«Οι γυναίκες » είπε ο γιατρός «γεννήθηκαν γονατιστές, γι΄ αυτό και δεν μπόρεσα ποτέ να τις βοηθήσω, γιατί κι εγώ τον περισσότερο καιρό βρίσκομαι στην ίδια θέση» Τζούνα Μπαρνς, Νυχτοδάσος
«Σάμπως κατά βάθος δεν ξέρουμε εκ των προτέρων όλα τα τοπία που θα συναντήσουμε στη ζωή μας;» Μπρούνο Σουλτς, «Άνοιξη»
«Πίνω τον καφέ μου στο παράθυρο και ξανασκέφτομαι το παλιό όνειρο που επανέρχεται. Είμαι αυτός που κοιτάζει συνεχώς την ίδια εικόνα: ένας ανάπηρος πολέμου, χωρίς πόδια, καθισμένος στην καρέκλα. Γύρω του τραγουδούν γυναίκες κι άνδρες κρατώντας με τα χέρια τους τον ρυθμό. Όταν ακούγεται από το βάθος το βιολί, ο ανάπηρος πετάγεται πάνω να χορέψει…»
Η Γεωργία Τάτση άρχισε να γράφει τη νουβέλα «Πίσω από τον ήχο του νερού», αμέσως μετά την ανάγνωση των βιβλίων «Οικογενειακοί δεσμοί» της Κλαρίσε Λισπέκτορ, «Άπαντα τα πεζά» του Μπρούνο Σουλτς και «Νυχτοδάσος» της Τζούνα Μπαρνς.
Βρισκόμαστε στην Ελλάδα στις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60. Στην επαρχία. Σε ένα ορεινό χωριό της Άρτας, που ήταν κτισμένο δίπλα στον ποταμό Άραχθο, με την τεχνητή λίμνη Πουρναρίου.
Από μικρό παιδί, ο ήρωας της νουβέλας κυνηγάει παλιές, ξεχασμένες οικογενειακές ιστορίες. Ιστορίες για γιαγιάδες, μανάδες, συζύγους, κόρες. Τραγικές και δραματικές ιστορίες. Ο ήρωας τρέχει πίσω τους. Γίνεται αλιεύς ιστοριών. Ψαρεύει ιστορίες. Σπαράγματα ιστοριών. Πηδάει απ΄ τη μια ιστορία στην άλλη.
Ο χαρακτήρας της νουβέλας είναι ένας εξηντάρης που επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο, για να πουλήσει το εγκαταλειμμένο πατρικό του που είναι γεμάτο υγρασία και φθορά και το κτήμα γύρω από το σπίτι.
Κοιτάζει τις σκέψεις του στις επιφάνειες των τοίχων του. Το παρελθόν της παιδικής του ηλικίας είναι στοιβαγμένο μέσα στα δωμάτια αυτού του σπιτιού. Παίρνει από τα συρτάρια της ντουλάπας μία μία τις αναμνήσεις και τις ακουμπούσε στην παλάμη του.
Κοιμάται στο παιδικό του δωμάτιο στο πατρικό του σπίτι, αλλά δεν κοιμάται. Ζει μια μόνιμη αγρυπνία. Δεν ξέρει αν βλέπει όνειρο ή το θυμάται. Δεν ξέρει αν κοιμάται κι ονειρεύεται ή αν ονειρεύεται ξύπνιος. Αλλιώς ονειρεύεσαι ξύπνιος αλλιώς όταν κοιμάσαι. Αλλιώς με μνήμη, αλλιώς χωρίς μνήμη. Αλλιώς με σώμα αλλιώς χωρίς σώμα…
Άκουγε αυτά που δεν ακούγονται κι έβλεπε αυτά που δεν βλέπονται…
Στέκεται όρθιος μπροστά στο παράθυρο, στο ίδιο παράθυρο που στεκόταν ο πατέρας του, στέκεται όρθιος μπροστά στο παράθυρο και κοιτάζει έξω. Βλέπει το χιονισμένο τοπίο, αλλά δεν ξέρει αν βρίσκεται μέσα και κοιτάζει έξω ή αν βρίσκεται έξω και κοιτάζει μέσα…
Από κάπου έρχεται μυρωδιά χορταριού και άγριας μέντας. Το άλογο καλπάζει στο παιδικό του δωμάτιο. Πώς γίνεται να καλπάζει σε τόσο περιορισμένο χώρο, σκέφτεται, αλλά ξέρει πως γίνεται, αφού καλπάζει μέσα στο μυαλό του. Στέκεται μπροστά στο κρεβάτι του μασώντας το χορτάρι και την άγρια μέντα μετά σηκώνεται στα πίσω πόδια, ορμάει μπροστά και πηδάει από το παράθυρο…
Θυμάται το άλογο να καλπάζει και το αλογάκι της Παναγίας να περπατάει. Τζιτζίκια τερετίζουν, παγόνια εκτινάσσονται στον ουρανό ανά ζεύγη, πηδούν κόκκινα αρνιά (τα έβαψε ο βοσκός για να απογαλακτιστούν) από τους τοίχους και κάνουν βόλτες στα δωμάτια… Βελάζουν. Στις επιφάνειες των τοίχων τα συναισθήματα του απλωμένα στρώσεις στρώσεις. Διαδοχικές χρωματικές επικαλύψεις χωρίς περιγράμματα. Η κίτρινη Δευτέρα και η μπλε Τρίτη, η κρύα Τετάρτη, η πράσινη η Πέμπτη της ώχρας, η ασπρόμαυρη Παρασκευή και τα χιονισμένα Σαββατοκύριακα. Όλα τα χρώματα που τον έχουν βάψει, όλες οι μέρες.
Στο κτήμα υπήρχε μια ελιά, τώρα βλέπει φυτρωμένη την ψηλή γυναίκα. Έχει σταθεροποιηθεί πάνω της το κίτρινο που εξέπεμπε ,αν και τώρα φαίνεται εντελώς ξεθωριασμένο. Κρατάει από το χέρι το παιδί και κατευθύνεται προς το άλογο. Εγκαταλείπει το παιδί και περπατάει γρήγορα στην κίτρινη ομίχλη. Πέφτει στο ποτάμι…
Οι γονείς του είχαν πεθάνει πολύ πριν πεθάνουν στην πραγματικότητα. Η μάνα του πολύ πριν πέσει στο ποτάμι κι ο πατέρας του πολύ πριν το ποτάμι πλημμυρίσει το μυαλό του. Αυτός υποφέρει από άνοια κι ο γιος υποφέρει από μνήμη…
Η μάνα του έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε. Έπεσε στο ποτάμι, με τη ρόμπα. Από πάνω είχε φορέσει τη ζακέτα. Γέμισε πέτρες τις μεγάλες τσέπες της, μπλουμ, να πάει στον πάτο.
Ο πατέρας είναι στο παράθυρο και κροταλίζει το δικό του ράμφος, σαν πελαργός. Χιονίζει συνεχώς μες στο κεφάλι του. Στέκεται παγωμένος και κοιτάζει το παγωμένο τοπίο. Τώρα ο πατέρας τον κοιτάζει σιωπηλός μέσα από τον καθρέφτη. Αμίλητος ως συνήθως. Δεν του είπε ποτέ την ιστορία του, δεν του είπε ποτέ την ιστορία της μάνας του. Δεν του είπε καμιά ιστορία. Κανένα παραμύθι. Αμίλητος. Τόσα χρόνια προσπαθούσε ο γιος να μαντέψει τη φωνή του πατέρα του. Πώς θα μιλούσε αν μιλούσε; Πώς θα έλεγε την ιστορία του αν την έλεγε; Η σιωπή του πατέρα τους πέταγε έξω από το σπίτι και φεύγανε σαν δαρμένα σκυλιά. Τρέχανε μακριά του. Η μάνα έπιανε τον γιο από το χέρι και τρέχανε. Η μάνα γινόταν… άλογο και κάλπαζε. Ο γιος δεν είχε προς τα πού να πάει. Δεν είχε προς τα πού να φύγει κι έφευγε μέσα του. Έφευγε στα ενδότερα του εαυτού του. Προχώρησε τόσο βαθιά μέσα του που έφτασε στην καρδιά του πατέρα του. Ανακάλυψε το πρόσωπό του στο πρόσωπό του πατέρα του, είδε το σώμα του στο σώμα του πατέρα του στον καθρέφτη, εκεί όπου οι γιοί συναντούν πάντα τον πατέρα τους. Έχασε την ευκαιρία τόσα χρόνια να γνωριστεί ο γιος με τον πατέρα. Πόσες φορές ο γιος τον είχε σκοτώσει στον ύπνο του. Δεν ήξερε γιατί επιδίωκε την καταδίκη του πατέρα του. Δεν ήξερε καν γιατί τον σκότωνε. Ίσως γιατί μετά το θάνατο της μάνας αγάπησε πολύ τους πεθαμένους, και τον πατέρα του πλέον μόνο δια του θανάτου μπορούσε να τον αγαπήσει. Ήταν τρομερά, αυτά που νιώθει μέσα του ένα παιδί με σιωπηρό πατέρα. Δεν ξέρεις τι είναι ικανό να κάνει για να τον τιμωρήσει. Μια τον καταδίκαζε και μια τον αθώωνε. Τελεσίδικη απόφαση δεν έβγαλε. Αυτό που συνέβη στη μάνα, συνέβη σε όλους τους, έπεσε πάνω τους με ορμή και τους σκέπασε, τους εμπόδιζε να βλέπουνε καθαρά ο ένας τον άλλον…
Η μάνα του, θυμάται ο ήρωας, είχε χαστουκίσει την αδελφή της και στα δυο μάγουλα, την έσπρωχνε και την ταρακουνούσε ουρλιάζοντας. «Πώς άντεξες; Πώς άντεξες; Πώς.. πώς …πώς.. Πώς άντεξες;» τη ρωτούσε και μόνο τώρα που επέστρεψε πια ώριμος άνδρας, καταλαβαίνει πως δεν εννοούσε πώς άντεξε αυτό που άντεξε αλλά πώς άντεξες να το αντέχεις σιωπηλή πώς άντεξες να το αντέχεις μόνη. «Γιατί δεν το είπες σε κανέναν;» ούρλιαζε κι αγκαλιάστηκαν σαν να είχαν μόλις εκείνη τη στιγμή συναντηθεί ύστερα από πολλά χρόνια που είχαν ζήσει χωρισμένες…
Αυτό που άντεξε να αντέχει η αδελφή της μάνας μου, το έμαθε από τη γιαγιά του αργότερα. Είχε μεγάλη αγωνία γι΄ αυτό που άντεξε η θεία του, γιατί είχε μεγάλη αγωνία γι΄ αυτό που συνέβαινε στη μάνα του. Είχε μεγάλη αγωνία γι΄ αυτό που συνέβαινε μέσα της, γι΄ αυτό που διαισθανόταν τι ήταν, δεν ήξερε όμως τι ήταν, κι ακόμα μεγαλύτερη αγωνία είχε όταν αυτό που συνέβαινε μέσα της συνέβη κι έξω της και συνέβη σε όλους τους. Η θεία της ήταν δεκαεννιά χρόνια παντρεμένη με ναυτικό, που ήταν κουτσός από ατύχημα σε καράβι. Όταν πέθανε ο άντρας της θείας του, η γιαγιά πρώτη τον βρήκε νεκρό. Ετοίμασε τον νεκρό προτού παγώσει. Τον έγδυσε,τον έπλυνε για να του βάλει καθαρά ρούχα και τότε είδε ότι από τη μέση και κάτω ο νεκρός ήταν από πριν νεκρός. Νεκρός από ρίζα, πριν πεθάνει. Τον άφησε κι έκλαψε την κόρη της, όχι αυτόν. Αυτόν τον είχε γυμνωμένο στο κρεβάτι. Έκλαιγε ζωντανή την κόρη της σαν να ήταν αυτή η πεθαμένη…
Η μάνα του, ο πατέρας του κι αυτός συγκεντρωμένοι στα πιάτα τους. Τους πλακώνει η παγωμένη η ήσυχη λευκότητα. Ολόκληρο το γεύμα έχει περάσει κάτω από την άσπρη απειλή της. Δεν υπάρχει ρωγμή κάτω από το λευκό σεντόνι που τους σκεπάζει για να ακουστεί η φωνή τους. Ούτε βλέπουνε ο ένας τον άλλον ούτε ακούνε παρά μόνο τον εαυτό τους. Καθένας σπαράζει μόνος του και ουρλιάζει μέσα του. Όσο μεγαλώναμε, σκέφτεται ο εξηντάρης και μαθαίναμε πώς να κοιτάζουμε βαθιά ο ένας μέσα στον άλλον, μεγάλωνε και η βεβαιότητά μου πως εκεί μέσα σ΄ εκείνη τη λευκότητα βρίσκεται η ρίζα, μέσα σ΄ εκείνη την λευκότητα βρίσκεται η αρχή και το τέλος αυτού που ζούμε…
Ο ήρωας της νουβέλας έχει χωρίσει με τη γυναίκα του.
Ο εξηντάρης ήρωας δεν έχει κανέναν να φροντίσει. Ούτε γονιό, ούτε σύζυγο, ούτε παιδί. Ούτε καν τον εαυτό του. Είχε εαυτό;
Το τρένο μπαίνει στο δωμάτιο, περνάει από πάνω του και τον διαμελίζει. Ζει τον διαμελισμό του. Τον γδέρνει κάτι άγριο μέσα του, κάτι αιχμηρό τον στήνει απέναντι. Τι να πει ο διαμελισμένος, ο γδαρμένος, ο σφαγμένος, ο αποκεφαλισμένος; Για ποια ιστορία να μιλήσει, με ποιον εαυτό;
Τι θα κάνει με αυτές τις τρύπες μέσα του;
Για ποια πράγματα να μιλήσει;
Για αυτά που είναι αλλού;
Για τα πεθαμένα, τα νεκρά νεκρά; Μα τίποτα δεν είναι νεκρό νεκρό. Ούτε καν οι νεκροί…
Τελικά ποιοι λένε την αλήθεια, οι ζωντανοί ή οι νεκροί; Και ποιοι είναι έτοιμοι να την ακούσουν;
Πού πεθαίνει πρώτα ο άνθρωπος;
Πώς εκπαιδεύεις και εκπαιδεύεσαι στον θάνατο;
Έχετε ακούσει ανθρώπινο πλάσμα να θρηνεί;
Έχετε ακούσει άνθρωπο να χλιμιντρίζει; Να γαβγίζει; Να ουρλιάζει;
Έχετε ακούσει ζώο να θρηνεί;
Μουγκό μοιρολόι έχετε ακούσει;
Υπάρχει λέξη για το αίσθημα που βρίσκεται μετά τον πόνο αλλά πριν από την ανακούφιση;
Πόσο μέσα φτάνει η μνήμη;
Αυτό που έρχεται από το βάθος του τίποτα, αυτή η αγωνία πώς λέγεται;
Πώς λέγεται το αίσθημα που έχει κανείς όταν συνειδητοποιεί ξαφνικά τη δυστυχία του; Υπάρχει λέξη;
Τα παραμύθια, οι ιστορίες είναι μόνο για γυναίκες;
Ό,τι βλέπεις, δεν είναι απαραίτητα η αλήθεια;
Ποιος από εμάς είναι σε θέση να ξεχωρίσει τις «πραγματικές» – και τι είναι πραγματικές;- αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας;
Ποιες μνήμες είναι πραγματικές ή παραποιημένες από μεταγενέστερες ερμηνείες των γεγονότων;
Αλλά ποια είναι η πραγματική ζωή, αν όχι ό,τι επιβιώνει στη μνήμη μας;
Τραγικές ιστορίες γυναικών τις δεκαετίας του ΄50 και ΄60 στην επαρχία. Ιστορίες θυσιασμένων γυναικών που είτε αναγκάστηκαν να αποποιηθούν την ερωτική τους επιθυμία για να ζήσουν είτε διεκδίκησαν την ερωτική τους επιθυμία κι έχασαν τη ζωή τους. Όλοι γνωρίζουμε ιστορίες με εγκλήματα τιμής εκείνης της εποχής. Ο ήρωας της νουβέλας, αφηγείται επώδυνες ιστορίες που τον διαμόρφωσαν. Για να μιλήσει για τον εαυτό του μιλάει για τις γυναίκες. Τη γιαγιά, τη θεία, τη μητέρα, τη σύζυγο. Τις δικές τους ιστορίες μας λέει. Κι όσο μιλάει για τη γυναίκα τόσο μετατοπίζεται προς τον πατέρα και τον ίδιο τον εαυτό του. Ο χαρακτήρας του βιβλίου προσπαθεί να μάθει την ιστορία του, μέσω της ιστορίας των άλλων και προσπαθεί να φτάσει στην αλήθεια μέσω των αναμνήσεων, αλλά πάντα του λείπουν κομμάτια. Και της αλήθειας και της μνήμης.
Οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους….
Η Νουβέλα της Γεωργίας Τάτση θέτει πολλά διλήμματα. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί στην κυριολεξία της την κάθε λέξη. Τίποτα προβοκατόρικο δεν ενέχει η γραφή της. Ίσα ίσα αυτή η ίδια η κυριολεξία αρκεί για να ενδυναμώσει τα νοήματα κάτι αρκετά δύσκολο ειδικά στη συγγραφή, καθώς απαιτεί ταλέντο στη γραφή.
Πρόκειται για μια νουβέλα που αγγίζει βαθιά ενίοτε και ζοφερά θέματα με τέτοιο αφηγηματικό τρόπο που αφήνει μια επίγευση πίκρας, μνήμης, ανάμνησης, τρυφερότητας, ανθρωπιάς, ζωής και θανάτου.
Ένα πολύτροπο βιβλίο γοητευτικά προσωπικό και τολμηρό αντικαθρέπτισμα, ώριμο καταστάλαγμα της ποιητικής της Γεωργίας Τάτση και αναδρομικό σχόλιο σε όλο της το έργο.
Μια νουβέλα που προκαλεί τον αναγνώστη να κοιτάξει το είδωλο μιας κατεστραμμένης και αδίστακτης κοινωνίας σε έναν θρυμματισμένο καθρέφτη, με την αντανάκλαση να είναι ελκυστική και αποκρουστική συνάμα!
Οι περιγραφές σε κερδίζουν, αλλά η ίδια η ιστορία είναι που δεν σε αφήνει να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Θέλει όμως πολύ προσοχή από τον αναγνώστη της νουβέλας για να γίνει κατανοητή.
Πρόκειται για Αριστούργημα.
Η Γεωργία Τάτση γεννήθηκε το 1952 στο Κλειστό Άρτας. Από το 1965 ζει στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία στη Σχολή Κινηματογράφου – Τηλεόρασης Ευγενίας Χατζίκου και εργάστηκε στην ΕΡΤ από το 1976 ως το 2003. Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα Γάμπαρη Αμβρακικού (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2019) και τη νουβέλα Χορός στα Ποτήρια (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013 – υποψήφια για το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Διηγήματος – Νουβέλας 2014), ενώ τα διηγήματά της «Γαλαζοαίματη» και «Η κλοτσιά της πεταλούδας» περιλαμβάνονται στα συλλογικά έργα Υπό σκιάν (Εκδόσεις των Συναδέλφων 2014, σε συνεργασία με την Εφημερίδα των Συντακτών) και HOTEL – Ένοικοι γραφής – Είμαστε όλοι μετανάστες (εκδόσεις Πατάκη 2007) αντίστοιχα.
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.