Γράφει: Ο Κώστας Τραχανάς

Η γη δεν ανήκει σε αυτούς που την έχουν, αλλά σ΄αυτούς που τη δουλεύουνε και την πονάνε» Μ.Μπρεχτ
«Δικό μας τίποτε δεν μπορούμε να προσφέρουμε στη μάνα γη» Βάλτερ Μπένγιαμιν
«Οι καρποί όλων και η γη ουδενός» Ζαν Ζακ Ρουσσώ


Κάποτε η δουλεία επιτρεπόταν. Τώρα όχι. Δεν υπάρχει τίποτα πιο φυσικό στην αγοραπωλησία πραγμάτων για το κέρδος και στο να επιτρέπουμε στις αγορές να ορίζουν την αξία τους. Προτού τα εμπορεύματα φτάσουν στο σημείο να αγοραστούν και να πωληθούν, πρέπει να καταστούν αντικείμενα που οι άνθρωποι θεωρούν ότι μπορούν να αγοραστούν ή να πωληθούν. Τα περισσότερα από τα πράγματα που αγοράζονται και πωλούνται δεν υπήρξαν πάντοτε εμπορεύματα με τον τρόπο που τα αντιλαμβανόμαστε σήμερα-η γη, η μουσική , η εργασία , η φροντίδα , οι άνθρωποι και η τροφή είχαν κάποτε πολύ αμφίσημα χαρακτηριστικά. Τα πράγματα αυτά έγιναν εμπορεύματα μέσα από πολύπλοκες και πολυεπίπεδες διαδικασίες προκειμένου να ανταλλάσσονται στις αγορές με πολύ συγκεκριμένες ιδιότητες. Τον 16ο αιώνα η γη θεωρούνταν συλλογικό και μη διαπραγματεύσιμο αγαθό, πράγμα που εξηγεί τη σφοδρότητα της αντίστασης ενάντια στο νόμο για την «περίφραξη» των κοινοτικών βοσκοτόπων στην Αγγλία του 16ου και του 17ου αιώνα.


Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα με την εμπορευματοποίηση του έμβιου όντος. Ένα χέρι ή το αίμα, δεν μας φαίνονται σαν εμπορεύματα, αλλά τι θα γίνει αύριο;
«H γη των προγόνων τη φαντάζομαι» λέει ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου «να λάμπει γεμάτη από τα σιτάρια, τα βαμβάκια, τα καπνά ρουφώντας άπληστα το νερό της βροχής και τον ιδρώτα της προϊστορίας. Κι εγώ ωθούμαι στην ελπίδα, παρέα με τους λοιπούς αγροτόπαιδες της περιοχής, εκεί όπου άχνες βγαίνουν από το στόμα του χώματος, αναζωογονητικές για τα σπαρτά. Πετούν οι σκέψεις μου χωρίς φτερά, σαν τα πουλιά δραπετεύουν μες στους αγρούς και χάνονται στο φως. Αλλά τίποτα δεν γίνεται δίχως εμπόδια, η ζωή το αποδεικνύει περίτρανα σε κάθε κάλεσμά της…»


«Το χώμα όμως έκρυβε φωνές. Υπήρχαν κάποιες νύχτες που τις άκουγα. Κάτι σαν να με καλούσε τότε». Θεόδωρος Αγγελίδης, αλληλέγγυος συνεταιριστής
«Οργανωθείτε για να μπορέσετε να παλέψετε» Αλέξανδρος Μέρος, εκδότης εφημερίδας, γνωστός για τους μακροχρόνιους αγροτικούς αγώνες.
Ο κάμπος της Θεσσαλίας απαιτούσε τη δική του γλώσσα ,όπως κάθε τόπος. Η δική τους γλώσσα κρυβόταν στα χρώματα των χωραφιών, στην αύρα της θάλασσας, στους καρπούς των περιβολιών, στα σπαρτά της γης. Στα νερά της θάλασσας της γούρνας, του πηγαδιού καθρεφτίζονταν τα πρόσωπα των αγροτών, το τρίτο της σκιάς των σωμάτων κι η κρυφή δύναμή τους…
1881, Απελευθέρωση Θεσσαλίας και Άρτας από τους Τούρκους.
1882, ξεσηκωμός αγροτών και κολίγων στο Ζάρκο Τρικάλων. Στα γεγονότα στο Ζάρκο Θεσσαλίας, ο τσιφλικάς Χρηστάκης Ζωγράφος συγκέντρωσε Αλβανούς ληστές, κακούργους και φυγόδικους στην πατρίδα τους, που έδερναν τους αγρότες της Θεσσαλίας. Στα Ζωγράφεια κτήματα της Θεσσαλίας είχαμε τα κουλούκια (αυτοκαλλιεργούμενες εκμεταλλεύσεις με μισθωτούς εργάτες γης-το μεροκάματο ήταν 1,2 δραχμές), που οι κολίγοι δούλευαν «ήλιο με ήλιο».
1910 Κιλελέρ. Εξέγερση Θεσσαλών αγροτών ενάντια στον τσιφλικά Εφέντη Χρηστάκη Ζωγράφο. Οι κολλήγοι του Θεσσαλικού Κάμπου ξεσηκώθηκαν ενάντια στην εξαθλίωση της ζωής τους από τη βάρβαρη εκμετάλλευση των τσιφλικάδων και το ελληνικό κράτος της υπηρεσιακής κυβέρνησης Στεφ.Δραγούμη τους αντιμετώπισε με στρατιωτική βία. Στις εκλογές του 1910 πρωθυπουργός γίνεται ο Βενιζέλος, ο οποίος αναγκάστηκε να ανοίξει τον δρόμο για τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις. Ο αγροτικός εκσυγχρονισμός του Μεσοπολέμου, ήταν τέκνο της βίας και της ανάγκης. Μέσα σε 20 χρόνια όλα τα τσιφλίκια εξαφανίστηκαν και οι αγρότες ελευθερώθηκαν .Στον Παπαναστασίου που προώθησε τις απαλλοτριώσεις με ταχύτητα, οφείλουν όλοι οι αγρότες και ιδιαίτερα της Θεσσαλίας την ύπαρξή τους.
Το «Χρυσός κήπος», Άλτιν μπαχτσεσί, είναι ένα μυθιστόρημα, που κεντρικό του θέμα είναι το αγροτοσυνεταιριστικό κίνημα, η ίδρυση του πρώτου κτηνοτροφικού συλλόγου, οι αγώνες των αγροτών για την αναδιανομή της γης – κόντρα στην τρομερή εκμετάλλευση των τσιφλικάδων, η προσπάθεια καθημερινών ανθρώπων να πορευτούν συλλογικά παρά τη φτώχεια, τις στερήσεις, τα εμπόδια, τις αντιδράσεις που συνάντησαν και η αλληλεγγύη που επέδειξαν για να μπορέσουν να προχωρήσουν.
Όλα αυτά τα γεγονότα, δίνονται μέσα από τη διαδρομή μιας οικογένειας, που έπαιξε σημαντικό ρόλο. Παράλληλα το βιβλίο συνομιλεί με κάποιους από τους ανθρώπους της εποχής και τις ιδέες τους, συνδιαλέγεται με την ποίηση του Διονύσιου Σολωμού, διασχίζει τον πόλεμο του 1940 και εμμένει στην ανάγκη του ανθρώπου να συνεχίσει να ζει μέσα από τις αντιξοότητες και τα χάσματα, που ανοίγει κάθε καταστροφή, πριν καταφέρει να ανθίσει πάλι ο τόπος της.


Ο Ηλίας Φυτιλής (1880-1966), παππούς της συγγραφέως, ήταν ένα από τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα της εποχής (ιδρυτής του πρώτου στην Ελλάδα κτηνοτροφικού συλλόγου , τον Μάρτη του 1910), όταν το κράτος αγνοούσε εντελώς τους κτηνοτρόφους, οι οποίοι ζούσαν παραγκωνισμένοι, σαν παιδιά ενός κατώτερου Θεού και ουσιαστικά δεν είχαν κανένα δικαίωμα. Με το καταστατικό που υπέγραψαν οι τσέλιγκες, τους αποκατάστησε και εντάχτηκαν ομαλά στην κοινωνία. Ταυτόχρονα συμπορεύτηκε ο Ηλίας Φυτιλής με τον Νικόλαο Μιχόπουλο, τον Γεωργιάδη, τον Δημήτριο Γρηγοριάδη, τον Αλέξανδρο Μέρο, τον Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη, τον Θεόδωρο Αγγελίδη, τον Αλέξανδρο Μπαλτατζή και άλλα σπουδαία πρόσωπα της εποχής, έκανε την αναδιανομή του κτήματος Κασσαβέτη στους ακτήμονες και συμμετείχε με πολλούς τρόπους στους αγροτικούς αγώνες, που είχαν και πολιτικό υπόβαθρο. Δίπλα στον Ηλία υπάρχει μια γυναίκα, η Μαγδαληνή, που τον εμπνέει και που του παραστέκεται. Ο πόλεμος του ’40 κι ο Εμφύλιος βάζουν φρένο στην πορεία των συνεταιρισμών. Παρά τα εμπόδια όμως, η ζωή βρίσκει τρόπο και συνεχίζει.
Η πόλη του Αλμυρού Βόλου, υπήρξε το λίκνο του συνεταιρισμού .Ο πρώτος συνεταιρισμός που δημιουργήθηκε ήταν στον Αλμυρό, το 1900. H ίδρυση του συνεταιρισμού εκείνο το διάστημα, υπήρξε ένας άθλος, εξαιτίας των συνθήκων που επικρατούσαν. Ο Αλμυρός ήταν μια μικρή κωμόπολη, ενώ όλη η επαρχία είχε 11.500 περίπου κατοίκους, που οι περισσότεροι ήταν ακτήμονες γεωργοί. Ζούσαν κάτω από πολύ σκληρές, σχεδόν άθλιες συνθήκες, δουλεύοντας στα κτήματα των τσιφλικάδων.
Ο τίτλος του βιβλίου «Χρυσός κήπος»,Άλτιν Μπαχτσεσί ,δόθηκε επειδή οι Τούρκοι ,κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην περιοχή, αποκαλούσαν «άλτιν μπαχτσεσί» (ο κήπος του χρυσού) τον κάμπο του Αλμυρού και της Αγχιάλου , διότι ήταν εξαιρετικά εύφορος.
Με το βιβλίο «Χρυσός κήπος» , Άλτιν μπαχτσεσί ,η Λίνα Φυτιλή , φέρνει στην επιφάνεια μια λησμονημένη σελίδα της τοπικής –και όχι μόνο– Ιστορίας, που αναφέρεται στους αγώνες των Θεσσαλών κολληγάδων, την επανάσταση που έκαμαν, το αγροτικό ζήτημα ,τις αγροτικές απαλλοτριώσεις, το κίνημα του συνεργατισμού και των συνεταιρισμών των αγροτών και κτηνοτρόφων του Αλμυρού, της Αγχιάλου και γενικά της Θεσσαλίας.
Το μυθιστόρημα της Λίνα Φυτιλή δε φιλοδοξεί ν’ αποτελέσει την οριστική μελέτη για το αγροτικό ζήτημα στον Αλμυρό. Φιλοδοξεί όμως ν’ αποτελέσει το έναυσμα για την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος απέναντι σ’ ένα θέμα που ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια της τοπικής Ιστορίας, φωτίζοντας μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο μια πλειάδα ζητημάτων που σχετίζονται με τους όρους συγκρότησης της νεοελληνικής κοινωνίας.


Ο στόχος της ποιήτριας και πεζογράφου Λίνας Φυτιλή, κατευθύνεται στην αναζήτηση και την προβολή ενός συμβόλου της ελληνικής αγροτικής παράδοσης , αποβλέπει καθαρά σε εσωτερικές κοινωνικές και ιδεολογικές ανάγκες και εξυπηρετεί στην τόνωση του εθνικού φρονήματος.
Το ιστορικό αυτό έργο είναι κάτι περισσότερο από γινόμενο μιας ατομικής και συγκεκριμένης δυναμικότητας. Είναι το κατακάθι της ζύμωσης ενός ολόκληρου πολιτισμού, άθροισμα του διανοητικού παρελθόντος του, άνθος του μακροχρόνιου συλλογικού αγροτικού μόχθου.
«Η Ιστορία για τον Ηλία δεν ήταν ένα άγνωστο βιβλίο με χιλιάδες τόμους, μα φτιαγμένη από ανθρώπους του μόχθου ,ήρωες απλούς σαν και του λόγου τους. Οι ζωές δεν χωρούσαν σε λέξεις. Κι αν επίσημα δεν γράφονταν τα ονόματά τους πουθενά ,αυτοί κρατούσαν το μυστρί και το αλφάδι ,στον κόσμο τους στους ώμους τους. Μπορεί να η ζωή να μη τους χάιδεψε ,να μην είχανε δεύτερο ρούχο να φορέσουνε ,όμως μάθανε να βλέπουνε την θάλασσα της Καράγκιορης σαν τόπο ελευθερίας. Τα σταροχώραφα, τα καπνοτόπια, τις μπαμπακοφυτείες, τα αμπέλια, σαν προορισμούς όπου οι σπόροι θα άνοιγαν στη γροφιά, αποδεικνύοντας τα σημάδια του αγώνα τους. Κι αν η μικρή τους ιστορία φανεί ασήμαντη στους μεταγενέστερους, θα φταίει που αυτοί πασχίσανε πολύ μέχρι να κάνουνε την πέτρα να καρπίσει… Επειδή δεν βρήκανε τίποτα έτοιμο. Τώρα πρέπει να προχωρήσουνε ξανά, όπως το ποτάμι με την όχθη του…»


Μήπως τελικά ο Ηλίας Φυτιλής και οι άλλοι φωτισμένοι αγρότες έσπερναν όνειρα σ΄ άγονα χωράφια;
Είμαστε ένας λαός με ιστορία, αλλά όχι με παρελθόν… Κι ο κόσμος μας είναι φτωχός , κάποιες μορφές που ξεχώρισαν κάπως , αν δεν εξαντλήθηκαν από τους μελετητές, χάσανε την πρωτοτυπία τους πάντως , το ζωντανό και γόνιμο ενδιαφέρον τους. Οι μορφές του παρελθόντος μας, παίρνουνε τη μουσειακή τους θέση. Όμως τα μουσεία δεν είναι αφετηρίες. Είναι αρχεία πολιτισμού….
Η μνήμη δεν είναι μάθημα προς αποστήθισιν, αλλά διαρκής διαδικασία σχέσης με το γεγονός και την τοποθέτησή του στον χρόνο…είναι δηλαδή κρίσιμο και περίπλοκο θέμα πολιτικής παιδείας και κουλτούρας… σήμερα, όσο ποτέ, η μνήμη είναι όχι «εθνικό κεφάλαιο», αλλά ζωτικής αξίας γιατρικό για τη «νόσο του χρυσόψαρου»(κοντή μνήμη μέσα στον ορυμαγδό του Θεάματος) και την πολλαπλώς προαγόμενη κατακερματισμένη φλυαρία…χίλιοι κίνδυνοι στον ορίζοντα .
Το βιβλίο αυτό είναι ένας αφηγηματικός τυφώνας ,ταυτόχρονα πολιτικός ,αγροτικός και κοινωνικός στις συνιστώσες του, εν τέλει αυστηρά προσωπικός και ανθρώπινος ,που εξελίσσεται με καταιγιστικό ρυθμό, φέρει δε, το χάρισμα της νοστιμιάς της ανάγνωσης.
Αν μένει κάτι αλώβητο, γνήσιο, αληθινό και αιώνιο, αν κατανικάει τον χρόνο, αν κάτι κερδίζει την αθανασία, αυτό είναι η γραφή, ο λόγος, η λογοτεχνία. «Έχουμε την Τέχνη για να μην πεθάνουμε από την αλήθεια», έγραψε ο Νίτσε. Στο «Χρυσός Κήπος» Άλτιν μπαχτσεσί έχουμε την τέχνη της γραφής ,για να αντέξουμε τους αγώνες και τον μόχθο μαζί με τους προοδευτικούς και τολμηρούς αγρότες , τους συνεταιριστές, τους αλληλέγγυους, να δούμε τις μέσα σελίδες των δικών μας τετραδίων να ξεδιπλώνονται πλέον στο λυτρωτικό φως. Αυτή άλλωστε είναι κι η λογοτεχνική αξία του βιβλίου και το ειδικό βάρος του.
Το παλίμψηστο της Ελλάδας. Οι αναβαθμοί της ιστορίας της στο πέρασμα των χρόνων. Το μωσαϊκό των εικόνων της, μέσα από τη ζωή των ανθρώπων της, η ανάσα της, καθώς πορεύεται στο δύσβατο δρόμο αυτής της ιστορίας, και η φωνή της, καθώς διηγείται τα πάθη της, το θάνατο και την ανάστασή της, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 20ου αιώνα. Μια φωνή που ζωντανεύει στο πρόσωπο ενός άντρα – πρότυπο από κάθε άποψη, και των μελών της οικογένειάς του. Μια φωνή, που διαποτίζει τις σελίδες της μυθιστορηματικής βιογραφίας του Ηλία Φυτιλή. Μια φωνή που επιβεβαιώνει την επικαιρότητα της φωνής του – και της φωνής μας – στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, η οποία απαιτεί για τη χώρα μας ένα πιο ανθρώπινο μέλλον και μια καλύτερη ζωή. Και κατά δεύτερον, διότι το σύνολο των όσων οικοδομούν τον «Χρυσό κήπο», Αλτίν μπαχτσεσί καταγράφει ιστορικά γεγονότα και καταστάσεις με την αμεσότητα των λόγων των ίδιων των συντελεστών και των αποδεκτών τους, και αποτελεί παρακαταθήκη για τις επερχόμενες γενιές.
Η γλυκύτητα και η γοητεία την οποία ασκεί η Φυτιλή για να βυθιστεί κανείς στις σελίδες της είναι μοναδική, και η γλώσσα της αποδιπλώνεται απλή και πλούσια ταυτόχρονα, ενώ το περιεχόμενό της «εξακτινώνεται» σε πολλές συνιστώσες.
Κατ’ αρχήν, η πανεθνική παράμετρος, ο περήφανος και ακατάβλητος μέσα στα χρόνια αγώνας της αγροτιάς για ένα καλύτερο μέλλον, αποτυπώνεται με τον γλαφυρότερο τρόπο στο πρόσωπο του κυριότερου ήρωά του βιβλίου της, του Ηλία Φυτιλή.


Ο Ηλίας Φυτιλής είναι ο αγωνιζόμενος άνθρωπος, «ο ήρωας της διπλανής πόρτας», ο περήφανος αγωνιζόμενος άντρας, ο άνθρωπος με ανοιχτό μυαλό και με ευαισθησία για τον τόπο του, που κατάφερε να υλοποιήσει το όνειρο του και συγχρόνως να αφυπνίσει τους ανθρώπους για μια καλύτερη ζωή. Πρωτεργάτης στο κίνημα του συνεταιρισμού και του συνεργατισμού. Η πολυκύμαντη προσωπική ιστορία αυτού του άντρα, μαζί με την ιστορία των μελών της οικογενείας του, βαδίζει παράλληλα, ταυτίζεται και αντικατοπτρίζει ολόκληρη την εξίσου πολυτάραχη πολιτική, κοινωνική και οικονομική ιστορία της χώρας μας στη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Το πολύπαθο, αλλά πάντα ζωντανό και αγέρωχο πρόσωπο της Θεσσαλίας και του Αλμυρού , είναι μια άλλη συνιστώσα. Χαρτογραφείται λεπτομερώς μέσα από πλείστα ιστορικά, λαογραφικά και γλωσσικά στοιχεία, που χρησιμοποιούνται αφειδώς στο κείμενο,
Χωρίς να έχει την πρόθεση διδακτισμού , το βιβλίο είναι πηγή γόνιμου προβληματισμού και λειτουργεί ως πυξίδα στην αναζήτηση του εαυτού και των ρόλων σου. Βιώματα, μνήμες και ξεχασμένες μυρωδιές διαμορφώνουν μια νοσταλγική διάθεση για τους αγώνες των αγροτών, ενώ κυριαρχεί το φως ακόμη και στις πιο σκοτεινές γωνιές.
Η συγγραφέας ενδοσκοπεί και επενδύει περισσότερο στον ψυχικό κόσμο των γυναικών και αντρών του Αλμυρού Βόλου. Μονόλογοι, αφηγήσεις, ημερολόγια, εξομολογήσεις, αναφορές, παρενθέσεις , πότε με καυστικό χιούμορ και πότε σε δραματικούς τόνους, δίνουν τον τόνο του ύφους του βιβλίου.
Η Λίνα Φυτιλή προσπαθεί να μιλά και να γράφει με την καρδιά , γιατί ξέρει ότι όταν η γνώση ανταμώνει το συναίσθημα φτιάχνουν μια σχέση ανθεκτική στο χρόνο και τη φθορά.
Λόγος λιτός και δωρικός.
Ένα έργο που μιλάει ότι ζούμε σε μια πεζή εποχή χωρίς οράματα, που η σπίθα δεν γίνεται φωτιά. Χωρίς όραμα αυτό το χώμα του Θεσσαλικού κάμπου δεν θα κάρπιζε, χωρίς εργασία μεθοδική και γνώση ο κάμπος δεν θα γινόταν ποτέ «άλτιν μπαχτσεσί¨.
«Έκαστος για όλους». Νικόλαος Μιχόπουλος
Ένα έργο πέρα από το χρόνο και τον τόπο.
Ένας ύμνος στο αγροτοσυνεταιριστικό κίνημα.
Ένας ύμνος στην αγροτιά.
Ένας ύμνος στον Αλμυρό Βόλου.
Ένας ύμνος στον πρωτεργάτη και αγνό κήρυκα του συνεργατισμού της Επαρχίας Αλμυρού, Ηλία Φυτιλή.
Σε τεντωμένες στο σκοινί όλες οι αισθήσεις από την αρχή ως το τέλος.
Ένα έργο τέχνης που μας καθήλωσε και μας γοήτευσε.
Το μυθιστόρημα «Χρυσός κήπος» ,Άλτιν μπαχτσεσί, κλείνει μέσα του , ένα σπόρο ζωής.
Δίνει στο βιβλίο αυτό, η συγγραφέας ,κάτι θερμό και ζωντανό : μια ψυχή.
Το βιβλίο αυτό θα διευρύνει τον τοπικό πνευματικό ορίζοντα και θα εξυψώσει τον διάλογο στο χώρο της μορφωτικής ζωής και ιδεολογικής πάλης.
Τα βιβλία που έχουν φλέβες χτυπάνε στον ρυθμό της καρδιάς αυτού του κόσμου. Ακόμα δε χάθηκαν όλα…


Διαβάστε το.
Η Λίνα Φυτιλή γεννήθηκε στη Λάρισα. Σπούδασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Πατρών. Ζει κι εργάζεται στον Βόλο.
Έργα της: Οι νύχτες της άχρωμης κιμωλίας, νουβέλα, Καστανιώτης, 1997. Ακολούθησε το βιβλίο Τώρα είναι αργά, εκδόσεις Απόπειρα, 2011. Στην ποίηση εμφανίστηκε με το βιβλίο Μυθική μέρα, εκδόσεις, Ενδυμίων, το 2014, που ήταν υποψήφιο για το βραβείο ποίησης Πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή Γιάννη Βαρβέρη. Το 2016 κυκλοφόρησε το βιβλίο της Παράξενο Καλοκαίρι, διηγήματα, από το βιβλιοπωλείο της Εστίας. Το 2018 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή της, Ισόβιο Πρόσωπο, εκδόσεις Μελάνι. Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της Χρυσός κήπος, από τις εκδόσεις της Εστίας.
Κριτικές και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά κι έντυπα μέσα. Είναι μέλος στην οργανωτική επιτροπή του Πανθεσσαλικού Φεστιβάλ Ποίησης.