Δημοσιογράφος – Ποιητής – Πεζογράφος. Σπουδαία διάκρισή του στον Θ’ Παγκόσμιο Διαγωνισμό Ποίησης. Η «Ναυτική μπαλάντα» του κατέλαβε την τρίτη θέση

Κάθε διάκριση είναι σημαντική. Όταν όμως έρχεται με περγαμηνή από έναν Παγκόσμιο Διαγωνισμό Ποίησης, αποκτά άλλη σπουδαιότητα και χαιρόμαστε διπλά γιατί την πέτυχε ένας Έλληνας: Ο Δημοσιογράφος Παναγιώτης Χανός, που ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Το ποίημά του «Ναυτική μπαλάντα» κατέλαβε την τρίτη θέση ανάμεσα σε εκατοντάδες ποιήματα από όλον τον κόσμο, στην ετήσια διοργάνωση του πολιτιστικού και κοινωνικού φορέα «Aμφικτιονία Ελληνισμού». Οι στίχοι του κρύβουν μέσα τους, εκτός από το κάλμα και τη φουρτούνα της θάλασσας, την ευαισθησία του ανθρώπου που τους εμπνεύστηκε. «Προσδοκία μου ήταν ο αναγνώστης να οσφραίνεται την οσμή του πελάγους, να γεύεται στη γλώσσα του την αλμύρα του νερού» λέει στο Vivlio-life. «Η σπερματική ιδέα του ποιήματος», όπως μας εξηγεί στην πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που μας παραχώρησε, “βρίσκεται σε μια μυθιστορία, που η συγγραφή της με έχει συνεπάρει αυτή την περίοδο, η οποία εκτυλίσσεται στο λυκαυγές του βυζαντινού Μεσαίωνα και η “Ναυτική Μπαλάντα” αποτελεί ένα επιμύθιο, μια διακριτική επωδό του. Το “είδα” ξαφνικά μπουκωμένος από τα συναισθήματα που μου προκαλούσε η συγγραφή, σαν ένα μουσικό «κλειδί», σαν ένα έμμετρο διάλειμμα“.

Αιτία της συνέντευξης αυτής είναι η διάκρισή σας στον Θ’ Παγκόσμιο Διαγωνισμό Ποίησης. Δώστε μας τα πλήρη στοιχεία αυτού του Διαγωνισμού απαντώντας στα γνωστά δημοσιογραφικά ερωτήματα: Ποιος – πότε – πού – γιατί…
Καταρχάς με αφορμή αυτή τη συνέντευξη σας ευχαριστώ από καρδιάς για την ευαισθησία και την ευγένεια σας, αλλά κυρίως διότι ασχολείστε με εκείνο το είδος της ειδησεογραφίας που δεν έχει να κάνει με τους αριθμούς, αλλά με τις λέξεις, ένα περιεχόμενο που κατά την άποψή μου, αφορά στην ίδια την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Αναφέρεται και δίνει λογαριασμό στο “γιατί υπάρχω” και αυτό είναι το πιο σημαντικό!
Σχετικά με τη διάκριση και τον διαγωνισμό, όπως ενημερώθηκα κι εγώ, διότι πρώτη φορά συμμετείχα, -ας όψεται το διαδίκτυο και ο ευεργετικός εγκλεισμός της… καραντίνας- πρόκειται για έναν ετήσιο θεσμό που διοργανώνει η “Aμφικτιονία Ελληνισμού” ένας πολιτιστικός και κοινωνικός φορέας, με διεθνή δράση και πνευματικό κέντρο τους Δελφούς. Η Αμφικτιονία διαθέτει πενήντα παραρτήματα σε όλο τον κόσμο που αριθμούν χιλιάδες μέλη, ενώ βασικός σκοπός της είναι η δημιουργία γέφυρας επικοινωνίας μεταξύ μητροπολιτικής Ελλάδος και απόδημου Ελληνισμού, η διεθνοποίηση της ελληνικής γλώσσας, η διατήρηση και εμπέδωση της ειρήνης στον κόσμο και η αλληλογνωριμία και αλληλοκατανόηση των λαών. Υπό αυτή την έννοια, υποθέτω, ο διαγωνισμός είχε τον χαρακτήρα του “παγκόσμιου” και όπως με ενημέρωσαν υπήρξε πλήθος συμμετοχών όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από το εξωτερικό.

Σε μια εποχή που η ειδησεογραφία δυστυχώς δεν έχει χώρο για τον πολιτισμό, καταφέρατε να διακριθείτε και η «Ναυτική μπαλάντα» σας κατέλαβε την τρίτη θέση στο λογοτεχνικό event στο οποίο οι συμμετοχές ήταν εκατοντάδες. Ποιοι ήταν οι όροι συμμετοχής;
Σύμφωνα με τη σχετική προκήρυξη ο 9ος Παγκόσμιος Ποιητικός Διαγωνισμός που διοργανώθηκε το 2020 είχε ως τίτλο «Ελληνισμός-Ορθοδοξία-Αμφικτυονίες εις την διαχρονίαν», αλλά υπό τη διευκρίνιση ότι το θέμα ανήκει στη σφαίρα της ελεύθερης γραφής. Η ποίηση έπρεπε να κινείται εντός των ορίων της ευπρέπειας και να υποβληθεί μέχρι το τέλος Μαρτίου του τρέχοντος έτους σε πέντε αντίγραφα με ψευδώνυμο σε κλειστό φάκελο με τα πλήρη στοιχεία του συμμετέχοντος και να μην υπερβαίνει τους 40 στίχους συνολικά. Αυτοί ήταν οι τυπικοί όροι της διοργάνωσης, ενώ την εννεαμελή Κριτική Επιτροπή που έκανε την αξιολόγηση των κειμένων αποτελούσαν ο καθηγητής Φιλοσοφίας του ΑΠΘ Σωκράτης Δεληβογιατζής, οι ποιήτριες-συγγραφείς Ζήτα Καλογιάννη και Νέλη Λαγάκου, ο λογοτέχνης και πρόεδρος της Αμφικτιονίας Ελληνισμού, Δημήτρης Μπουκόνης, ο καθηγητής Γλωσσολογίας του ΑΠΘ, Αντώνης Μπουσμπούκης, ο ποιητής-ιατρός Αντρέας Μωϋσιάδης, οι συγγραφείς – ποιητές Αθανάσιος Τρίψας και Antre Moriac και η συγγραφέας – ποιήτρια Παρθένα Τσοκτουρίδου.

«Ναυτική μπαλάντα», λοιπόν. Ο τίτλος κρύβει το κάλμα αλλά και τη φουρτούνα της θάλασσας σε συνδυασμό με τον γλυκό ήχο μιας μουσικής που έχει τις ρίζες της στον μεσαίωνα. Πότε γράφτηκε αυτό το αφηγητικό ποίημα και τι κρύβεται πίσω από την έμπνευσή σας;
Σωστά! Προσδοκία μου ήταν -δεν ξέρω αν το πέτυχα- ο αναγνώστης να οσφραίνεται την οσμή του πελάγους, να γεύεται στη γλώσσα του την αλμύρα του νερού. Η σπερματική ιδέα του ποιήματος βρίσκεται σε μια μυθιστορία, που η συγγραφή της με έχει συνεπάρει αυτή την περίοδο, η οποία εκτυλίσσεται στο λυκαυγές του βυζαντινού Μεσαίωνα και η «Ναυτική Μπαλάντα» αποτελεί ένα επιμύθιο, μια διακριτική επωδό του. Το «είδα» ξαφνικά μπουκωμένος από τα συναισθήματα που μου προκαλούσε η συγγραφή, σαν ένα μουσικό “κλειδί”, σαν ένα έμμετρο διάλειμμα.

Χαρακτηρίζετε το βραβευμένο ποίημά σας «έμμετρο (αλλά ρομαντικό και ίσως λίγο άγριο)». Εξηγείστε μας τον χαρακτηρισμό που βρίσκεται στην παρένθεση.
Είναι ρομαντικό διότι μέσα στο θαλάσσιο, υποθαλάσσιο και παραθαλάσσιο ντεκόρ που σκηνοθετούν οι λέξεις βρίσκουν καταφύγιο η νοσταλγία, η μελαγχολία, η περισυλλογή και ο πόθος. Ένας πόθος όχι μόνο σαρκικός, αλλά μια εσωτερική ροπή, η εναγώνια αναζήτηση της πνευματικής ολοκλήρωσης. Είναι άγριο διότι εκμαιεύθηκε με μεγάλη ορμή σαν ένα ποτάμι του βαθύτερου νου που θέλει να σπρώξει την ψυχή προς τα πάνω, να την εξαγνίσει στην κολυμβήθρα της εθνικής, της συλλογικής μνήμης, να τη μυήσει στη νιρβάνα της συμπαντικής ολότητας.

Έχω την αίσθηση πως η απόφαση να λάβει κάποιος μέρος σ’ έναν Παγκόσμιο Διαγωνισμό θέλει τόλμη. Ποια ήταν η στιγμή που είπατε «ναι, θα το κάνω…».
Ξέρετε για μένα μεγαλύτερη σημασία είχε να πάψω να ντρέπομαι που γράφω. Η γραφή είναι μία μάγισσα, μια Κίρκη και τα βάσκανα της είναι η έπαρση και η ματαιοδοξία. Σε ποιον να πεις σήμερα ότι γράφεις; Κινδυνεύεις να χαρακτηριστείς «ψώνιο» ή έστω ιδιόρρυθμος ή φαντασμένος. Ωστόσο για να συμφιλιωθείς με τον εαυτό σου οφείλεις να δεχθείς ότι είναι αναπόφευκτο. ‘Επί τουλάχιστον δυόμιση ίσως και τρεις δεκαετίες της ζωής μου προσπάθησα να πνίξω, κυριολεκτικά να σκοτώσω μέσα μου, την έμφυτη -είμαι βέβαιος πλέον- επιθυμία μου, τη σχεδόν πρωτόγονη ορμή μου, να γράψω, όχι για τους άλλους, αλλά για μένα. Να αποκαλύψω εκείνα που στοίχειωναν μέσα στο μυαλό μου και με τυραννούσαν, επειδή τα κρατούσα φυλακισμένα. Κάποια στιγμή πριν από δύο καλοκαίρια, όλα αυτά τα προσωπικά «φαντάσματα» που η λογική των άλλων είχε εξορίσει στην πιο σκοτεινή φυλακή του νου μου, με εκδικήθηκαν. Εξύφαναν γύρω μου μια αόρατη πλεκτάνη και κατέληξα να γίνω θύμα τους. Κι όταν ύστερα από χρόνια, που μου φάνηκαν αιώνες, η πύλη της φαντασίας άνοιξε πάλι, ήταν πλέον αργά για να κάνω οτιδήποτε, για να αντισταθώ… Απέδρασαν από το υποσυνείδητο και κατέκτησαν, εγκαταστάθηκαν για πάντα -νομίζω- στο συνειδητό. Από τότε όλα έγιναν πιο εύκολα. Η συμμετοχή μου δεν ήταν πλέον παρόρμηση, ούτε δίλημμα, αλλά μία επιλογή εν πλήρει συνειδήσει.

Και τώρα που κρατάτε στα χέρια σας την καλαίσθητη περγαμηνή τι νιώθετε πέρα από περηφάνια;
Όσον αφορά τις όποιες διακρίσεις και τα βραβεία που κέρδισαν τα ποιήματά μου νομίζω η περηφάνια δεν είναι η κατάλληλη λέξη! Παρότι έτσι πίστεψα στην αρχή, έκανα λάθος, δεν είμαι υπερήφανος, περισσότερο ήσυχος νιώθω, πιο ειρηνευμένος, πιο δυνατός για να συνεχίσω να γράφω. Εξάλλου δεν είναι η περγαμηνή, είναι η ιδέα! Η ανακοίνωση ενός λογοτεχνικού βραβείου, όπως αυτό ή κάποιο άλλο, για τα πολύ προσωπικά μου κείμενα (είτε ποιήματα, είτε πεζά) δεν με κάνει υπερήφανο, περισσότερο με ανακουφίζει, με δικαιώνει ως ένα βαθμό, με αποζημιώνει ηθικά για το θράσος μου να εκτεθώ ενώπιον του κοινού και των μελών της Κριτικής Επιτροπής.

«Σαν μια αχτίδα χαράς που γρατζουνάει το γκρίζο τοπίο που βιώνουμε, ξεφλουδίζει τη θλίψη, εκστρατεύει ενάντια στην επανάληψη, στην αδράνεια, στη συμβατικότητα των ημερών, τις επιτίθεται και τις χαλά». Είναι τα λόγια σας για τη σπουδαία διάκρισή σας. Πού αφιερώνετε αυτή την αχτίδα χαράς που σας ήρθε σε περγαμηνή;
Την αφιερώνω στη Ζωή, στον Έρωτα αντί για τον Θάνατο, αντί για την πανδημία του κορωνοϊού ή της… απαθείας που μας ζώνει από παντού, μας περικυκλώνει και μας απειλεί. Την αφιερώνω στην αιωνιότητα, που όπως λέει (Auguries of innocence) ο πρίγκιπας των ρομαντικών ποιητών, William Blake «είναι ερωτευμένη με τους καρπούς του χρόνου». Λόγια που επί τουλάχιστον δύο δεκαετίες της ζωής μου, με στοίχειωναν, δεν μπορούσα να τα καταλάβω. Τι είναι αιωνιότητα; Τι είναι χρόνος; Τι είναι η ζωή; Εκείνο που εντέλει κατάλαβα είναι αυτό που ξέρουμε όλοι μας, αλλά τις περισσότερες φορές το ξεχνάμε: ότι η ζωή μας είναι πολύ μικρή, απειροελάχιστη σταγόνα δροσιάς μέσα στη θάλασσα του κόσμου, ένα ασήμαντο χαλίκι που βυθίζεται στον ωκεανό του αιώνιου χρόνου. Κι εφόσον η Ζωή μας είναι τόσο μικρή μόνο οι μεγάλες, οι ουσιαστικές στιγμές της έχουν νόημα, έχουν πραγματική αξία. Δεν έχει σημασία αν αυτές οι στιγμές είναι καλές οι κακές, αν είναι δύσκολες ή εύκολες, αν είναι χαρούμενες ή θλιβερές, αν είναι άδοξες ή επικές, αν είναι οι πρώτες ή οι τελευταίες. Αρκεί να είναι μεγάλες, αρκεί να τις βιώνεις με θάρρος, με αξιοπρέπεια, με πλήρη συνείδηση και γενναιότητα, με ηρωισμό και καρτερία, αρκεί να τις ρουφάς και να τις γεύεσαι μέχρι το τέλος.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ποίημά σας ξεχωρίζει και βραβεύεται. Ποια άλλα ποιήματά σας κατάφεραν να ξεχωρίσουν και πού;
Παραδόξως είναι αλήθεια. Το ποίημα μου σε ελεύθερο στίχο «Οι Μνήμες», κατέκτησε το βραβείο καλύτερου ποιήματος στο 6ο Φεστιβάλ ποίησης Θεσσαλονίκης που διοργάνωσαν η Μη κυβερνητική Οργάνωση Πολιτισμού “Αργοναύτες” και ο Εκδοτικός Οίκος «Υδρόγειος». Ένα άλλο ποίημα μου με τίτλο «Κολόσσι» (μεσαιωνικό φρούριο λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Λεμεσού στην Κύπρο, όπου σύμφωνα με τον τοπικό θρύλο στις επάλξεις του παντρεύτηκε ο βασιλέας της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος την αγαπημένη του Πριγκίπισσα Βερεγγάρια) διακρίθηκε με τιμητικό έπαινο από τους “Πνευματικούς Ορίζοντες” Λεμεσού. Πρόσφατα επίσης μου ανακοινώθηκε ότι η ποιητική μου συλλογή με τίτλο «Πανδημία Απαθείας» έχει τιμηθεί από την Internation Art Society με το βραβείο «Ανακρέων» και είναι υποψήφια για ένα ακόμη μεγάλο βραβείο στο πλαίσιο του 6ου Παγκόσμιου Διαγωνισμού Ποίησης «Κ. Π. Καβάφης» 2020. Σημειώνω παραπάνω «παραδόξως» διότι αυτές οι διακρίσεις με αιφνιδίασαν. Με τις συμμετοχές μου θέλησα απλώς να κάνω ένα πείραμα, να δω τη γραφή μου με τα μάτια των άλλων.

«Πανδημία Απαθείας». Αν και επισήμως τα αποτελέσματα δεν έχουν ανακοινωθεί (τουλάχιστον μέχρι σήμερα) γνωρίζουμε πως η ομότιτλη ποιητική σας συλλογή διεκδικεί ένα από τα πέντε βραβεία. Η λέξη «Πανδημία» σαφώς και θέλει επεξήγηση. Να υποθέσουμε πως αφορά την πανδημία που μας ταλαιπωρεί; Και αν, ναι, γιατί «Απαθείας»;
Νομίζω το χειρότερο δεν είναι η πανδημία του κορωνοϊού, του covid-19 ή όποιου άλλου… αριθμού τον συνοδεύει. Η πανδημία, ίσως αποδειχθεί ευεργετική, αν παραδοθούμε συνειδητά στην απομόνωση, ίσως μας βοηθήσει, μας αναγκάσει να καταδυθούμε στο βαθύτερο είναι μας, να γίνουμε σοφότεροι, να μάθουμε τον εαυτό μας. Το χειρότερο είναι εκείνο το είδος της απάθειας, της μαζικής αποχαύνωσης, της έλλειψης διάθεσης να αντισταθούμε σε αυτό που έρχεται. Το πρόβλημα είναι ότι δυστυχώς δεν έχουμε εκπαιδευτεί, ότι δεν είμαστε καθόλου έτοιμοι για τις καταιγιστικές αλλαγές που συνεπάγεται η απίστευτη εξέλιξη της τεχνολογίας σε όλα τα επίπεδα, ότι είναι δύσκολο να τη διαχειριστούμε. Εκείνο που ξέρω είναι ότι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να είναι κοινωνικοί, να επικοινωνούν μεταξύ τους πρόσωπο με πρόσωπο, να αγγίζουν ο ένας τον άλλο, να απολαμβάνουν από κοινού απολαύσεις, έχουν ανάγκη να ερωτεύονται. Εκείνο που ξορκίζω είναι ένα σύμπαν δυστοπικό, μια παραλλαγή του κόσμου μας, αλλά στην πιο σκοτεινή του πλευρά, ένα παγκόσμιο χωριό όπου θα κυριαρχούν οι προσομοιώσεις, όπου η τεχνητή νοημοσύνη θα ποδηγετεί την ανθρώπινη αγέλη, όπου η εικονική πραγματικότητα θα αντικαταστήσει τη Ζωή. Κι εκείνο που πραγματικά φοβάμαι είναι μια «Πανδημία Απαθείας» που μπορεί να εξαπλωθεί σε όλο τον πλανήτη. Αυτό ακριβώς επιχειρώ να περιγράψω στην ομότιτλη ποιητική μου συλλογή.

Εκτός από την ποίηση έχετε διακριθεί και ως πεζογράφος. Ο «Ερωτευμένος Καίσαρ» απέσπασε μια εξίσου σημαντική διάκριση σε Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό. Μιλήστε μας για τον έρωτα του Καίσαρα και την πολιτιστική διοργάνωση που τον έκρινε.
Ο «Ερωτευμένος Καίσαρ» μία ανέκδοτη -προσώρας ελπίζω- μυθιστορία που ξεπερνάει τις 112.000 λέξεις (περίπου 350 σελίδες) τιμήθηκε με το 3ο βραβείο μυθιστορήματος από την Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών» και την οργάνωση «Culture4All–Πολιτισμός για Όλους» στο πλαίσιο του Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού με θέμα: «ΜΟΡΙΑ ΛΕΣΒΟΥ, 2.500 ΧΡΟΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ». Για να είμαι ειλικρινής παραδέχομαι ότι συχνά διαβάζοντας υπέροχα βιβλία Ελλήνων ή ξένων συγγραφέων ζήλεψα γιατί θα ήθελα εγώ να τα είχα γράψει. Αναφερόμενος στον “Ερωτευμένο Καίσαρα” αν με ικανοποιεί κάτι δεν είναι τόσο το βραβείο, όσο το ότι έγραψα αυτό το μυθιστόρημα, όπως ακριβώς ήθελα να το γράψω. Κι αυτό είναι το μοναδικό από όσα ανέφερα ως τώρα που με κάνει πραγματικά υπερήφανο. Η υπόθεση διαδραματίζεται σε δύο επίπεδα. Στο σήμερα, διακόσια χρόνια μετά την επανάσταση για την ανεξαρτησία της χώρας, όταν από σύμπτωση ή από τύχη, έρχεται στην επιφάνεια ένα επικίνδυνο μυστικό που καραδοκούσε επί έξι αιώνες στη χοάνη του Χρόνου, σχοινοβατώντας στην κόψη της Συνείδησης και της Λήθης. Σε δεύτερο επίπεδο, η αφήγηση αρχίζει 570 χρόνια νωρίτερα, τέλη Φλεβάρη του 1453, πίσω από τα θαλάσσια τείχη της πολιορκημένης, από τους Οθωμανούς, βασιλεύουσας. Θρυαλλίδα των εξελίξεων, η αποκάλυψη του ναυαγίου ενός μείζονος αυτοκρατορικού δρόμωνα που φέρνει στο φως μια χρυσή κιβωτό η οποία περιέχει προσωπικά αντικείμενα που παραπέμπουν στον τελευταίο βυζαντινό αυτοκράτορα, Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο. Στην περιδίνηση των γεγονότων που εξελίσσονται με φόντο το δράμα των προσφύγων και τον αόρατο πόλεμο των κατασκόπων στις δύο πλευρές του Αιγαίου, αποκαλύπτονται οι συγκλονιστικές πτυχές του μοιραίου έρωτα, μιας ανυπόταχτης Λατίνας που θρυμματίζει τα κοινωνικά στερεότυπα και ενός Βασιλέα που είναι δέσμιος του υπαρξιακού του διλήμματος, παγιδευμένος ανάμεσα στην επιθυμία και στο χρέος. Ένας έρωτας που ξετυλίγεται με επίκεντρο τους δαιδαλώδεις διαδρόμους μιας υπόγειας Πολιτείας στα έγκατα της νήσου όπου ακμάζει επί έξι αιώνες μια μυστική αδελφότητα, τα μέλη της οποίας έχουν δεσμευτεί με όρκο θανάτου να διαφυλάξουν το μεγαλύτερο απόκρυφο της ελληνικής ιστορίας.

Ναυτική Μπαλάντα

Σαν τις αθώες μου οπτασίες,
μεσ’ των ονείρων το νεφέλωμα,
έρχονται οι βρεγμένες μνήμες,
που τις μαλώνει το ξημέρωμα.

Σάπια καράβια που βυθίζονται στην άλγη,
βυζαντινοί δρόμωνες βουλιάζουν στη στεριά,
με τα σχοινιά τους φαγωμένα απ’ την άλμη,
με τα πληρώματα στα αμπάρια τους νεκρά.

Στις καταδύσεις μου στα πέλαγα του ελληνισμού,
βλέπω φωτιές κι αλλότρια φλάμπουρα να σε απειλούν,
μα όλα πνίγονται και σβήνουν στον χάρτη του νερού,
να αλώσουνε τη Μνήμη και την Ψυχή σου δεν μπορούν.

Σαν τους βατραχοανθρώπους,
η στεγνή μορφή μου κολυμπάει,
σε τσιμεντοκαλυμένους τόπους
κι όπου η νύχτα, ξενυχτάει.

Οι επιθυμίες μου στην άμμο χαραγμένες,
δόλια κύματα, στον φλοίσβο έρημης ακτής,
πλανιούνται άμοιρες και αναμαλλιασμένες
πρωταγωνίστριες μιας ιστορίας επικής.

Μια αρχαία εστία φέγγει στις Αμφικτιονίες Σου,
εις την διαχρονίαν, μια Πίστη, μια Ιδέα, μια Ελπίδα
με τον δικέφαλο Αετό και τον Σταυρό στο παραθύρι σου,
μέσα απ’ τα μάτια μου -και όχι με τα μάτια μου- την είδα.

Μαρτυρικά προσμένοντας στον μόλο
την άφιξη της μυθικής Σου αρμάδας,
η γαλανή Σου αύρα, φύσηξε απ’ τον Νότο
κι έγινε στίχος ναυτικής μπαλάντας.

Βιογραφικό
Ο Παναγιώτης Χανός (του Σεραφείμ) κατάγεται από πρόσφυγες γονείς από τη Μάδυτο του Ελλησπόντου. Γεννήθηκε στα Γιαννιτσά του νομού Πέλλας. Εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο και το Λύκειο. Στη Θεσσαλονίκη σπούδασε δημοσιογραφία και ακολούθως Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Συμμετείχε σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Παντείου και ειδικεύτηκε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ενώ είναι υποψήφιος Διδάκτωρ του ίδιου Πανεπιστημίου στον τομέα της Κοινωνιολογίας της Λογοτεχνίας.
Από το 1987 ασχολείται επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία. Εργάστηκε στις εφημερίδες «Αυριανή», «Απογευματινή», (πολιτικός συντάκτης), «Ελληνικός Βορράς» και «Μακεδονία» (αρχισυντάκτης). Συνεργάστηκε με τα τηλεοπτικά κανάλια TV100, ΕΤ3 και Mega Channel, καθώς επίσης με το δημοτικό ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης FM100.
Είναι τακτικό μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας – Θράκης (ΕΣΗΕΜΘ), ενώ διετέλεσε αιρετό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΜΘ, του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΜΘ (μια φορά), καθώς και του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΜΘ (δις).
Το λογοτεχνικό του έργο έχει διακριθεί σε πανελλήνιους και διεθνείς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχει βραβευτεί από συλλόγους Πολιτισμού, Τέχνης και Λόγου (Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων, Ελληνική Αμφικτιονία, Φεστιβάλ Ποίησης Θεσσαλονίκης, Ενωτική Πορεία Συγγραφέων, Οργάνωση Πολιτισμού “Αργοναύτες”, Πολιτιστικό Σωματείο «Culture4All – Πολιτισμός για Όλους», Πνευματικοί Ορίζοντες Λεμεσού, International Art Society κλπ), ενώ αποσπάσματα κειμένων του, διηγήματα και ποίηματά του έχουν δημοσιευθεί στο διαδίκτυο και σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Το 1990 κυκλοφόρησε συλλογή με ποιητικά και σημειωτικά κείμενά του με τίτλο «Οι ρομαντικοί βλέπουν καλά μέσα στη νύχτα» και το 1998 εκδόθηκε (Εκδόσεις Όμηρος) συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Η ουρά της τίγρης».