλία γραμμένα με λυρισμό που διόλου σπάνια φτάνει να στάζει μέλι και να ξεχειλίζει από δραματική διάθεση. Κάποιες φορές, κατ’ εμέ, είναι μια κακότεχνη ποιητική δήθεν γραφή, εκλαϊκευμένη σε έντυπο reality show. Φυσικά, άλλες φορές, είναι μια αξιόλογη ματιά από την «κλειδαρότρυπα» της θέσης του ψυχοθεραπευτή. Το ζήτημα όμως για μένα είναι κι εδώ η μόδα, που καταστρέφει και τις καλύτερες προθέσεις, δημιουργώντας ένα σωρό παρανοήσεις για τη φύση της ψυχοθεραπείας. Σε κακότεχνα τέτοια βιβλία, ο ψυχοθεραπευτής όσο γειώνεται και γίνεται «ανθρώπινος», άλλο τόσο θεοποιείται, ακριβώς γιατί υποτίθεται ότι κατεβαίνει από το βάθρο του. Ο δε αναγνώστης ταυτίζεται με τους θεραπευόμενους και βιώνει από την πολυθρονάρα του την κάθαρση και τη «σωτηρία», καθώς γίνεται θεατής μιας υποθετικής δικής του ψυχοθεραπείας, λες και παίζει κάποιον ρόλο. Φυσικά, αυτά τα γλυκερά βιβλία προσωπικής ανάπτυξης συνοδεύονται από ενθουσιώδη σχόλια παθιασμένων αναγνωστών. Είναι σχόλια γραμμένα σε μελό σπαραξικάρδιους τόνους, τα οποία καταμαρτυρούν πώς ο αναγνώστης είδε αίφνης το φως να ξεπηδά από τις σελίδες του βιβλίου, αλλάζοντας μονομιάς, εν μία νυκτί, τη ζωή του. Προσωπικά, λατρεύω το λογοτεχνικό γράψιμο και ιδιαίτερα την πεζή ποίηση (κείμενα γραμμένα σαν ποιήματα ή το αντίστροφο, όπως είναι τα κείμενα του Ίταλο Καλβίνο ή τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη). Έχω ήδη ένα βιβλίο γραμμένο κάπως έτσι, με τίτλο «Σημειώσεις για σένα». Το θέμα του είναι οι σχέσεις έρωτα, αγάπης και σεξουαλικού πόθου,. Δεν είναι διόλου θεωρητικό ή διδακτικό, και αποτελείται από 25 μικρά κείμενα και 25 εικόνες που έφτιαξα στον υπολογιστή από σκαναρισμένο οπτικό υλικό.
Το 4ο βιβλίο μου («Στις Σκιές του έρωτα»), είναι μία διεξοδική μελέτη του έρωτα, βασισμένη στην ιδέα μου για τη Σκιά. Ολοκληρώνοντάς το, έγινε πλέον απολύτως καθαρό μέσα μου ότι σίγουρα, στη συνέχεια, θα κάνω και κάτι καθαρά λογοτεχνικό (άσχετο με την ψυχοθεραπεία), σε προσχέδια που φτιάχτηκαν αυθόρμητα, όσο έγραφα το περί έρωτος βιβλίο.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Το βιβλίο αυτό έχει να κάνει με κάποια πολύ συνηθισμένα φαινόμενα της καθημερινής ζωής και των σχέσεών μας.
Συγκεκριμένα, υπάρχουν φορές που ξεκινούμε θέλοντας να πάμε προς τα «εκεί», αλλά τελικά, χωρίς καλά-καλά να καταλάβουμε πώς έγινε, βρισκόμαστε «αλλού». Σαν να φιλοξενούμε έναν ξένο στα σκοτεινά υπόγεια του ίδιου μας του σπιτιού, ο οποίος είναι ικανός να επιδρά στη ζωή μας.
Αυτές οι απαγορευμένες και τρομακτικές περιοχές του προσωπικού μας κόσμου είναι ο χώρος της ΣΚΙΑΣ – μία έννοια την οποία εισήγαγε ο Καρλ Γιουγκ, και την οποία ο συγγραφέας χρησιμοποιεί, εξερευνά διεξοδικά και εμπλουτίζει με τον δικό του τρόπο.
Είναι το μέρος όπου κατοικεί το «εσωτερικό μας παιδί», το οποίο δεν είναι μόνο θλιμμένο αλλά και πολύ, πάρα πολύ εξοργισμένο και όχι πρόθυμο να «συγχωρεί» – τουλάχιστον όπως η σύγχρονη μόδα της «αγάπης» και της «αισιοδοξίας» αντιλαμβάνεται τη λέξη.
Το βιβλίο των Σκιών απευθύνεται στον οποιονδήποτε αναγνώστη που ενδιαφέρεται να γνωρίσει την αρχιτεκτονική της κατοικίας του εσωτερικού του παιδιού, καθώς και κάποιες ύπουλες Σκιές του συστήματος «οικογένεια». Είναι ένα ταξίδι με έντονες υπαρξιακές αποχρώσεις, το οποίο δεν προϋποθέτει ΚΑΜΙΑ σχετική ή ειδική γνώση εννοιών και όρων.
Καθώς προχωρούν τα Κεφάλαια, χτίζονται ένα-ένα τα βήματα ενός πιθανού «χορού με τη Σκιά» μας. Σκιτσάρονται με πλούσιο και γερά στηριγμένο θεωρητικό υλικό, με στρωτή και ποιητική γλώσσα καθώς και με συχνές αναφορές στη λογοτεχνία, τους θρύλους και τα παραμύθια.
Η «αγάπη» που χρειάζονται οι Σκιώδεις όψεις μας δεν είναι κάτι τυχαίο και μεταφυσικό. Δεν χρειάζεται να την περιμένουμε πλέον από «έξω», εξαρτώμενοι από κάποια εξιδανικευμένη φιγούρα. Είναι μάλλον η απόφασή μας να αγκαλιάσουμε ΕΜΕΙΣ οι ίδιοι την ολότητά μας, με ό,τι και αν περιλαμβάνει, θετικό και αρνητικό, αισιόδοξο μαζί και καταθλιπτικό, ορμητικό αλλά και φοβισμένο, επιτρεπτό ή «απαγορευμένο». Το θάρρος μας να αντικρίσουμε εμάς τους ίδιους είναι το βαρύ τίμημα, αλλά και ο δρόμος για να χωρούμε τις αρχαίες κατάρες μας και να συναντούμε ουσιαστικά τους άλλους στο παρόν μας.
Βιογραφικό
Ο Πέτρος Θεοδώρου είναι ψυχοθεραπευτής, που δουλεύει µε την προσέγγιση Gestalt στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Εστιάζεται σε µία υπαρξιακή και σχεσιακή αντίληψη της ζωής και σε ανάλογα θέματα (απώλεια, μοναξιά, ματαιότητα, ευθύνη, επιλογή). Επίσης, ασχολείται συστηματικά µε τις σχέσεις έρωτα – αγάπης – σεξουαλικού πόθου.
Για όλα αυτά συγγράφει σταθερά. Έχει εκδώσει τρία βιβλία, δύο εκ των οποίων είναι μεταφρασμένα και στα αγγλικά, ενώ το τέταρτο βιβλίο του (µε θέµα τον έρωτα) είναι προγραμματισμένο να εκδοθεί την άνοιξη του 2021.
Από το 2006 πραγματοποιεί συστηματικά διαλέξεις και βιωματικές ομάδες αυτογνωσίας και ψυχοθεραπείας, στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Στο παρελθόν, το πρώτο του πτυχίο αφορούσε την ιατρική επιστήμη, ενώ για µία μεγάλη περίοδο υπήρξε συνθέτης. Εδώ και πολλά χρόνια έχει ολοκληρώσει δεύτερες σπουδές στην ψυχολογία και ως ψυχοθεραπευτής, αποφοίτησε από το «Gestalt Foundation».
Είναι µέλος της E.A.G.T. – του Ευρωπαϊκού Θεσμικού Οργάνου για την Ψυχοθεραπεία Gestalt και πιστοποιημένος επόπτης. Συμπράττει, ως εξωτερικός συνεργάτης, σε εκπαιδευτικά και άλλα προγράμματα µε διάφορα Κέντρα και Ινστιτούτα Εκπαίδευσης και Ψυχοθεραπείας (Integrative Gestalt Training Institute, Sinergia, Istok, Gestalt Foundation κ.ά.).
Από το 2006, έχει αναπτύξει τη δική του προσέγγιση ενσώματης αλληλεπίδρασης, PSP (Process-Stage-Praxis), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί σε πολλούς χώρους (ψυχοθεραπεία, εκπαίδευση, εργασία, τέχνη, το Playback Θέατρο) κ.λπ.
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.