Φάκελος “ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ” – ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ

Ο «ΩΚΕΑΝΟΣ» του Μιχάλη Κατράκη σήμερα 4/8/20 ξεκίνησε το ταξίδι του…

Ο «Ωκεανός» είναι το τέταρτο βιβλίο του συγγραφέα Μιχάλη Κατράκη. Πρόκειται για μια βιωματική καταγραφή που στηρίζεται στην ιστορία του κρουαζιερόπλοιου Ωκεανός και στο ναυάγιο του στις 4/8/1991. Ο συγγραφέας καταβυθίζεται μαζί του στα βάθη των πιο προσωπικών του συναισθημάτων για να αναδυθεί φέρνοντας στην επιφάνεια ένα εξαιρετικό ναυτικό μυθιστόρημα αλλά και να καταδείξει πόση δύναμη μπορεί να αντλήσει κάποιος από την απουσία.
Είχαμε την ευκαιρία της χαράς μιας ουσιαστικής συνομιλίας μαζί του και γνωρίσαμε έναν σημαντικό συγγραφέα που έχει άποψη και «ηδυσμένο λόγο». Με ζεστασιά και ενάργεια μάς μίλησε για το βιβλίο, για τις προσπάθειες να το γράψει, διάρκειας δύο ολόκληρων χρόνων, για όλα όσα έκρυψε και φανέρωσε στις σελίδες του. Αλλά πέρα από το νέο του βιβλίο συνομιλήσαμε για την ελευθερία ή δικτατορία της γραφής, για τις ακατανίκητες παρορμήσεις των συγγραφικών του προθέσεων, για τη λύτρωση. Για την προσωπική του ενασχόληση με τη γραφή και τις πρώτες εφηβικές του προσπάθειες, αλλά και για το μέλλον του βιβλίου και της φιλαναγνωσίας γενικότερα. Υποστηρίζει ότι η αντίσταση του βιβλίου κρατάει γερά και δηλώνει αισιόδοξος για εκείνα που θα φέρει ο χρόνος στον χώρο του βιβλίου καθώς η τεχνολογία μπορεί να σμιλεύσει τις συνειδήσεις της επόμενης αναγνωστικής γενιάς.

Τον καλωσορίζουμε και τον ευχαριστούμε που μας έδωσε την χαρά να έχουμε την συνέντευξη του σήμερα 4/8/20 μέρα κυκλοφορίας του βιβλίου, σήμερα που συμπληρώνονται 29 χρόνια από το ναυάγιο του «Ωκεανού»

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

  1. Σε ποιο βαθμό η λογοτεχνική σας ενασχόληση μετατρέπεται σε ελευθερία στη ζωή σας; Ελευθερία δεν ξέρω αν είναι. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μία συγκαλυμμένη υποδούλωση. Μία “ευγενική” δικτατορία. Αμφιβάλλω αν υπάρχει έστω και ένας “γραφιάς” ο οποίος να εισπράττει ελευθερία από τις λέξεις. Δεν είμαστε παρά τα “εργαλεία” μίας ακατανίκητης παρόρμησης. Η γραφή δεν ρωτά “θέλεις;” παρά μόνο υπαγορεύει “πρέπει”. Κι αφού εκπληρώσει τον σκοπό της, σε αντάλλαγμα προσφέρει μία επίπλαστη λύτρωση, ένα άδειασμα που αφήνει εκεί που κάποτε υπήρχε χάος, μία νέα τάξη πραγμάτων, μία νέα αίσθηση όσων αδυνατούσε ως τότε ο συγγραφέας να κατονομάσει από την οποία ξεπηδούν νέα, μεγαλύτερα ερωτηματικά και σύντομα ο συγγραφέας βρίσκεται ξανά κάτω από το ζυγό των ίδιων του των λέξεων. Είναι μία αυτόφωτη, αυτόβουλη επιταγή, προσομοιάζει Θεολογική αιτιολόγηση μιας και αισθάνομαι πως η ίδια, η γραφή ως διαδικασία, έχει κάποιο άδηλο πλάνο που υπερβαίνει τον συγγραφέα. Κανείς μας δεν ξέρει γιατί ξεκινάει, κανείς δεν μπορεί με ακρίβεια να προσδιορίσει πού στοχεύει ή πώς επιτυγχάνει την αποκρυστάλλωση των μυστηρίων και σίγουρα κανείς δεν ξέρει πότε θα πάψει να τον ορίζει. Βλέπετε; Θεότητα. Προσφέρουν οι θεότητες ελευθερία;
  2. Πότε καταλάβατε για πρώτη φορά τη ροπή σας προς τη γραφή; Ακολουθείτε κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα την περίοδο που γράφετε; Μεγάλωσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που είχε μεγάλη αγάπη αλλά και μία πολύ στερεοτυπική εικόνα για τη λογοτεχνία και τους λογοτέχνες ή παντελή άγνοια όσων αφορά την παιδική ηλικία των ανθρώπων που κουβαλάνε μέσα τους μία τέχνη. Ήμουν ατίθασος, ακατάστατος, περίεργος, ορμητικός και την ίδια στιγμή εσωστρεφής, απόμακρος και εύθικτος. Έτσι που τα γράφω μου φαίνεται εντυπωσιακό πως δεν έγινε άμεσα αντιληπτό ότι ήμουν συγγραφέας! Δεν έγινε όμως. Έτσι, κάτι πρώτα ποιήματα του Δημοτικού δεν έτυχαν ευνοϊκών κριτικών και η παρόρμηση κατεστάλη εν τη γενέσει της. Ωστόσο, δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Επιστρέφοντας πριν λίγο καιρό στο πατρικό μου για να συγκεντρώσω το υλικό του “ωκεανού“, ψάχνοντας στα παλιά βιβλία της εφηβείας μου βρήκα και αρκετά γραφήματα, μερικές βαρύγδουπες ποιητικές απόπειρες ενός ζοφερού νεαρού, κάτι πεζά για το Πολυτεχνείο και τσιτάτα της στιγμής, από αυτά που κάνουν πάταγο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και έχουν πάνω τους χρονολογία προηγούμενου αιώνα. Οπότε, κατάλαβα πως θα γράψω όταν έπαψαν να αντηχούν μέσα μου οι φωνές των άλλων και άκουσα τη δική μου. Επίσημο αρχείο γραφής από το μακρινό 1995. Τότε ήμουν 15. Τότε με άκουσα πρώτη φορά.
    Δεν υπάρχει περίοδος γραφής. Γράφω συνεχώς. Σχεδόν καθημερινά. Είτε πρόκειται για άσκηση, είτε πρόκειται για σπουδή, είτε για χαλάρωση, είτε για απαντήσεις, είτε για εκτόνωση. Αυτά στη μικρή φόρμα του διηγήματος και στις απόπειρες ποιητικής πύκνωσης τις οποίες δοκιμάζω κυρίως για να βελτιώσω τον πεζό λόγο και όχι τόσο για να αφήσω μια ποιητική παρακαταθήκη. Όταν ξεκινάω ένα μυθιστόρημα, μία κούρσα αντοχής, συνηθίζω να κατακερματίζω τον όγκο των 120.000 λέξεων σε μικρά κομμάτια ενός προσεκτικά σχεδιασμένου πλάνου το οποίο κάπου στην αρχή αναπροσαρμόζω, στα μισά αναθεωρώ και λίγο αργότερα εγκαταλείπω παραιτημένος και το αφήνω να πάει μόνο του εκεί που έχει σκοπό να πάει. Στην περίπτωση του “ωκεανού“, επειδή πρόκειται για μία αληθινή ιστορία με πολλές προεκτάσεις στην οποία στεκόμουν υπερβολικά κοντά, έπρεπε να είμαι πιο προσεκτικός, λιγότερο παρορμητικός, λιγότερο συγγραφέας και περισσότερο αφηγητής. Διαφορετικά η ιστορία θα κέρδιζε εμένα και θα έχανε κάθε νόημα για οποιονδήποτε άλλο αναγνώστη. Εκεί το πλάνο τηρήθηκε πολύ σχολαστικά.
    Σε σχέση με τη διαχείριση χρόνου, μιας και η συγγραφή δεν είναι το κύριο επάγγελμά μου, γράφω όποτε βρω χρόνο μέσα στη μέρα. Κάθε λεπτό που είναι διαθέσιμο επιστρατεύεται!
  3. «Πάντα φανταζόμουν τον παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης», έχει γράψει ο Μπόρχες. Είναι πράγματι ο παράδεισος κρυμμένος στις γραμματοσειρές της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Διακινδυνεύοντας να ακουστώ αιρετικός, γράφοντας για ένα φιλαναγνωστικό κοινό, θα πω πως δεν συμφωνώ ιδιαίτερα με τον Τεράστιο δάσκαλο στην περί παραδείσου θεώρηση. Κι αυτό γιατί αν πρέπει να αποδεχθώ κάτι ως αξιωματικά αληθές, θα πρέπει να διερευνήσω τις ρίζες του, την προέλευση του. Και ποια είναι η προέλευση των γραμματοσειρών της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Το άτομο, το φυσικό πεδίο δράσης του, το ιδεατό του, οι κοινωνίες του και οι αλληλεπιδράσεις του. Χωρίς αυτά, δεν υπάρχει ούτε ιστορία για να την γράψει κάποιος αλλά ούτε και τα μέσα για να την κατανοήσει κανείς μας. Τα βιβλία είναι το αποτέλεσμα. Αν με ρωτάτε, ο παράδεισος δεν είναι ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό. Είναι η πηγή.
  4. Ποιο νομίζετε ότι θα είναι το μέλλον του ελληνικού βιβλίου τα επόμενα χρόνια; Δεν είμαι ο ιδανικός για να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση αφού η επαφή μου με τη λογοτεχνική και εκδοτική κοινότητα είναι περιορισμένη. Έχω, παρόλα αυτά, μία γενική αίσθηση ευφορίας. Ξέρω, μέσα στο γενικότερο κλίμα φόβου, συστολής και οικονομικής ανασφάλειας αυτή η αίσθηση μπορεί και να φαντάζει ανεδαφική. Βλέπω, ωστόσο, αρκετούς νέους εκδοτικούς με τρομερή δυναμική, όπως ο ΔΩΜΑ και οι Αντίποδες, η πρόσφατη δραστηριότητα του Μωβ Σκίουρου, η επέλαση του Βακχικόν, η εκκίνηση της Αιώρας, του Συρταριού και η παρουσία του Oposito και αυτά είναι μόνο λίγα από τα ενθαρρυντικά δείγματα για το ελληνικό βιβλίο στον 21ο αιώνα τα οποία σε συνδυασμό με μία διαδικτυακή άνθηση λογοτεχνικών περιοδικών (mainstream και έκκεντρων) αιτιολογούν αυτή μου την πεποίθηση. Ή αυτό ή είμαι αθεράπευτα ρομαντικός και ολοκληρωτικά ανίδεος!
  5. Είναι η φιλαναγνωσία μια εσωτερική επανάσταση και πώς βλέπετε τη σχέση των νεαρότερων γενιών με το βιβλίο; Εάν η φιλαναγνωσία είναι μία εσωτερική επανάσταση, τότε τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα από ό,τι υποπτευόμαστε πως είναι σε σχέση με την ύπαρξη χάρτινων κόσμων. Ιδανικά, θα κάνουμε λόγο για εξωτερική αντίσταση. Για μία σθεναρή πράξη όπου η εποχή της εικόνας και της γρήγορης, εύκολης πληροφορίας μας βομβαρδίζει και εμείς υψώνουμε τα λόγια των ποιητών για Αιγίδα. Οι νέοι έχουν να ελπίζουν σε πιο γερές βάσεις από ό,τι η γενιά του ’80. Έχουν, βλέπετε, στο πλευρό τους “πράκτορες” του βιβλίου στο αντίπαλο στρατόπεδο! Εκατοντάδες λογαριασμοί στο Instagram και το Facebook αλλά και δεκάδες βιβλιοφιλικές σελίδες και ηλεκτρονικά περιοδικά χτίζουν συνειδήσεις και φέρνουν τα αναγνώσματα πιο κοντά στους νέους, σε αντίθεση με εμάς που έπρεπε να βασιζόμαστε αποκλειστικά και μόνο στην αγάπη των γονιών μας για τα βιβλία για να ελπίζουμε σε μία περιήγηση σε δέκα περιλήψεις και είκοσι εξώφυλλα! Η αντίσταση κρατάει γερά!
  6. Είναι η συγγραφή ένας μοναχικός δρόμος, ένας τρόπος για να δημιουργήσουμε μέσα μας νέες ιδέες και να έρθουμε σε επαφή με τη γνώση μιας ολόκληρης εποχής για να κατανοήσουμε καλύτερα, εν τέλει, και τον εαυτό μας; Ναι, ναι, ναι και ναι. Πιο μοναχικός δεν γίνεται, το ίδιο όπως κάθε μορφή διαλογισμού. Η γνώση έρχεται αναπόφευκτα, αν θέλεις να είσαι τίμιος απέναντι στον μύθο που επιχειρείς να αφηγηθείς και το χειρότερο, φτάνεις, αν είσαι τυχερός και ειλικρινής πάνω στα γραπτά σου, να συναντήσεις έναν άλλο εαυτό σου από αυτόν που ενδύεσαι συνήθως. Έναν τρομαχτικά γυμνό εαυτό σου.
  7. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στη συγγραφή αυτού του βιβλίου το γεγονός ότι συνδέεστε βιωματικά με το θέμα; Ο “ωκεανός” που κρατάει στα χέρια του ο αναγνώστης είναι το αποτέλεσμα της τρίτης απόπειρας καταγραφής αυτής της ιστορίας, τα τελευταία δέκα χρόνια. Είχε και άλλες μορφές που εγκαταλείφθηκαν, ευτυχώς. Οπότε, θα έλεγα πως, ναι, είναι ένα, κατά κύριο λόγο, βιωματικό μυθιστόρημα.
  8. Πέρα από ένα ναυτικό μυθιστόρημα και μια καταγραφή της αληθινής περιπέτειας του συγκεκριμένου πλοίου το βιβλίο σας είναι και μια χαρτογράφηση των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα σε έναν πατέρα και σε έναν γιο. Πόσο σας δυσκόλεψε αυτό το στοιχείο στην ολοκλήρωση του βιβλίου σας; Πολύ. Έπρεπε να θυμηθώ πράγματα που πολύ συνειδητά είχα επιλέξει να ξεχάσω. Έπρεπε να επιστρέψω στις αισθήσεις. Με τον πατέρα χαμένο εδώ και δέκα χρόνια ως και η θέαση της σχέσης έχει αλλάξει. Δεν έχω πια την οπτική του παιδιού αλλά του γονέα. Όμως, θα το διαπιστώσει ο καθένας με την πρώτη ανάγνωση, στάθηκα όσο πιο ειλικρινά μπορούσα απέναντι στον εαυτό μου και κατ’ επέκταση τον αναγνώστη αυτού του βιβλίου. Δεν κρατάω τίποτα πίσω. Δεν κρύβομαι πουθενά και δεν κρύβω κανέναν. Δεν φτιάχνω ήρωες ή ωραιοποιημένες εκδοχές. Είναι η καταγραφή μίας σχέσης γεμάτης αιχμές. Όπως συμβαίνει συνήθως με τις πολύ σπουδαίες σχέσεις των ανθρώπων.
  9. Σήμερα, τόσα χρόνια μετά από το ναυάγιο του «Ωκεανού», η ιστορία επανέρχεται στο φως μέσα από ένα μυθιστόρημα που στέκεται με πολλή αγάπη απέναντί του. Πιστεύετε ότι παράλληλα συνεχίζει το βιβλίο αυτό την παράδοση του ελληνικού ναυτικού μυθιστορήματος που μοιάζει τελευταία να έχει σβήσει; Έχω την αίσθηση πως με πολύ λίγες λαμπρές εξαιρέσεις, η ναυτική λογοτεχνία είναι ένα αδικημένο είδος. Αυτή τη στιγμή, με στοιχεία επισήμων φορέων, διαθέτουμε στόλο σχεδόν 5.000 σκαφών. Αποτελεί το 51% ολοκλήρου του εμπορικού στόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είμαστε η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη παγκοσμίως με δεύτερη την Ιαπωνία. Αυτό δεν είναι πρόσφατο επίτευγμα. Είναι κάτι που συμβαίνει σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες και που πατάει πάνω σε μία ναυτική παράδοση χιλιετιών. Δυστυχώς, οι λογοτέχνες δεν έχουν στρέψει επαρκώς το βλέμμα τους στη θάλασσα. Βάρναλης, Καραγάτσης, Καββαδίας, Κάλβος, Εμπειρίκος, και; Και ποιος ακόμα; Ελάχιστοι συγγραφείς που έμειναν στην αφάνεια και ακόμα λιγότεροι που πρόσφεραν ναυτικά μυθιστορήματα. Η θεματολογία του ελληνικού μυθιστορήματος είναι στραμμένη σε πιο οικεία ζητήματα πρόσφατων (ή όχι και τόσο τώρα πια) πολέμων και ξεριζωμού. Υπάρχει σίγουρα τεράστιο κενό και, δεν το πιστεύω ότι μπορεί, αλλά το ελπίζω πραγματικά, ο “ωκεανός” να ανοίξει ένα μικρό παράθυρο στον εκδοτικό κόσμο για τέτοιου είδους λογοτεχνία, έστω ως ελάχιστο φόρο τιμής στη θάλασσα και τους ναυτικούς που μας στηρίζουν όλους (όλους!) εξ απαλών ονύχων.
  10. Μιλήστε μας εσείς για το βιβλίο σας…
    Ξεκινώντας, είναι αναγκαίο να οριστεί το είδος του βιβλίου που κρατάει ο αναγνώστης στα χέρια του.
    Αυτό είναι ένα μ υ θ ι σ τ ό ρ η μ α.
    Πράγματι, αντλεί τα στοιχεία του από αληθινά περιστατικά, όμως τα περισσότερα είναι ανακατασκευές φαντασίας, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Περιλαμβάνει αρκετά Ιστορικά στοιχεία όπως προέκυψαν από την έρευνά στις διαθέσιμες πηγές τα οποία αξιοποιούνται για να εξυπηρετήσουν έναν “μύθο” και όχι δεδομένα. Οι ήρωές του είναι συχνά (αν και όχι πάντα) υπαρκτά πρόσωπα ή πρόσωπα που -έστω- υπήρξαν όμως δεν δίστασα να τους δοκιμάσω με τρόπο που αγνοώ αν δοκιμάστηκαν. Πολλοί διάλογοι είναι αληθινοί, οι περισσότεροι όμως είναι επινοημένοι με τρόπο που να με βολεύει για να εξυπηρετηθεί η μυθοπλασία.
    Με άλλα λόγια, εάν ο αναγνώστης αποπειραθεί να αντιμετωπίσει αυτό το κείμενο ως κάτι απόλυτα αληθινό, μία πραγματική ιστορία, είναι σίγουρο πως θα αποπροσανατολιστεί πλήρως.
    Αφού έγινε ξεκάθαρο πως πρόκειται για μία μυθοπλασία με μερικές αλήθειες μέσα της, πιστεύω πως είναι εξίσου αναγκαίο να προσδιοριστεί ο σκοπός, η προσωπική επιδίωξη για τη συγγραφή αυτού του έργου.
    Το ναυάγιο του κρουαζιερόπλοιου “Ωκεανός” είναι μία από τις “γκρίζες” σελίδες της ελληνικής ναυτικής Ιστορίας. Όνειδος για μερικούς, ηρώο ανδρείας και τιμής για άλλους. Για εμένα δεν είναι τίποτα από τα δύο. Δεν διερευνώ τις πράξεις του πληρώματος, δεν εξετάζω ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, δεν προσπαθώ να αποδώσω δικαιοσύνη, δεν επιχειρώ να ξεμπερδέψω ένα υπερβολικά σύνθετο ζήτημα ναυτικού κώδικα. Προσπαθώ να βρω την ανθρώπινη οπτική κάτω από μία ασύλληπτα τραγική συνθήκη, προσπαθώ να τραγουδήσω ένα τραγούδι για τη ναυτική παράδοση, να διερευνήσω τη σύνθετη σχέση πατέρα- γιου αλλά και να τακτοποιήσω τα προσωπικά μου χρέη. Η «αλήθεια» είναι το τελευταίο που με ενδιαφέρει.
    Και τέλος, μερικές σκέψεις για τη δομή του.
    Η δομή του κειμένου είναι, κατά κάποιο τρόπο, αν όχι περίπλοκη, τουλάχιστον σύνθετη. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τέσσερα διαφορετικά βιβλία, σπασμένα σε 87 κεφάλαια και ανακατεμένα έτσι ώστε να χάνεται ως και η ελάχιστη χρονολογική σειρά. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αφού ήθελα αυτό το βιβλίο να θυμίζει στη δομή του (και στην πλοκή) τον ωκεανό. Ένας ωκεανός δεν είναι ποτέ ένα μόνο πράγμα, ποτέ το ίδιο πάντα, ποτέ βέβαιη λύση, ποτέ σταθερός, ποτέ ξεκάθαρος, δεν υπακούει σε νόμους που εμείς μπορούμε να ορίσουμε, δεν είναι ευθύγραμμος και ασφαλής, τον χαρακτηρίζουν συγκρούσεις τρομερών δυνάμεων και απόλυτη γαλήνη. Γι’ αυτό τα νερά τραβούν τους ανθρώπους με τέτοια ένταση. Γι’ αυτό ο έρωτας μας προς τις υδάτινες εκτάσεις. Με κάποιο τρόπο, όμως, παρά την αναρχία, το υλικό δείχνει να λειτουργεί κάτω από απόλυτη λογική και να συνθέτει ένα βατό και (ελπίζω) εθιστικό αφήγημα, περίπου όπως και ο ίδιος ο ωκεανός.

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Στις 4 Αυγούστου 1991, το ελληνικό κρουαζιερόπλοιο “Ωκεανός” απέπλευσε με 571 επιβάτες από το λιμάνι του Ιστ Λόντον της Νοτίου Αφρικής με προορισμό το Ντέρμπαν. Όμως δεν έφτασε ποτέ.

Μια θύελλα του Ινδικού, με δώδεκα μέτρα κύμα, άνοιξε ρήγμα στην πρύμνη του πλοίου ρίχνοντάς το σε ακυβερνησία. Έμεινε στην επιφάνεια μέσα στη θύελλα δεκατέσσερις ώρες μέχρι να βυθιστεί.

Τις θυμάμαι αυτές τις δεκατέσσερις ώρες. Τις θυμάμαι καλά. Ήμουν τότε έντεκα χρονών και έβλεπα στην τηλεόραση το πλοίο να βυθίζεται και τους επιβάτες να προσπαθούν να σωθούν πάνω στο κατάστρωμα.
Μα εγώ δε νοιαζόμουν για κανέναν από τους επιβάτες. Κανέναν εκτός από έναν: τον πατέρα μου.

Ένα από τα πιο τρομακτικά ναυάγια του προηγούμενου αιώνα μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, η ελληνική ναυτική ζωή των τελευταίων εξήντα χρόνων, το άγνωστο δράμα της ζωής των ναυτικών, συγκλονιστικές μαρτυρίες και αφηγήσεις βγαλμένες από τα βάθη του “ωκεανού” σε ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει ιστορική έρευνα, προσωπικά βιώματα και λογοτεχνική μαεστρία για να διερευνήσει τη σχέση πατέρα- γιου και τον ήχο που κάνουν οι οικογενειακοί δεσμοί όταν σπάνε.


Το βιβλίο στις Εκδόσεις ΕΛΚΥΣΤΗΣ
https://elkistis.gr/product/ωκεανός/

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Ο Μιχάλης Κατράκης γεννήθηκε το 1980. Μεγάλωσε στον Πειραιά από ναυτική οικογένεια και σπούδασε Διοίκηση Τουριστικών Επιχειρήσεων. Δούλεψε για αρκετά χρόνια σε ξενοδοχειακές μονάδες της Βόρειας Ελλάδας. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο “Ο-ντέι: Το φετίχ της καρδιάς” κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις ΟΞΥ. Διηγήματά του δημοσιεύονται τακτικά στο διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό Cartel ενώ ποιήματά του δημοσιεύουν το περιοδικό Cignialo και άλλοι λογοτεχνικοί ιστότοποι. Από τις εκδόσεις ΕΛΚΥΣΤΗΣ κυκλοφορούν τα βιβλία του “Resort” (2018) και “Χίλια Μιλιγκράμ Απουσίας” (2019). Ο “Ωκεανός” είναι το τέταρτο βιβλίο του. Ζει μόνιμα στη Δράμα.