«Η ΝΥΦΗ ΤΗΣ ΜΑΣΣΑΛΙΑΣ», το έκτο βιβλίο που δίνει στο αναγνωστικό κοινό, η Γιώτα Γουβέλη, για μια ακόμα φορά, από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Το βιβλίο αρχίζει με ένα εντυπωσιακό και παραμυθένιο εισαγωγικό κεφάλαιο, με την γιαγιά Σεβαστή και την μικρή Ελπίδα να μας οδηγούν σε ένα αναγνωστικό ταξίδι στον χρόνο, της οικογένειας Αμυράλη και των απογόνων τους,.
Ένας μεγάλος θίασος ηρώων, από τις αρχές του 20ου αιώνα, κινείται από την Πάτρα στην Μασσαλία, όπου η Ανδριάνα πηγαίνει νύφη στο πλευρό του Σταύρου Αμυράλη μέχρι σήμερα. Τέσσερεις γενιές που πέρασαν από την Αθήνα, την Αλεξάνδρεια και την ελληνική ύπαιθρο.
Αρχές του 20ου αιώνα, μια εποχή δύσκολη, όπου ο έρωτας είναι πιο ρομαντικός, οι σχέσεις καλυμμένες και όλα ξεκινούν όταν η Ανδριάνα, ένα κορίτσι ζωντανό, τρυφερό, ερωτευμένο και γεμάτο αγάπη, φεύγει από την Ελλάδα για να αρχίσει την νέα της ζωή στην Μασσαλία όχι με αυτόν που ονειρεύτηκε, μα ύστερα από ένα τραγικό συμβάν με τον πρώην αρραβωνιαστικό της αδελφής της.
Η γιαγιά Σεβαστή και η μικρή Ελπίδα, παρακολουθούν την μοίρα, να γνέθει το νήμα της ζωής της Ανδριάνας και της οικογένειας της, μια μοίρα, που θα φέρει ανατροπές, απογοητεύσεις και νέα δεδομένα στην ζωή των ηρώων.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρία μέρη, που κάθε ένα το κλείνει η γιαγιά Σεβαστή και η μικρή Ελπίδα, που εκτός από το παραμυθένιο στοιχείο που προσδίδουν στο βιβλίο, μοιάζει να κρύβουν μια αλληγορία, αφού η γιαγιά μάλλον συμβολίζει την διατήρηση όλων όσων έχουμε κληρονομήσει από τις προηγούμενες γενιές, αξίες, παραδόσεις, ακόμα και την γονιδιακή μας κληρονομιά, ενώ η μικρή Ελπίδα, με το συμβολικό όνομα, παρακολουθεί την εξέλιξη της επιστήμης. Στις σκηνές που υπάρχουν μεταξύ γιαγιάς και εγγονής, υπάρχει πάντα και η μοίρα, που στέκεται αμίλητη γνέθοντας το νήμα της και που μάλλον αυτή έχει τον τελικό λόγο, είναι αυτή που ορίζει, που κάνει κουμάντο στη ζωή όχι μόνο των ηρώων μας, μα και όλων των ανθρώπων.
Σε κάθε μέρος σχεδόν, παρακολουθούμε μια γενιά της οικογένειας, που η κάθε μια, έχει την ζωή της, τα όνειρα της, τα πάθη της και βιώνει τα λάθη της, και που μέσα από ανατροπές και μυστικά, αγωνίες και απώλειες, πλέκεται μια καλογραμμένη ιστορία, που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Στο πρώτο και πιο δυνατό κεφάλαιο, πρωταγωνιστεί η Ανδριάνα, στο δεύτερο την σκυτάλη παίρνει ο γιος της Μιχαήλ και στο τρίτο, όλα τα εγγόνια της Ανδριάνας.
Ήρωες αληθινοί, κάποιοι ξεχωριστοί, όπως η Μοσχού, η πιο δοτική γυναίκα, αυτή που ποτέ δεν ζήτησε τίποτα κι όμως έζησε τόσα πολλά, ήρωες που κουβαλούν μέσα τους, ένα κομμάτι από ανθρώπους αληθινούς, που είναι γύρω μας, ήρωες που άλλοτε ζουν την ζωή τους όπως την θέλουν και άλλοτε, όπως δεν επιθυμούν, αλλά έτσι ορίζει η μοίρα. Ανδριάνα, Σταύρος, Μιχαήλ, Θεώνη, Αγάθη και Μοσχού, τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, ήρωες μιας ζωής γεμάτης αγάπης, προδοσίας, αλήθειας και ψέματος, πόνου και χαράς. Ήρωες τραγικοί, σατανικοί και μια «κατάρα ασθένειας» που πέφτει πάνω σε κάποιες γυναίκες της οικογένειας και που πρέπει να «σπάσει» και να χαθεί. Θα συμβεί αυτό; Και με ποιο τρόπο;
Περιγραφές με άρωμα θάλασσας και Μασσαλίας. Λουλούδια και καμέλιες, παλιά αρχοντικά. Χρώματα και εικόνες της ελληνικής υπαίθρου με έναν απέραντο κάμπο. Γραφή και γλώσσα απλή και ουσιαστική. Πλοκή που ρέει αβίαστα, ένα καλοδουλεμένο βιβλίο ένα οικογενειακο-κοινωνικό μυθιστόρημα.

h nufh ths massalias
«Η αυγή του εικοστού αιώνα βρίσκει τον Σταύρο, έναν ομογενή έμπορο της Μασσαλίας, κοντά στα σαράντα του και με αξιοζήλευτη για την εποχή περιουσία σε Αθήνα και Μασσαλία.
Σ’ ένα ταξίδι του στην Ελλάδα, παντρεύεται με προξενιό μια κοπέλα από ξεπεσμένη αστική οικογένεια και τη φέρνει νύφη στο γαλλικό λιμάνι, ένα από τα κοσμοπολίτικα κέντρα της Μεσογείου. Η νέα τους ζωή ξεκινά στο σπίτι με τις κόκκινες καμέλιες, σ’ έναν κήπο όπου ανθίζει η ομορφιά, η ευτυχία αλλά και μια ένοχη σχέση, με τραγικές συνέπειες για τις ζωές όλων τους.
Η ενοχή, υπόγεια αλλά μοιραία, ακολουθεί και τις επόμενες γενιές στο πέρασμα των χρόνων. Κάποιος από τους γεννήτορες έχει φέρει την κατάρα στην οικογένεια και αλίμονο σε όποιον πέσει. Όλοι τους είναι ίσοι απέναντι στα καπρίτσια της μοίρας. Ή μήπως όχι;»

(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)