Ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, στα μαύρα χρόνια της κατοχής. Κι όσο κι αν έχουν γραφτεί πολλά βιβλία για αυτήν την περίοδο της ιστορίας και τον ηρωισμό των προγόνων μας, ο Μάιπας στο έργο του εστιάζει περισσότερο στον άνθρωπο, είτε πρόκειται για τον άνθρωπο που βρίσκεται στην πλευρά των κατακτητών, είτε σε εκείνη των κατακτημένων. Για όλους όσοι δε δίστασαν να θέσουν σε κίνδυνο την ζωή τους ή και να θυσιαστούν για τον συνάνθρωπο. Και είναι σαφές ότι από την πλευρά των κατακτημένων έχουμε διαβάσει πάμπολλες περιπτώσεις όλα αυτά τα χρόνια, υπήρχαν όμως και κάποιες, λίγες ίσως, που θα πρέπει να σημειωθεί ιδιαίτερα η ανθρωπιά όταν προέρχεται από την πλευρά του κατακτητή. Άνθρωποι που ο Ναζισμός δεν κατάφερε να αλλοιώσει και να διαφθείρει την ψυχή τους.

«ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΑΛΕΥΡΙ» ο τίτλος του βιβλίου και καθόλου τυχαία επιλογή, μιας και την εποχή εκείνη μια χούφτα αλεύρι λογιζόταν σαν χρυσάφι για τον πεινασμένο Έλληνα αλλά ταυτόχρονα ήταν και μια σφαίρα ενάντια στον ναζισμό αφού αυτή η χούφτα αλεύρι ήταν η αιτία αντίδρασης και ανυπακοής στη γερμανική κατοχή από έναν ομόεθνό τους.
Δύο οικογένειες έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο. Η οικογένεια του Γερμανού αξιωματικού Φρόντιχ Κράους και η οικογένεια του Έλληνα ανυπόταχτου καπετάν Νικόλα. Από την μια ο απάνθρωπος Γερμανός Ναζί, ο οποίος θεωρούσε ότι ο Χίτλερ δεν ήταν τόσο σκληρός όσο θα έπρεπε με τους αντιπάλους του και από την άλλη ο καπετάνιος που με κίνδυνο της ζωής του προσπαθούσε να σώσει τους συμπολίτες του.

 

Η ιστορία διαδραματίζεται στην Αίγινα. Ένα νησί που είχε τον μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων κατά την διάρκεια της κατοχής λόγω της θέσης της και των οχυρωματικών της έργων. Εκεί θα έρθει ο Κράους ως διοικητής μαζί με τον γιο του Γιόζεφ. Ένα παιδί με όνειρα που διαφωνούσε με τον Ναζισμό αλλά που ο πατέρας του, δια της βίας, προσπάθησε να του επιβάλλει. Θα τα καταφέρει ή ο καπετάν Νικόλας θα βρεθεί με έναν αναπάντεχο σύμμαχο; Πώς θα τα βάλουν με τη θηριωδία του Φρόντιχ Κράους; Και ποια θα είναι η κατάληξη τους;


«… και το αλεύρι άλλαξε χέρια, τα μάτια τους μίλησαν. Μια χούφτα αλεύρι ήταν αρκετή για να πει όσα θα έλεγαν τα στόματα για ώρες. Για μια χούφτα αλεύρι, ο Γιόζεφ έπαιζε τη ζωή τοτ κορώνα-γράμματα. Για μια χούφτα αλεύρι, όμως που ξεφτίλιζε κάθε πόλεμο και κάθε κίβδηλη ανωτερότητα…»


Ο συγγραφέας, έχοντας σκιαγραφήσει άριστα και ρεαλιστικά τους ήρωες του, με απλή γλώσσα, τριτοπρόσωπη γραφή και κινηματογραφική πλοκή, μας μεταφέρει στα δύσκολα εκείνα χρόνια, τα χρόνια των προδοτών της χώρας, των ανθρωπόμορφων τεράτων, των ηρώων. Τότε που δόθηκε η μεγαλύτερη μάχη ενάντια στον Ναζισμό. Και θέτει ένα καίριο ερώτημα: Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, η ανθρωπότητα έχει οριστικά τελειώσει με τον ναζισμό; Μήπως στις μέρες μας, περισσότερο από ποτέ, οφείλουμε να μην ξεχάσουμε ό,τι συνέβη; Γιατί οι μνήμες δεν πρέπει να σβηστούν. Πρέπει να γίνουν φάρος στον ζόφο της Ιστορίας και να μην επιτρέψουν να σβήσει ξανά το φως. Αυτή άλλωστε φαίνεται να είναι και η προσδοκία του συγγραφέα με αυτό το βιβλίο του. Το λευκό αλεύρι που συμβολίζει την ελπίδα και την ίδια τη ζωή, ενάντια στον σκοταδισμό και τη βία. Και η επιλογή του εξωφύλλου εξαιρετική, όπου παρουσιάζει έναν «αλευρένιο» αγκυλωτό σταυρό, οι κόκκοι του οποίου αρχίζουν σιγά σιγά να πέφτουν. Ένα καλοδουλεμένο βιβλίο, ένα αξιοδιάβαστο βιβλίο για το χτες, το σήμερα και το αύριο, για όσους έζησαν εκείνα τα χρόνια και μας έδωσαν μαθήματα αξιών και ζωής.


[…«Τι λέτε μωρέ; Τι ακούω;» τους ρώτησε νευριασμένος ο Καπετάνιος. «Τι θέλετε να σας πω δηλαδή; Ναι, η γερμανική μπότα είναι πιο δυνατή από το τσαρούχι. Αλλά το τσαρούχι κρύβει κάτι λεπίδες στη φούντα, κοφτερές όσο δεν πάει. Θα έρθει η ώρα που οι άθλιοι θα τις νιώσουν για τα καλά. Μην λακίζετε, μωρέ!»…]